Μιλήσαμε με τη συγγραφέα και ποιήτρια Καίτη Βασιλάκου με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο της «Το επίμονο φαινόμενο» και τη ρωτήσαμε για τον σκοτεινό κόσμο που ζουν οι ήρωές της και τον προβληματισμό της για το πόσο πραγματικός μπορεί να γίνει, καθώς και για τη δική της στενή σχέση με το διαδίκτυο.

Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου

CultureNow.gr: Στο διήγημα «Έλεγχος πληθυσμού» ο ήρωάς σας, μόλις αποσύρεται από την εργασία λόγω ηλικίας, αρνείται την ευθανασία που του υποδεικνύει η Πολιτεία και επιλέγει να συνεχίζει να ζει με μηδενικούς πόρους. Το μήνυμα είναι η αντίσταση ή το ρίσκο της;

Καίτη Βασιλάκου: Το δίλημμα που τίθεται στο διήγημα είναι, αν θεωρείται η οικονομική ευρωστία μιας κοινωνίας σημαντικότερη από τη ζωή των μελών της κοινωνίας αυτής.

Στα χρόνια της κρίσης που περνάμε έτυχε να ακούσω κάποιες  περίεργες απόψεις,  όπως ότι οι ηλικιωμένοι είναι βάρος για την οικονομία και εμπόδιο για την εξέλιξη των νέων και ότι καλό θα ήταν να μας άδειαζαν τη γωνιά.

Αλλά πώς θα ήταν μια κοινωνία, όπου οι γέροντες ως περιττοί πλέον θα όφειλαν να αποχωρήσουν οικειοθελώς από τη ζωή; Κάποιες πρωτόγονες ομάδες στο μακρινό παρελθόν – δεν ξέρω μήπως και σήμερα συμβαίνει αυτό κάπου μακριά από τον πολιτισμό – εγκατέλειπαν στην τύχη τους τους ηλικιωμένους γονείς τους που πλέον δεν ήταν χρήσιμοι σε τίποτα. Από τις πηγές μαθαίνουμε ότι κατά την αρχαιότητα στην Κω όσοι ήταν πάνω από εξήντα χρονών αυτοκτονούσαν υποχρεωτικά βάσει του νόμου πίνοντας κώνειο. Ο Στράβων αναφέρει παρόμοια έθιμα στη Σαρδηνία και στην Κασπία. Το ίδιο έκαναν και οι Μασσαγέτες Σκύθες.

Στο διήγημα ο κ. Σόρενσον, που υπήρξε ένας υποδειγματικός υπάλληλος, δεν αμφισβήτησε ποτέ το σύστημα. Φαίνεται μάλιστα από τα λεγόμενά του ότι το υποστήριζε όπως και οι περισσότεροι συμπολίτες του εξάλλου. Ωστόσο, όταν συμπληρώνει τα ογδόντα χρόνια ζωής, ανακαλύπτει ότι θέλει να συνεχίσει να ζει, εφόσον μάλιστα η υγεία του είναι σε καλή κατάσταση.  Γράφει λοιπόν στα παλαιά του υποδήματα την κοινωνία και τους νόμους της – και γιατί να μην το κάνει; Στην ηλικία που βρίσκεται δεν ελπίζει και δεν φοβάται τίποτα πια – και ρισκάρει να ζήσει όσα χρόνια τού απομένουν αφήνοντας τη φύση να αποφασίσει πότε θα τον πάρει πίσω.

Εμμέσως βέβαια δηλώνει τη διαφωνία του με την Πολιτεία, αν και αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Εφόσον οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να στηρίζουν ένα τέτοιο σύστημα, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα ανατροπής του.

  

C. N.: Στο βιβλίο αφηγείστε με την ψυχραιμία του ιστορικού ή του ρεπόρτερ, ειδικά στο «Επίμονο Φαινόμενο» όπου η τεράστια οικολογική καταστροφή σήμανε το τέλος του πολιτισμού. Το επιδιώξατε προκειμένου να κρούσετε πιο δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου;     

 

Κ. Β.: Για να είμαι ειλικρινής, τη νουβέλα αυτή την είχα ως προσχέδιο στα συρτάρια μου από τη δεκαετία του ’80, όταν ακόμα η κλιματική αλλαγή δεν μας απασχολούσε καθόλου.

Ο στόχος μου ήταν να καταδείξω πόσο εύθραυστος είναι ο πολιτισμός μας και πώς σε μια ενδεχόμενη μαζική καταστροφή όλη αυτή η τόσο σπουδαία τεχνολογία που έχουμε αναπτύξει θα μας είναι άχρηστη.

Ζούμε σε ένα καθαρά τεχνητό περιβάλλον και η φύση για μας δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ωραίο ντεκόρ για τις διακοπές μας. Αγνοούμε στοιχειώδη πράγματα, όπως πχ πώς να ανάψουμε μια φωτιά. Αναπόφευκτα, όσοι επιζήσουν από μια τέτοια υποθετική καταστροφή, θα επιστρέψουν σε πολύ δύσκολες και πρωτόγονες συνθήκες. Όμως, όσοι γεννηθούν μετά την καταστροφή θα είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο φυσικό τους περιβάλλον.

Η ζωή έχει απίστευτη δύναμη (είναι ένα επίμονο φαινόμενο), αλλά και απίστευτη σκληρότητα για να μπορέσει να διατηρηθεί. Όποιος δεν μπορεί να τα καταφέρει θα πάει στην άκρη. Οι γονείς εδώ, άνθρωποι του πολιτισμού, αποδεικνύονται άχρηστοι κηδεμόνες, εφόσον είναι ανίκανοι να διδάξουν στα παιδιά τους τρόπους επιβίωσης. Το παιχνίδι αντιστρέφεται και τα παιδιά είναι αυτά που έχουν τη χρήσιμη σοφία της πρακτικής ζωής. Αντίθετα η σοφία των γονέων – η γνώση του πολιτισμού – δεν έχει εδώ καμιά χρησιμότητα και κανένα νόημα.

Την ιδέα αυτή τη δούλεψα πάλι πρόσφατα προσθέτοντας τώρα και την πολύ πραγματική πλέον απειλή της κλιματικής αλλαγής. Κάτι που είναι ακόμα φαντασία μάς περιμένει στη γωνία για να υλοποιηθεί. Αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο, ο πολιτισμός μας θα καταρρεύσει και θα αρχίσουμε πάλι από την αρχή το επώδυνο ταξίδι μας στην Ιστορία.

  

C. N.: Στο «Κράτος», το καθεστώς της Δημοκρατίας που αποκαθίσταται έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το πιο συμβατό στην ανθρώπινη φύση πολίτευμα;  

Κ. Β.: Η δημοκρατία δεν είναι το τέλειο πολίτευμα, είναι το λιγότερο κακό. Για να λειτουργήσει σωστά, απαιτεί ωριμότητα και εξοικείωση με τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αν λείπουν αυτά τα δύο, τότε μετατρέπεται σε μια καρικατούρα που εξαπατά το λαό.

Ποιος είναι ο σκοπός της οργανωμένης πολιτείας; Σήμερα όλοι παραδεχόμαστε ότι είναι η αρμονική  συμβίωση των πολιτών, η προστασία τους και η ασφάλειά τους, το όσο το δυνατόν καλύτερο και ποιοτικότερο επίπεδο διαβίωσής τους, η αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης, η προαγωγή των πανανθρώπινων αξιών.

Μια «πεφωτισμένη δεσποτεία», όπως ισχυρίζεται η Ζωή Ιωάννου ότι είναι η δικτατορία που τους κυβερνά, μπορεί να εξασφαλίσει κάποια από αυτά τα αγαθά, αλλά από τη φύση του ένα τέτοιο πολίτευμα δεν μπορεί να δώσει στον πολίτη μερικά άλλα πολύ σημαντικά αγαθά.

Η δημοκρατία πάλι που υποστηρίζει ο Αριστείδης Σταυρόπουλος, χωλαίνει, όταν οι πολίτες καταχρώνται τις ελευθερίες που τους παρέχει αυτό το πολίτευμα και καταλήγουν σε αυθαιρεσίες και αδικίες.

Στο «Κράτος» η ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Σταυρόπουλο και την Ιωάννου κορυφώνεται στον επίλογο της νουβέλας, όταν παραμερίζονται τα γνωστά κλισέ και φτάνουν στην ουσία του θέματος: ποιο πολίτευμα είναι ικανό να δώσει στον πολίτη την ποθητή ευτυχία; Το συμπέρασμα είναι ότι τέτοιο πολίτευμα δεν υπάρχει, αλλά τουλάχιστον η δημοκρατία δεν αφαιρεί την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.

Είναι επομένως η δημοκρατία το πιο συμβατό προς την ανθρώπινη φύση πολίτευμα, εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να ζει, χωρίς να ελπίζει για το καλύτερο. Και η ελπίδα αυτή είναι αρκετή για να τον ωθήσει στη δημιουργία μεγάλων έργων.

C. N.: Η αφήγηση στο «Κράτος» είναι κι ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην αποποίηση της ατομικής και  συλλογικής ευθύνης: αυτό μας «τρώει» περισσότερο στην Ελλάδα;  

Κ. Β.: Στο «Κράτος», σε αντίθεση με τα άλλα δύο αφηγήματα, η ιστορία εξελίσσεται στην Ελλάδα, σε μια Ελλάδα που γνωρίζουμε πολύ καλά.

Κάποια γεγονότα της αφήγησης μάς είναι οικεία, καθώς πήρα εικόνες και ατμόσφαιρα από την πραγματικότητα, από τα χρόνια πριν την επιβολή της χούντας, από τα χρόνια της χούντας και από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Ο Σταυρόπουλος που αναλαμβάνει την ευθύνη να τα βάλει με ένα τυραννικό καθεστώς συμβολίζει μια μειοψηφία Ελλήνων. Η Ιωάννου πάλι αντιπροσωπεύει τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού που χωρίς βαθύτερες ανησυχίες αρκείται να επιβιώνει σε ένα περιβάλλον φαινομενικής ευταξίας.

Το είδαμε αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία στη χώρα μας.

Θα έλεγα ωστόσο ότι έτσι συμβαίνει παντού στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν την ησυχία τους και μολονότι αυτό δεν είναι καθόλου ηρωικό, είναι κατανοήσιμο. Πάλι όμως δεν φτάνουν στην άλλη άκρη, δεν γίνονται καταδότες. Αποποιούνται δηλαδή την ευθύνη, ατομική και συλλογική, αλλά και δεν συνεργάζονται με ένα δικτατορικό καθεστώς. Με άλλα λόγια αποποιούνται κάθε ευθύνη.

Από την άποψη αυτή έχει και η Ζωή Ιωάννου μια τραγικότητα, καθώς είναι ιδεολογικά ταγμένη στο δικτατορικό καθεστώς και αναλαμβάνει την ευθύνη να ξεσκεπάσει την οργάνωση που αγωνίζεται για τη δημοκρατία.

  

C. N.: Η ηρωίδα σας Ζωή Ιωάννου λέει κάπου πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμίζουν με ανούσια ή βαρετά ποστ. Η δική σας σχέση με το διαδίκτυο ποια είναι;       

Κ. Β.: Το διαδίκτυο είναι κατά τη γνώμη μου μία από τις σημαντικότερες εφευρέσεις στην ιστορία του ανθρώπου. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους τόσο άμεσα και τόσο μαζικά, να αποχτήσουν νέους φίλους, να ανταλλάξουν ιδέες, να έχουν εύκολη πρόσβαση στη Γνώση και την Τέχνη, να προωθήσουν τη δουλειά τους. Ποτέ άλλοτε η κοινή γνώμη δεν είχε τόση δύναμη όσο σήμερα μέσω του διαδικτύου. Είναι μια μορφή άμεσης δημοκρατίας.

Βέβαια, όταν όλοι σχεδόν σήμερα έχουμε πρόσβαση στο διαδίκτυο, ο κάθε χρήστης θα ανεβάσει αυτά που του αρέσουν και τον συγκινούν. Έτσι, ανάμεσα στα σημαντικά και τα όμορφα θα δούμε και πολλά σκουπίδια. Εμείς θα επιλέξουμε αυτά που μας ενδιαφέρουν. 

Στο «Κράτος» δίνω έμφαση στα βαρετά και ανούσια ποστ, διότι σε ένα δικτατορικό καθεστώς που ελέγχει και παρακολουθεί τον λόγο των πολιτών, οι χρήστες στρέφονται σε ανώδυνα θέματα για να μη βρουν τον μπελά τους. Περίπου το ίδιο εξάλλου έγινε και επί χούντας, όταν η ύλη των εφημερίδων και περιοδικών ήταν εξαιρετικά ανούσια και βαρετή, ενώ στον κόσμο συνέβαιναν φοβερά γεγονότα.  

Η προσωπική μου σχέση με το διαδίκτυο είναι πάντως πολύ στενή, μέχρις εξαρτήσεως θα έλεγα. Εκτός του ότι είναι πολύτιμο εργαλείο για να προωθήσω το συγγραφικό μου έργο, έχω τη μεγάλη ικανοποίηση να διατηρώ ένα μπλογκ, όπου παραθέτω τις ιδέες και τις απόψεις μου, όλα όσα πριν την εποχή του διαδικτύου στριφογύριζαν στο μυαλό μου, αλλά δεν είχα τρόπο να τα μεταδώσω σε ένα ευρύτερο κοινό. Τώρα με το μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο ανεβάζω τα άρθρα του μπλογκ μου, επικοινωνώ με πολύ κόσμο και χαίρομαι αφάνταστα που με διαβάζουν και με σχολιάζουν.

Έχω επίσης αποκτήσει αρκετούς φίλους, τους οποίους συναντώ στην τρισδιάστατη ζωή και τέλος, πολύ σημαντικό αυτό, σερφάροντας στο διαδίκτυο έχω πολλαπλασιάσει τις γνώσεις μου πάνω στα θέματα που με ενδιαφέρουν.

  

C. N.: Το έργο σας περιλαμβάνει πεζογράφημα, ποίηση και θέατρο. Σε ποιο βαθμό ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προτίμησή σας;       

Κ. Β.: Στο πεζογράφημα, όπως και στο θεατρικό έργο, υπάρχει μια σιγανή εσωτερική φωτιά που καίει συνέχεια επί μέρες, μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο. Στο ποίημα η φωτιά είναι ξαφνική και δυνατή. Μόλις το ποίημα ολοκληρωθεί, η σύντομη αυτή φωτιά σβήνει. Ανάλογα λοιπόν με την ψυχική μου διάθεση, άλλοτε προκύπτει πεζογράφημα και άλλοτε ποίημα. Δεν έχω ωστόσο ιδιαίτερη προτίμηση για το ένα ή το άλλο.

Υπάρχει όμως μια διαφορά ως προς τον κόπο της συγγραφής. Το ποίημα είναι εύκολη γέννα. Σύντομη. Κάποιες φορές επώδυνη αλλά σύντομη. Το πεζογράφημα και το θεατρικό έργο απαιτούν χρόνο και συνεχή προσήλωση στο αντικείμενο.

Και τα τρία όμως είδη έχουν εκ μέρους μου την ίδια αντιμετώπιση: επιστροφή ξανά και ξανά στο κείμενο, διόρθωση, αφαίρεση (πάντα απαραίτητη η αφαίρεση), πρόσθεση και αλλαγή κάποιων λέξεων ή φράσεων.

Και καμιά φορά τα κείμενά μου μού επιφυλάσσουν και την έκπληξη: ένα τέλος που δεν είχα στο μυαλό μου.

  

C. N.: Ποιο είναι το επόμενο συγγραφικό σας πλάνο; 

Κ. Β.: Έχω έτοιμη πολλή δουλειά που αναμένει να εκδοθεί, καθώς γράφω εδώ και πολλά χρόνια, αλλά άρχισα να εκδίδω μόλις τα τελευταία οχτώ.

Υπάρχει ένα ιστορικό μυθιστόρημα σχετικά με τους Γνωστικούς του 4ου αιώνα μ.Χ. και ένα άλλο που θα το αποκαλούσα «αισθησιακό». Μέχρι στιγμής δεν έχω αποφασίσει ποιο από τα δύο θα εκδοθεί πρώτο. Επίσης είναι έτοιμη μια ποιητική συλλογή που περιμένει κι αυτή τη σειρά της.

Το βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου, με τίτλο “Το επίμονο φαινόμενο. Ένα διήγημα και δύο νουβέλες”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Απόπειρα.