Ο Ηρόστρατος είναι η δεύτερη θεατρική παράσταση του Χρήστου Πυθαρά. Όπως και στην πρώτη του θεατρική

Από τον Γιώργο Τσέβα

απόπειρα τον περασμένο Μάρτιο (με την παράσταση «Κωδικός»), καταπιάνεται με τα ίδια θέματα: την άλογη βία, τις εξουσιαστικές σχέσεις και την πολυεπίπεδη πραγματικότητα και φαντασία. Η μόνη διαφορά είναι πως στον «Ηρόστρατο», θεατρικό έργο βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Ζαν Πωλ Σαρτρ, οι θεματικές αυτές αποκτούν έναν πιο έντονο προσωποκεντρικό χαρακτήρα.

Το 356 π.Χ. ένας άντρας προκειμένου να μείνει το όνομα του στην Ιστορία έφθασε στο σημείο να πυρπολήσει τον Ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο. Αυτός ο άντρας ήταν ο Ηρόστρατος. Οι Εφέσιοι τον θανάτωσαν και απαγόρευσαν την μνεία του, η οποία όμως διατηρήθηκε στηλιτεύοντας την ανούσια πράξη του.

Μες στο σκοτάδι ειν’ Αυτός μόνος. Εδώ και τρεις μέρες, Αυτός δεν έφαγε, ούτε κοιμήθηκε. Θέλει τόσο να παίξει μαζί σας, Αυτός σας βλέπει για ακριβώς ό, τι είστε. Σε λίγο Αυτός θα κατέβει στο δρόμο και θα σκοτώσει.

Η παράσταση ξεκινάει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι – το σκοτάδι της ψυχής ενός αρρωστημένου ανθρώπου- το οποίο σταδιακά εξαφανίζεται και φανερώνει τον Ηρόστρατο (Γιάννης Δημολίτσας), καθισμένο πάνω σε μια αναπηρική καρέκλα. Ξαφνικά ακούγεται μια γυναικεία φωνή. Είναι η φωνή της πόρνης (Αθηνά Καραγιώτη) που κάλεσε ο Ηρόστρατος. Της ζητάει να ξεντυθεί και να περπατήσει και αυτή με έναν δισταγμό στην αρχή, αμέσως υπακούει. Ενώ περπατάει ξαφνικά “χάνει” τα λόγια της, παίρνει το σενάριο που είναι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι, το διαβάζει και συνεχίζει. Οι μάσκες πέφτουν, ο Ηρόστρατος είναι ένας σκηνοθέτης και η πόρνη μια ηθοποιός στις σαδιστικές ορέξεις του. Στην συνέχεια πάνω στην σκηνή είναι μόνο ο Ηρόστρατος πότε σαν πραγματικό πρόσωπο και πότε σαν ένα φανταστικό.

Ο Χρήστος Πυθαράς προφανώς με αυτή την σκηνοθετική ματιά στηλιτεύει τον καλλιτεχνικό χώρο. Έναν χώρο που είναι γεμάτος από καλλιτέχνες, οι οποίοι για χάρη της Δόξας είναι πρόθυμοι να πουλήσουν την ίδια τους την ψυχή. Καλλιτέχνες που αναλώνονται στα ίδια και τα ίδια, που δεν προσπαθούν να πειραματιστούν. Καλλιτέχνες που όπως αναφέρει ο ίδιος στο έργο του, τρέχουν ακόμα στην μητέρα τους για να τους πλύνει τα ρούχα. Εκτός όμως από αυτό θέλει να προβληματίσει και να ενεργοποιήσει τους θεατές. Όχι μόνο προς την Τέχνη αλλά και προς την ίδια την κοινωνία, η οποία δεν εκφράζει τους περισσότερους αλλά κανείς σχεδόν δεν αντιδρά.

Ο Γιάννης Δημολίτσας έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία. Είναι πολύ δύσκολο να παίζεις μόνος σου πάνω στην σκηνή και πόσω μάλλον όταν πρέπει να αλληλοεπιδράς και να παίζεις στην κυριολεξία με το κοινό. Η Αθηνά Καραγιώτη, αν και ήταν για λίγο χρονικό διάστημα πάνω στην σκηνή, κατάφερε να γίνει αξιοπρόσεκτη.

Τα σκηνικά διχασμένα, από την μια ταλαιπωρημένα και ξεθωριασμένα έπιπλα άλλης εποχής και σε αντίθεση πάνω στο γραφείο ένας υπολογιστής τελευταίας τεχνολογίας – κάπως έτσι δεν είναι όμως και τα σπίτια πολλών από εμάς; –

Αν και την περισσότερη ώρα η σκηνή δεν φωτίζεται, τα φώτα χρησιμοποιήθηκαν σωστά. Πολύ καλή επιλογή ήταν και το άναμα των σπίρτων.

Η παράσταση προσπαθεί να ισορροπήσει την αίσθηση του σοβαρού από την μια, και την αίσθηση του αστείου από την άλλη σε αρκετά καλό βαθμό. Μην φοβάστε λοιπόν να γελάσετε, έτσι κι αλλιώς μετά το γέλιο ακολουθεί πάντα ένα δάκρυ.

Συντελεστές

Συμμετέχουν:
Γιάννης Δημολίτσας
Αθηνά Καραγιώτη
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Χρήστος Πυθαράς