Η ποιητική συλλογή, “Καπμή πνοῆς κατέχει κομβική θέση στο ἔργο τοῦ Paul Celan (1920-1970) και ἐγκαινιάζει την ὕστερη περίοδο τῆς ποίησής του. Συγχρόνως συνιστᾶ μια ἀναμέτρηση με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση, ἀλλά και μια ἐπανεξέταση τῆς ἕως τότε ποιητικῆς του. Ὁ ἴδιος σε ἕνα γράμμα προς τη σύζυγό του, τη ζωγράφο και χαράκτρια Gisèle Celan-Lestrange, γράφει: «Εἶναι πράγματι ὅ,τι πιο πυκνο ἔχω γράψει ὣς τώρα, και ὅ,τι πιο εὐρύ».
Ἡ Καμπή πνοῆς περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν ἀπό τον Σεπτέμβριο τοῦ 1963 ἕως τον Σεπτέμβριο τοῦ 1965, ἀλλα δημοσιεύθηκαν ἀργότερα, τον Σεπτέμβριο τοῦ 1967, ἀπό τις ἐκδόσεις Suhrkamp. «Εἶναι μια ἡμερομηνία σημαντική στη ζωή μου, γιατί αὐτό το βιβλίο, ἀπό πολλές ἀπόψεις, και προπαντός ἀπό την ἄποψη τῆς γλώσσας του, σημαδεύει μια καμπή (που εἶναι ἀδύνατο να μην ἀντιληφθοῦν οἱ ἀναγνῶστες)», ἀναφέρει σ’ ἕνα γράμμα προς τον γιό του Eric.
Ἡ ἑλληνική δίγλωσση ἔκδοση περιλαμβάνει, ἐκτός ἀπό τα ὀγδόντα ποιήματα τῆς συλλογῆς, δώδεκα ἀνέκδοτα ποιήματα τῆς ἴδιας περιόδου, τέσσερα ἀπό τα ὁποῖα παρουσιάζονται ἐδῶ για πρώτη φορά διεθνῶς. Σε παράρτημα ἀναπαράγονται τα ὀκτώ χαρακτικά τῆς Gisèle Celan-Lestrange, με τα ὁποῖα συνδιαλέγεται ὁ πρῶτος κύκλος ποιημάτων τῆς συλλογῆς.
«Μόλις δημοσιεύθηκαν τα ὀγδόντα ποιήματα τῆς Atemwende το 1967, ἔγινε ἀμέσως ἀντιληπτό ὅτι μετέβαλαν τον τρόπο με τον ὁποῖο προσλαμβάνεται ἡ ποίηση τόσο δραστικά ὅσο οἱ Ill u m i n a t i o n s τοῦ Rimbaud πριν ἀπό ἕναν σχεδόν αἰώνα. Ἀπό αὐτά γεννήθηκε μια φοβερή ἀκρίβεια. Σύμφωνα με τη διατύπωση τοῦ δυσμετάφραστου τίτλου, ἡ πνοή τῆς γλώσσας, ὁ μύχιος παλμός που διαπλέκει μια γλώσσα με το βιωμένο συγ κείμενο τῆς ἱστορίας και τῆς χρήσης της, σημείωσε καμπή στην κατεύθυνσή της. Και ἀπό τη στροφή αὐτή εἶναι ἀδύνατο να ὑπάρξει πραγματική ἐπιστροφή.» – George Steiner, The Times Literary Supplement
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με απολιθωμένο το ρήμα μὲς στὴ γροθιά, λησμονεῖς ὅτι λησμονεῖς,
στον καρπό τοῦ χεριοῦ κρυσταλλώνονται μαρμαίροντας τα σημεῖα τῆς στίξης,
περνώντας το χτένι σχισμένης γῆς οἱ παύσεις καταφτάνουν καλπάζοντας,
ἐκεῖ, κοντά στη θυομένη βάτο, ὅπου ἡ μνήμη κορώνει, σᾶς ἀναρπάζει το Ἕνα φύσημα. (σ. 137)