Κ. Π. Καβάφης,154 Ποιήματα πού συνοδεύονται από εκτενή φιλολογικό σχολιασμό, κυκλοφόρησαν απο τις εκδόσεις Πατάκη…
Στον παρόντα τόμο παρουσιάζονται σε χρονολογική σειρά δημοσίευσης τα 154 ποιήματα που «αναγνώρισε»,
δηλ. οριστικοποίησε και έκρινε άξια για τη δημοσιότητα χωρίς να αναθεωρήσει την απόφασή του, ο ίδιος ο
Κωνσταντίνος Καβάφης –τα λεγόμενα ποιήματα του καβαφικού «κανόνα»– ύστερα από εντατική επεξεργασία,
διόρθωση και αναθεώρηση των θεμάτων του κατά τις τέσσερις, σχεδόν, δεκαετίες του ώριμου δημιουργικού του
βίου. Τα ποιήματα συνοδεύονται από εκτενή φιλολογικό σχολιασμό, ο οποίος ξεκινά συνήθως από τα ιστορικά
και πραγματολογικά δεδομένα τους, για να καταλήξει σε μία ανοιχτή προς συζήτηση αναγνωστική πρόταση, η
οποία λαμβάνει παράλληλα υπόψη της ορισμένες από τις κύριες ερμηνευτικές κατευθύνσεις της πλούσιας
καβαφικής κριτικής. Με αφετηρία την κατατοπιστική εισαγωγή και τα σχόλια, και με τη συνδρομή της
προτεινόμενης βιβλιογραφίας, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει σε βάθος τα ποιήματα του
Καβάφη, για τα οποία ένας από τους πρώτους κριτικούς του έλεγε ότι απαιτείται «μια ανάλογη με του ποιητή
ευρυμάθεια».
Η περίπλοκη αρχιτεκτονική της καβαφικής ποίησης αποτελεί τον καθρέπτη μιας αντίληψης για την ιστορία:
παρόμοιες συμπεριφορές γύρω από χαρακτήρες που ωθούνται, σε διαφορετικές εποχές, από παρόμοια κίνητρα
και παράλληλα η αίσθηση μιας ιστορικής συνέχειας που παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού με
κέντρο την ποικιλόμορφη περίοδο των ελληνιστικών χρόνων. «Η Ελληνιστική εποχή είναι πιο ανήθικος»
σχολιάζει ο Καβάφης «πιο ελευθέρα, και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπά μου όπως θέλω». Αυτή η
εξοικείωση του Καβάφη με την ιστορία τού επιτρέπει να κινείται με τεράστια άνεση μεταξύ παρελθόντος και
παρόντος, μεταξύ της ελληνιστικής και της σύγχρονης Αλεξάνδρειας, και να προσεγγίζει το ιστορικό παρελθόν
με τον ίδιο ρεαλισμό που βλέπει τη σύγχρονη ζωή γύρω του […]. Είναι άλλωστε σαφές ότι από τις κατηγορίες
των ποιημάτων προβάδισμα έχουν τα ιστορικά: «Εγώ είχα δύο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω
ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα κι είναι πλέον αργά» έλεγε ο ίδιος. Ακόμη και τα ερωτικά του ποιήματα, στη γραφή
των οποίων επέμενε μέχρι και τα τελευταία του χρόνια, θα πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα μιας
«αρχαιολογίας», είτε της Ιστορίας (όπου γίνεται χρήση ιστορικού υλικού) είτε των αισθημάτων και των
αισθήσεων. Εκείνο που δίνει μοναδική συνοχή σε αυτή τη μεγάλη ποιητική σύνθεση είναι η προσήλωση του
Καβάφη στον ελληνικό κόσμο με όρους φυλετικούς και υπερφυλετικούς. Χωρίς να κυλά στον σοβινισμό, ο
Καβάφης ενδιαφέρεται για τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού μέσα στην ιστορία, μαζί με τις προσαρμογές του
προς άλλα πολιτισμικά μορφώματα, από τις οποίες ξεπηδά ένας «ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας», ένας
ελληνισμός του «κράματος». (από την Εισαγωγή)