Η Tζέσικα Σάρα Ρίνλαντ (Jessica Sarah Rinland) στο ντοκιμαντέρ της “Collective Monologue” (Monólogo colectivo / Συλλογικός μονόλογος) εξετάζει τη σχέση που αναπτύσσουν άνθρωποι με ζώα σε μια κοινότητα ζωολογικών κήπων και κέντρων διάσωσης στην Αργεντινή. Καταγράφοντας την καθημερινή ρουτίνα των εργαζομένων σε αυτά τα μέρη, αποκαλύπτει λεπτομέρειες για αυτούς τους χώρους και τη λειτουργία τους, ενώ παράλληλα μας δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τα ζώα με τους φροντιστές τους. Επιπλέον, στην ταινία θα έρθουν στο προσκήνιο ζητήματα όπως η εργασία, το φύλο και η αποικιοκρατία.
Ανάμεσα στη Φροντίδα και την Ελευθερία
Ενώ τα ζώα ζουν σε καθεστώς επιτήρησης και περιορισμένης ελευθερίας, οι άνθρωποι που φροντίζουν για τις ανάγκες τους συχνά δημιουργούν βαθιές συναισθηματικές σχέσεις μαζί τους. Στο ντοκιμαντέρ αποτυπώνονται ιδιαίτερες στιγμές, δηλωτικές αυτών των συνδέσεων, όπως η απορία ενός φροντιστή καθώς πλένει έναν ελέφαντα, για το αν το μεγαλειώδες πλάσμα που περιποιείται θα τον θυμάται να καθαρίζει τα πόδια του. Σε μια άλλη εντόνως συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή, βλέπουμε μια εργαζόμενη γυναίκα, τη Maca, να αγκαλιάζει θερμά και να μιλάει παρηγορητικά στη Juanita, μια αδύναμη και ετοιμοθάνατη μαϊμού. Στη γυναίκα φεύγει ένα δάκρυ.
Το CultureNow μίλησε με την Βρετανοαργεντινή ντοκιμαντερίστρια η οποία βρίσκεται στη χώρα μας για το 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου Αθηνών. Η ταινία «Συλλογικός μονόλογος» θα προβληθεί στην Ταινιοθήκη το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου στις 20.00, παρουσία της σκηνοθέτριας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Η ταινία δίνει την εντύπωση ότι περάσατε πολύ χρόνο τόσο με τους φροντιστές όσο και με τα ζώα, καθώς η παρουσία σας μοιάζει φυσική δίπλα τους. Υπήρχε μεγάλη ποσότητα αχρησιμοποίητου υλικού; Τι κριτήρια σας καθοδήγησαν στις επιλογές για το τι θα συμπεριλάβετε;
Γυρίσαμε την ταινία σε διάστημα πέντε ετών. Συνολικά καταγράψαμε περίπου 8 ώρες υλικού. Ένας από τους λόγους που επέλεξα να κινηματογραφήσω σε φιλμ 16mm είναι γιατί σου επιβάλλει μια συγκεκριμένη πειθαρχία, καθώς υπάρχει περιορισμένη ποσότητα υλικού. Μπορεί να περνούσαμε μια ολόκληρη μέρα στον ζωολογικό κήπο της La Plata με την Maca και να τραβούσαμε μόνο 3 ή 10 λεπτά, κάτι που σήμαινε ότι τον περισσότερο χρόνο γνωριζόμασταν, κάναμε παρέα, γινόμασταν φίλες και συνοδεύαμε η μια την άλλη στην δουλειά. Μου αρέσει να χτίζω σχέσεις με τους ανθρώπους – οι περισσότεροι άνθρωποι που συμμετέχουν στις ταινίες μου είναι φίλοι φίλων.
Όσον αφορά τον ήχο, καταγράψαμε πολύ περισσότερο υλικό. Κατά τη διάρκεια του μοντάζ, αυτή ήταν η πιο χρονοβόρα διαδικασία, αλλά ήμουν τυχερή που συνεργάστηκα με τον ηχολήπτη Guido Ronconi, του οποίου οι σημειώσεις ήχου ήταν λεπτομερείς και γεμάτες χιούμορ.
Η διαδικασία του μοντάζ ως σύνολο ήταν μια διαρκής εναλλαγή. Τραβάγαμε, έπειτα έκανα μοντάζ και στη συνέχεια σχεδιάζαμε τι θα ήταν καλό να γυρίσουμε για να ολοκληρωθεί το μοντάζ. Το χαλαρό σχέδιο πάντα καταλήγει διαφορετικά, κάτι που κάνει αυτή την προσέγγιση συναρπαστική. Η τελευταία σκηνή με τη Juanita και την Maca, για παράδειγμα, δεν ήταν ακριβώς σχεδιασμένη. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τη γυρίσουμε συναισθηματικά. Η Flor Labat, που εργάστηκε ως βοηθός κάμερας, κι εγώ, είχαμε καταρρεύσει μετά τα γυρίσματα – δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε τίποτα άλλο εκείνη την ημέρα. Όμως, καθώς παρατηρούσα τη Maca και τη Juanita μέσα από τον φακό, ήξερα ότι έτσι θα τελείωνε η ταινία.
– Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα;
Ο ζωολογικός κήπος του Μπουένος Άιρες έκλεισε το 2016 λόγω διαμαρτυριών για τα δικαιώματα των ζώων, στις οποίες συμμετείχαν και οι ίδιοι οι φροντιστές, διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων και τις δικές τους συνθήκες εργασίας. Επισκέφθηκα ξανά τον ζωολογικό κήπο το 2019, όταν άνοιξε ξανά σε μια μεταβατική φάση, μετονομασμένος πλέον σε Οικολογικό Πάρκο. Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως ήταν η παραδοξότητα της αρχιτεκτονικής, που περιλάμβανε κτίρια σχεδιασμένα να μοιάζουν με τις χώρες προέλευσης των ζώων. Για παράδειγμα, οι ελέφαντες ζούσαν σε έναν ινδουιστικό ναό, αν και τώρα υπάρχει μόνο ένας αφρικανικός ελέφαντας εκεί. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα με θέα στον ζωολογικό κήπο και άρχισα να τον επισκέπτομαι τακτικά, συναντώντας τις Majo, Maca και άλλους εργαζόμενους. Ήταν πολύ δύσκολο να αποκτήσω πρόσβαση για να γυρίσω εκεί, αλλά η Maca δούλευε επίσης εκείνη την εποχή στον ζωολογικό κήπο της La Plata, περίπου μία ώρα μακριά. Έτσι, αρχίσαμε να γυρίζουμε μαζί της εκεί και με την Alicia στα βόρεια της χώρας, σε ένα κέντρο επανένταξης που είχα συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν. Τελικά μας δόθηκε άδεια να τραβήξουμε στο Μπουένος Άιρες.
-Είχατε προκαθορισμένες απόψεις για τους ζωολογικούς κήπους πριν ξεκινήσετε τα γυρίσματα; Άλλαξε η οπτική σας μέσα από αυτή την εμπειρία;
Η άποψή μου για τους ζωολογικούς κήπους δεν άλλαξε πολύ κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας. Αυτό που άλλαξε είναι ότι ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ την αφοσίωση των φροντιστών, οι οποίοι εργάζονται μέρα-νύχτα, αφιερώνοντας ολόκληρη τη ζωή τους σε αυτά τα ζώα.
-Υπήρχαν συγκεκριμένες επιρροές ή εμπνεύσεις που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική σας προσέγγιση στην ταινία;
Πέρασα πολύ χρόνο με τη Majo, την ιστορικό του ζωολογικού κήπου, στο αρχείο του, διαβάζοντας έγγραφα από την εποχή της ίδρυσής του το 1880. Αυτά τα κείμενα, ιδιαίτερα εκείνα του Clemente Onelli, που η Majo διαβάζει σε ένα σημείο της ταινίας, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη δομή της ταινίας, συνδέοντας τη σημερινή ζωή του ζωολογικού κήπου με την ιστορία του.
Με τη Flor μελετήσαμε την εναρκτήρια σκηνή του Roberto Minervini στο Low Tide πολλές φορές. Παρατηρήσαμε πώς κινεί την κάμερα, το βάθος πεδίου, και το εφαρμόσαμε σε τμήματα της ταινίας. Η Chick Strand ήταν και θα είναι πάντα μια επιρροή, ειδικά όσον αφορά τα κοντινά πλάνα με την κάμερα στο χέρι. Επίσης, μελετήσαμε πώς ο Frederick Wiseman στο Zoo χειρίζεται την εξέλιξη του χρόνου σε έναν ζωολογικό κήπο.
-Ο τίτλος προέχεται από μια φράση του Ζαν Πιαζέ. Θα μπορούσατε να μοιραστείτε γιατί επιλέξατε αυτή τη φράση και γιατί την τοποθετήσατε στο τέλος της ταινίας;
Ο λόγος που επέλεξα να βάλω τη φράση του Piaget στο τέλος της ταινίας αντί για την αρχή ήταν επειδή ήθελα να αφήσω την ερμηνεία του “συλλογικού μονολόγου” ανοιχτή. Δεν ήθελα να προδιαθέσω τον θεατή για τη θεωρία του Piaget, αλλά ήθελα να συμπεριληφθεί στο τέλος για να προσθέσει επίπεδα νοήματος στην ταινία και, ίσως, να δείξει μια πιο σαφή οπτική.
Διαβάστε επίσης:
13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας: Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε!