Το άλμπουμ άρχισε να εμφανίζεται στο μυαλό μου ενώ ήμουν στην Βραζιλία, το 2017. Βρισκόμουν στο σπίτι του καλύτερου μου φίλου ενώ εκείνος έλειπε. Η πρόσβαση στον χώρο εκείνο, στο κάθε σπίτι του Rafael, πλέον τότε σχεδόν παντρεμένος, σε δικό του διαμέρισμα, μακριά από την παιδικότητα, τις φωνές της μαμάς του για να πάμε να φάμε, τον τρομακτικό διάδρομο που κατέληγε στη κουζίνα, ο χώρος εκείνος πάντα μου επέβαλλε μια μικρή ταπείνωση. Οι κανόνες άλλαζαν, βρισκόμουν πάντα έρμαιο των διαθέσεων, ωραριων, της αισθητικής της οικογένειας Vedovello, του κολλητού μου του Rafael.
Η πόλη λέγεται Itatiba και είναι όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια κωμόπολη έξω από το Σάο Πάολο. Ήσυχη, γεμάτη φύση, τεράστιες εκτάσεις γης, φάρμες.
Ένα μεσημέρι λοιπόν, δύο τρεις μέρες πριν τον γάμο του Rafael στον οποίο θα ήμουν κουμπάρος, καθόμουν με την πλάτη προς το μπαλκόνι, με τον ήλιο να χτυπάει την πλάτη μου. Σκέφτηκα την μάνα της τότε γυναίκας του θείου μου. Σκέφτηκα πόσο δυνατή γυναίκα ήταν, πως είχε μεγαλώσει μια οικογένεια μόνη της ουσιαστικά, ως σχετικά νεαρή χήρα. Είχε διαγνωστεί με άνοια και είχε σταματήσει να επικοινωνεί πλέον. Τότε έγραψα το Senna, το πρώτο κομμάτι.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ιδέα του ημίμετρου, του σχεδόν, είναι η μεγάλη μου εμμονή. Πάντα σκέφτομαι ενδιάμεσα, αμφίσημα και αυτός ο τρόπος σκέψης υπήρξε πάντα μεγάλη τροφή για τις εσωτερικές φωνούλες που τρέφουν το Μεγάλο Αγχος. Η σκέψη στην περίπτωση του Senna είχε να κάνει με την ιδέα ότι η dona Maria, η πεθερά του θείου μου, αποφάσισε να αφήσει το σπίτι να πέσει. Πως πλέον το σώμα της δεν είχε την θέληση να στηρίξει τίποτα και κανέναν, πως δεν την πείραζε να απογοητεύσει την οικογένεια της.
Το 19 η Dona Maria άρχισε πάλι να μιλάει και να επικοινωνεί σιγά σιγά, κάτι που διέψευσε την διάγνωση της άνοιας, μιας και είναι μη αναστρέψιμη. Εκείνη την χρονιά άρχισα επίσης να επικοινωνώ ολο και πιο συχνά με το Κώστα Ζάμπο, τον πολύ παλιό μου φίλο, σχετικά με το ενδεχόμενο του να γράφαμε μαζί τα κομμάτια που είχα μαζέψει εκείνο το διάστημα. Στο μυαλό μού ήταν ξεκάθαρο πως υπήρχε μια έντονη σύνδεση στιχουργικά και αυτό ήταν κάτι που έκανε πολύ εύκολη την διαδικασία του να συνδέσω τα κομμάτια μέσα μου από όλες τις απόψεις.
Αρχίσαμε να γράφουμε στις 4 Απριλίου του 19 και τελειώσαμε κάποια λίγα πράγματα τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η διαδικασία ήταν ένα μεγάλο μάθημα για μένα, για το πόσο σημαντικό είναι να μην αφήνω όλη την εξερεύνηση στον παιδότοπο του εγκεφάλου μου και πόσο πολλά χρωστάω στους ανθρώπους που με εμπιστεύονται και που προσφέρουν την τέχνη τους για να ζωντανέψουν τα κομμάτια μου.
Ο Νίκος Δερβισης, ο άλλος μου αδερφός, αν ο Rafael είναι ο πρώτος, έστησε το μεγαλύτερο κομμάτι της αισθητικής κατεύθυνσης που πήραν τα κομμάτια. Όλοι μας βρήκαμε κάτι καινούργιο, μέσα από ένα χάος που επέβαλλε και λίγο η ημιμάθεια μου, αλλά όπως και να έχει, νομίζω πως ο δίσκος μιλάει μέσα από όλο αυτό και πως στο τέλος όλοι μας αγαπήσαμε το αποτέλεσμα.
Στον Κώστα, στον Νίκο, στον Σταύρο, στον Βασίλη, στον Μαμπρέ, στην Ειρήνη, στην Ελένη, στην Νεφέλη, στον Σπύρο, στον Άγγελο και στον Χάρη. Σε αυτούς χρωστάω και αφιερώνω αυτόν τον δίσκο.