Με αφορμή το γνωστό δημοτικό τραγούδι, το ομώνυμο θεατρικό του Γ. Θεοτοκά και το «Ένα σκυλί μέσα στη νύχτα» του Γ. Ρίτσου, οι θεατρικοί Οργανισμοί ΕΥΤΟΠΙΑ και ΕΒΔΟΜΗ ΘΥΡΑ ενώνουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και παρουσιάζουν σε συμπαραγωγή με το Σύγχρονο Θέατρο την παράσταση «Το γεφύρι της Άρτας- ἐπί τοῡ μῦθου σύνθεσις».
Μία σύνθεση που προσπαθεί να “γεφυρώσει” έναν πανάρχαιο μύθο με τη σύγχρονη πραγματικότητα «μέσα από τα όνειρα», όπως μας λέει η Ίρις Χατζηαντωνίου η οποία υπογράφει το κείμενο της παράστασης, μαζί με τον Βαγγέλη Ρόκκο, ενώ έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία.
Η ίδια, με αυτή την αφορμή, μας μιλάει για τον πυρήνα της σύλληψης, την επιρροή της παράστασης του Γιάννη Κοντραφούρη στο τωρινό της εγχείρημα («Το γεφύρι της Άρτας», 1997 – Ομάδα Υψηλού Κινδύνου), τις αντανακλάσεις της ανθρωποθυσίας σήμερα και επιλέγει να κλείσει την ενδιαφέρουσα «κουβέντα» μας με τους παρακάτω στίχους του Γ. Ρίτσου, οι οποίοι ακούγονται και στην παράσταση:
«Δε γνωρίζω τις ρίζες. Ίσως οι νεκροί να τις βλέπουν, να τις ανταμώνουν, να τις ψαύουν ζωντανές στην πατρίδα τους. Οι νεκροί ίσως να γίνονται ρίζες να συγγενεύουν μαζί τους. Μα οι νεκροί δε μαρτυρούν. Δε γνωρίζω τις ρίζες.»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου
Culturenow. gr: Η παράσταση «Το γεφύρι της Άρτας- ἐπί τοῡ μῦθου σύνθεσις» παρουσιάζεται από 10 Δεκεμβρίου στο Σύγχρονο Θέατρο. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε καλλιτεχνικά με το συγκεκριμένο θέμα και ποιος θα λέγατε ότι είναι ο πυρήνας της όλης σύλληψης;
Ίρις Χατζηαντωνίου: Ένιωσα ότι με ενδιέφερε πολύ το πρόσωπο αυτό του Πρωτομάστορα, και η αδιευκρίνιστη, σκοτεινή πορεία του μέσα στο δημοτικό ποίημα. Πως έφτασε να θυσιάσει ότι πιο πολύ αγαπούσε; Τι απέγινε με αυτόν; Ο πυρήνας είναι αυτός ο κατεστραμμένος κόσμος, μέσα από τα μάτια του, οι μορφές μέσα στο μυαλό του.
Cul. N.: Όσον αφορά τη δημιουργική διαδικασία, ποιες “συναντήσεις” προέκυψαν ανάμεσα στην πεζογραφία του Γ. Θεοτοκά, την ποίηση του Γ. Ρίτσου και το γνωστό δημοτικό τραγούδι της λαϊκής µας παράδοσης και πώς διαμορφώθηκε το τελικό κείμενο της παράστασης;
Ιρ. Χ.: Από την αρχή αυτά τα τρία κείμενα, το δημοτικό, το ομώνυμο θεατρικό του Θεοτοκά και το «Ένα σκυλί μέσα στη νύχτα» του Ρίτσου μου φαινόταν πως είχαν άμεση σύνδεση γι’ αυτό και τα επιλέξαμε. Μέσα όμως από τις πρόβες αυτών των μηνών μας αποδείχτηκε πως μπορούσαν και να παρουσιαστούν σε μια σύνθεση που θα αναδείκνυε το ένα τα άλλο. Ζοφερό σκοτάδι, εσωτερικότητα και ρεαλισμός μαζί…
Cul. N.: «Το γεφύρι της Άρτας», του Γιώργου Θεοτοκά, παρουσιάστηκε το 1997 σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Κοντραφούρη, από την Ομάδα Υψηλού Κινδύνου, της οποίας είσαστε ιδρυτικό μέλος. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από εκείνη την παράσταση, αλλά και η επιρροή που αυτή άσκησε στο τωρινό σας εγχείρημα;
Ιρ. Χ.: Ήταν μια καταλυτική εμπειρία για μένα εκείνη η παράσταση και οι αναμνήσεις γλυκιές. Είμασταν πολύ ρομαντικοί και επαναστάτες τότε. Ο Γιάννης ήταν γνώστης της γυναικείας ψυχής και τόσο ταλαντούχος σκηνοθέτης και συγγραφέας , όπως και καλός φίλος. Με είχε βοηθήσει πολύ να ξεδιπλωθώ σαν ηθοποιός. Φυσικά η επιρροή στο τωρινό εγχείρημα ήταν μεγάλη. Σε κάθε γωνία «συναντιόμασταν». Και συχνά βρισκόμουν να συζητώ μαζί του, μέσα μου, για το που θα το πηγαίναμε τώρα… Αν κι αυτός ζούσε να γευόταν την ωριμότητά του και την διαφορετική του αντίληψη για το καθετί, όπως κι εγώ.
Cul. N.: Από πλευράς υποκριτικής, γύρω από ποιους άξονες κινηθήκατε μαζί με τους άλλους πέντε ηθοποιούς για να προσεγγίσετε αυτόν το σκοτεινό, ονειρικό και ποιητικό κόσμο; Δώστε μας μία εικόνα από την παράσταση…
Ιρ. Χ.: Ένας αέναος κύκλος. Τα λόγια γλιστρούν μέσα από τα ανοιχτά στόματα, αφημένα εκστατικά σώματα, λυτά, σε περιδίνηση, ο μύθος τόσο δυνατός και τόσο υπαρκτός του δανείζεις την ψυχή σου. Όσο πιο απλά.
Cul. N.: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει», έγραφε ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό» του. Με ποιους τρόπους η σκηνική σας πρόταση προσπαθεί να “γεφυρώσει” έναν πανάρχαιο μύθο με τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Ιρ. Χ.: Μέσα από τα όνειρα.
Cul. N.: Για να θεμελιωθεί το γεφύρι έπρεπε να θυσιαστεί η γυναίκα του Πρωτομάστορα. Τι συμβολίζει αυτή η «ανθρωποθυσία» σήμερα, σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο;
Ιρ. Χ.: Την υπέρβαση. Για να ξεπεράσεις την απόγνωση. Την θυσία του εαυτού για το συλλογικό καλό.
Cul. N.: Φτάνοντας προς το τέλος, έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Ιρ. Χ.: Δεν θέλω να κάνω σχέδια. Εύχομαι μόνο ν’ ακούσω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, να πάρω καθαρά το σήμα, όταν θα ναι η ώρα.
Cul. N.: Θα θέλατε να κλείσουμε με μία φράση από την παράσταση, η οποία σας αγγίζει κάπως περισσότερο από τις υπόλοιπες;
Ιρ. Χ.: «Δε γνωρίζω τις ρίζες. Ίσως οι νεκροί να τις βλέπουν, να τις ανταμώνουν, να τις ψαύουν ζωντανές στην πατρίδα τους. Οι νεκροί ίσως να γίνονται ρίζες να συγγενεύουν μαζί τους. Μα οι νεκροί δε μαρτυρούν. Δε γνωρίζω τις ρίζες.» – Γ. Ρίτσος