Μια νεαρή μουσικός και συνθέτρια μιλά για τη συμμετοχή της στη «Γέφυρα Μουσικής vol. 8», μια συνεργασία της Στέγης με το Πάντειο Πανεπιστήμιο, και στο αφιέρωμα στον Γάλλο συνθέτη Maurice Ohana. Μας μιλά επίσης για τα βήματα που ακολούθησε, προερχόμενη από μια μουσική οικογένεια και για τα προσεχή της σχέδια μετά από τις επιτυχημένες συνεργασίες της με ορχήστρες στην Ελλάδα.
«Είναι η πρώτη μου ανάθεση και νιώθω πολύ χαρούμενη!»
***
-Πώς θα περιγράφατε τη συμμετοχή σας στη συναυλία στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Μαΐου;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γενικά, εμπνέομαι μέσα από κείμενα. Πάντα έχω στο μυαλό μου κάποιο κείμενο, λόγια, στίχους που με εμπνέουν. Οπότε, και τώρα σ’ αυτό το έργο, όπως το έχω δομήσει για τη συναυλία, πάλι έχω πάρει διάφορα κείμενα που μου αρέσουν, και κυρίως στο συγκεκριμένο έχω εμπνευστεί από «Τα Φτερά του Έρωτα» του Βέντερς, όπου στην αρχή υπάρχει ένα ποίημα που λέγεται: «Το τραγούδι της παιδικότητας». Μιλάει γενικά για το πόσα μπορεί να αντιλαμβανόταν ένα παιδί, διάφορα ερωτήματα… είναι αυτή η ηλικία που έχεις όλες αυτές τις απορίες.
Η έμπνευση ήταν πάνω σε αυτό και μετά εγώ σκέφτηκα κάποια ερωτήματα που με απασχολούν εμένα, το ένα είναι η απώλεια και ο θάνατος, είναι κάτι που με απασχολεί έντονα και λόγω κάποιων παιδικών βιωμάτων που είχα, οπότε πάντα αυτό σε όλα τα έργα υπάρχει, δηλαδή δε φεύγει. Οπότε, έτσι όπως το έχω δομήσει, σκεφτόμουν πώς μπορεί να αντιλαμβάνεται ένα παιδί κάτι τέτοιο. Οπότε, πήρα κάποια κείμενα του Γουίλιαμ Μπλέικ και του Ρίλκε και έτσι το έχω δομήσει.
Καθαρά μουσικά κινούμαι σε ένα διαφορετικό ηχητικό περιβάλλον απ’ ότι ήταν τα προηγούμενα έργα, πάλι κινούμαι σε ηχοχρώματα, δηλαδή όταν κάποιες φορές δεν παίζει το πιάνο, παίζεις με πιο ανορθόδοξους τρόπους, μπορείς να παίξεις μέσα σε χορδές. Και στη φωνή είναι πιο μελωδικό, και επειδή αυτό που με ενδιαφέρει εδώ έχει να κάνει με την αθωότητα και με το πώς ένα παιδί θα μπορούσε να αντιληφθεί κάποια πράγματα, πάλι η μελωδία νομίζω πρέπει να υπάρχει. Απλά πάλι με έναν πιο αθώο χαρακτήρα.
-Θα ήθελα να σας ρωτήσω γενικά για την συναυλία και για τον Μορίς Οανά, αν γνωρίζατε το έργο του και αν εμπνευστήκατε από αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα ψάξει πολύ, το καλοκαίρι όμως που το συζητήσαμε έκατσα και άκουσα πολλά έργα κι εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ, γιατί αισθάνθηκα ότι ήταν πολύ κοντά στο δικό μου ηχητικό περιβάλλον, σε κάποια σημεία, κι έχει και λίγο ύφος από jazz με έναν διαφορετικό τρόπο πάντα, οπότε ναι αισθάνθηκα ότι υπάρχει μια σύνδεση και μου άρεσε, δηλαδή πολλές φορές τον ακούω…
-Για τη συμμετοχή σας σε αυτή τη συναυλία πώς νιώθετε;
Είμαι πολύ χαρούμενη, εντάξει ήταν πολύ ωραία έκπληξη ειδικά όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ουσιαστικά ήταν η πρώτη φορά που μου αναθέτουν ένα έργο. Είναι ωραία εμπειρία και χαίρομαι πάρα πολύ που έχω έρθει εδώ πραγματικά, δεν το ’χω ξανακάνει.
-Κάποια άλλα σχέδιά σας που είναι ανακοινώσιμα;
Συμμετέχω σε ένα φεστιβάλ στο Βερολίνο που λέγεται «Homelands Festival» που θα γίνει στη Φιλαρμονική του Βερολίνου και σε διάφορους Καθεδρικούς ναούς της πόλης τον Φεβρουάριο του 2023, έπειτα από πρόσκληση των “Voci Contra Tempo” από τον Ευρωπαϊκό Χορωδιακό Οργανισμό Choralspace. Οργανώνεται από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το Γυναικείο Φωνητικό Σύνολο «Voci Contra Tempo». Στο πλαίσιο αυτό παρακολουθώ και κάποια μαθήματα με τη συνθέτρια Καλλιόπη Τσουπάκη.
-Με τι ξεκινήσατε μουσικά, με τι ασχοληθήκατε πρώτα; Πώς φτάσατε στη σύνθεση;
Ξεκίνησα πολύ μικρή, στο οικογενειακό περιβάλλον ήμασταν όλοι μουσικοί γενικά, οπότε είχα μία επαφή από πολύ μικρή και με το πιάνο, ξεκίνησα με φλάουτο, το άφησα, πήγα στο μουσικό σχολείο και πάντα ήταν η μουσική το κεντρικό, δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο, πάντα ήταν αυτό. Και μετά πήγα στην Κέρκυρα προκειμένου να ασχοληθώ με το τραγούδι, αλλά εκεί άλλαξαν λίγο τα πράγματα, είδα και άλλα πράγματα, τη σύνθεση δεν την είχα σκεφτεί και σιγά σιγά άρχισα να βλέπω πώς λειτουργεί όλο αυτό… Αυτοσχεδίαζα στο πιάνο, μ’ άρεσε, αλλά δεν είχα κάτσει να γράψω τις ιδέες μου στο χαρτί… και μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία. Εγώ σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να το είχα κάνει από νωρίτερα, θα έπρεπε να έγραφα, ότι δεν είμαι αρκετά καλή γι’ αυτό, δεν έχω προετοιμαστεί, αλλά μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία στην Κέρκυρα. Είχαμε καθηγητές τον Βασίλη Κίτσο και την Δήμητρα Τρυπάνη που είχε πολύ ενδιαφέρον γιατί ο καθένας είχε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης, οπότε είχα την ευκαιρία να δω το “πρακτικό” κομμάτι με τον έναν και το κομμάτι της “έμπνευσης” με τον άλλον, οπότε αυτό μου έδωσε δύο πολύ σημαντικά εργαλεία. Το πρακτικό κομμάτι αναφέρεται στα τεχνικά ζητήματα, δεν μπορείς απλά να πας να γράψεις μουσική, υπάρχουν κάποιες βάσεις που πρέπει να ακολουθήσεις και το πώς λειτουργούν όλα αυτά στην πράξη.
-Θα θέλατε να μας πείτε περισσότερα για τη συνεργασία σας με τη Δήμητρα Τρυπάνη;
Ναι, εννοείται, η Δήμητρα Τρυπάνη είναι αρχικά πολύ ωραίος άνθρωπος, έχει έναν πολύ ωραίο τρόπο σκέψης και ως καθηγήτρια ήταν πάντα μέντορας στη Σχολή, οπότε εμένα αυτό μου έδωσε και μία απελευθέρωση στον τρόπο που θα γράψω μουσική, να μην τα σκέφτομαι όλα σε κουτάκια, γιατί νομίζω ότι στην Ελλάδα έχουμε μείνει λίγο πίσω, εγώ αυτό αισθάνομαι, σαν να μην τολμάμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, έχουν όλα έναν κοινό ήχο για εμένα, οπότε αισθάνθηκα ότι βγήκα λίγο απ’ αυτό.
-Και μετά συνεργαστήκατε σε επαγγελματικές πια παραγωγές;
Ναι, μετά μου πρότεινε η ίδια η Δήμητρα Τρυπάνη. Είχα κάνει ένα μουσικό παραμύθι και μου πρότεινε να το παρουσιάσουμε στη Λυρική. Εκεί ήταν πάρα πολλά παιδιά Δημοτικού, που δεν ήξεραν καθόλου μουσική κι ήταν πολύ εντυπωσιακό να βλέπεις πώς και με πόση σοβαρότητα μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν σε ένα πολύ δύσκολο έργο, δεν ήταν κάτι που είχαν συνηθίσει ως ήχο. Εγώ έγραψα το μουσικό παραμύθι, τη μουσική και επεξεργάστηκα το κείμενο με την βοήθεια της Δήμητρας Τρυπάνη. Η αρχική ιδέα ήταν δικιά μου αλλά όλος ο συντονισμός έγινε από την Δήμητρα η οποία έγραψε και επεξεργάστηκε κάποια παραδοσιακά τραγούδια τα οποία αποτελούν βασικό μέρος του μουσικού παραμυθιού.
-Θα θέλατε να μας μιλήσετε για άλλες μουσικές σας εμπειρίες;
Ναι, άλλη εμπειρία που είχα ήταν στη Θεσσαλονίκη με την Κρατική Ορχήστρα. Eκεί πρώτη φορά είδα πώς λειτουργεί μια ολόκληρη ορχήστρα και αυτό δεν το είχα ξαναζήσει, γιατί δεν υπήρξα ποτέ μέλος σε μια ορχήστρα, δεν έπαιζα κάποιο όργανο ορχήστρας, έπαιζα πιάνο. Ήταν ένα μικρό σοκ, γιατί ήταν τελείως διαφορετικό το πλαίσιο, ξαφνικά είχες μπροστά σου τόσα άτομα και σου ερχόταν ο ήχος ολόκληρος κι εκεί προφανώς υπήρχαν πάρα πολλά ζητήματα πρακτικά, γιατί άμα δεν το έχεις ξανακάνει δεν μπορείς να ξέρεις, αλλά ήταν όλοι πάρα πολύ ανοιχτοί, σε αλλαγές, πρότειναν πράγματα.
***
Η Ισμήνη Μπεκ μας μίλησε για το μουσικό της παρελθόν, αλλά και για τα τωρινά και μελλοντικά της σχέδια. Διανύει τα πρώτα της μουσικά βήματα, αλλά έχει διάφορες μουσικές εμπειρίες και έντονο ενδιαφέρον και αγάπη για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Πρόκειται για μια ταλαντούχα μουσικό και συνθέτρια, που φαίνεται πώς έχει πολλά να δώσει στη μουσική. Το έργο της «where are you going» σε ανάθεση της Στέγης θα ερμηνευθεί στη Μικρή Σκηνή την Τετάρτη 10 Μαΐου από τη μεσόφωνο Χρυσάνθη Σπιτάδη και τον πιανίστα Παύλο Κόρδη.
Πρόγραμμα συναυλίας:
Ισπανία, Αφρική
Federico García Lorca (1898-1936)
Canciones Españolas Antiguas
“Las morillas de Jaén”
“El café de chinitas”
“Nana de Sevilla”
Maurice Ohana
Chansons Populaires Espagnoles
“Cuando paso por el Puente”
“Nana” (1947)
“Tango el mariquita” (1947)
“Neige sur les orangers”
Édith Lejet (γενν. 1941): “Fleurs d’Opale”** (1997)
Félix Ibarrondo (γενν. 1943): “Preludio”** (2006)
Akin Euba (1935-2020): “Six Yoruba Folk Songs”**
Ισμήνη Μπεκ (γενν. 1997): “where are you going”* (2023), ανάθεση της Στέγης. Πηγή του κειμένου της σύνθεσης: Rainer Maria Rilke, «Ελεγείες του Ντουίνο», μτφρ. Μαρία Μπούκουρα, Εκδόσεις Ηριδανός, 2013, σ. 136
Χρυσάνθη Σπιτάδη: μέτζο σοπράνο
Παύλος Κόρδης: πιάνο
*Πρώτη εκτέλεση
** Πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα
Διαβάστε επίσης:
Μια Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού Vol. 8: Το έργο του Μορίς Οανά τιμάται στη Στέγη