“Πολύ σύντομα μου γεννήθηκε η υποψία ότι το «βλέμμα» του έκρυβε κάποιο μυστικό και ότι αυτή η πόζα περιείχε κάτι που αιχμαλώτιζε την ψυχή του συνταξιούχου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μια οποιαδήποτε άλλη συνηθισμένη πόζα δεν θα επέτρεπε να φανερωθεί το συγκεκριμένο μέρος του κορμιού, και εννοώ τη στάση των γυμνών ποδιών ιδωμένων κάτω από το άνοιγμα του κίμονο, την καμπύλη γραμμή που έφτανε μέχρι τα νύχια των δαχτύλων. Καθώς ήμουν ήδη από την παιδική μου ηλικία ιδιαιτέρως επιρρεπής στη γοητεία των αρμονικών γυναικείων ποδιών, είχα υπνωτιστεί από την τέλεια καμπύλη των ποδιών της Ο-Φούμι. Οι γάμπες της, λεπτεπίλεπτες και αισθησιακές, ήταν λες και είχαν σμιλευτεί προσεκτικά σε λευκό ξύλο, το περίγραμμά τους, καθώς κατηφόριζε προς τους αστραγάλους, γινόταν όλο και πιο φίνο, καταλήγοντας με μία μαλακή κλίση στην καμάρα του πέλματος, ενώ στο τέλος αυτής της καμπύλης παρατάσσονταν το ένα μετά το άλλο τα δάχτυλα από το μικρό μέχρι το πιο μεγάλο σε μία σειρά, και αυτή η ευθυγράμμιση μου φαινόταν πολύ πιο όμορφη ακόμα κι απ’ το πρόσωπο της Ο-Φούμι.”
Ο Ουνοκίτσι , φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφηγείται τη συνάντησή του με τον συνταξιούχο Τσουκακόσι και τη μαιτρέσσα του Φουμίκο. Ο γέρος έμπορος, παθιασμένος με την ομορφιά του ποδιού της ερωμένης του, αναθέτει στον νεαρό ζωγράφο να αποδώσει δυτικότροπα τη Φουμίκο, κατά τον τρόπο όμως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, σε μια στάση που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός της, τα πόδια της, θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας.
Το πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές «διαστροφικής», όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή, σεξουαλικότητας.
“Μπορεί να φανεί παράξενο ότι μιλάμε για έκφραση αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μες στη λευκότητα του ποδιού, ένα ροζ ιρίδιζε στα άκρα των δαχτύλων, καταλήγοντας σε ένα ωχρό κόκκινο φωτοστέφανο. Μου θύμιζε τα καλοκαιρινά γλυκά, τις φράουλες στο γάλα, τα χρώματα ενός φρούτου που λιώνει μέσα σ’ ένα λευκό υγρό, και είναι ακριβώς αυτό το χρώμα που απλωνόταν σε όλη την καμπύλη γραμμή του ποδιού της Ο-Φούμι.”
Junichiro Tanizaki
Ο ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ (1886-1965) ήταν γνήσιος «γιος του Έντο», γεννημένος στο Νιχόνμπασι, τη λαϊκή εμπορική περιοχή κοντά στο λιμάνι του Τόκυο, που θεωρείται λίκνο των πραγματικών συνεχιστών της φεουδαρχικής πρωτεύουσας. Στα μισά περίπου της ζωής του μετακινήθηκε και πήγε να ζήσει στο Κάνσαϊ, την περιοχή της Οσάκα και του Κυότο, στο κέντρο της παραδοσιακής ιαπωνικής αυτοκρατορικής κουλτούρας. Το πάθος του για τη Δύση, τον κινηματογράφο, τις διατροφικές συνήθειες και τη μόδα της ήταν εφήμερο – παρέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του ζωντανή η αγάπη του για τη δυτική λογοτεχνία, την οποία μελέτησε ευρέως, και κατά εποχές μετέφρασε έργα δυτικών λογοτεχνών στη μητρική του γλώσσα. Ταυτόχρονα απορροφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, καθώς περνούσαν τα χρόνια, από τις παραδόσεις και την κουλτούρα του Κάνσαϊ. Θεωρείται ένας από τους γίγαντες της ιαπωνικής λογοτεχνίας και τα έργα του καλύπτουν τεράστια θεματική και στυλιστική γκάμα, συνιστώντας το καθένα μία αναφορά σε κάποιο διαφορετικό λογοτεχνικό είδος.
Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν επίσης το κλασικό αισθητικό δοκίμιο του Τανιζάκι Το εγκώμιο της σκιάς (1933), καθώς και το μυθιστόρημα Το κλειδί (1956) – σε μετάφραση από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.