«Κανείς δεν άναβε τα φώτα»: Ο μουσικός κόσμος ενός συγγραφέα

Ο Felisberto Hernandez, με το μυθιστόρημα Κανείς δεν άναβε τα φώτα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, κάνει μια βουτιά στην φαντασία των διηγημάτων που δονούνται από το πάθος ενός ανθρώπου που γράφει μουσικά

Αλλοπρόσαλλες εικόνες και εκκεντρικά πρόσωπα, αντικείμενα σε ρόλο ανθρώπων, άνθρωποι που μετατρέπονται σε ζώα και διάφορες άλλες αφηγήσεις με έντονο σουρεαλιστικό χαρακτήρα είναι ο κόσμος που ανοίγεται μπροστά μας μέσα από τις ιστορίες του Ουρουγουανού Ερνάντες. Πρόκειται για έναν συγγραφέα που με το δικό του πολύ προσωπικό ύφος αναβιώνει ιστορίες όπως αυτή του Οβίδιου με τις Μεταμορφώσεις, όπου όλα βαίνουν περίεργα και άνθρωποι και ζώα, πράγματα και πρόσωπα εκτροχιάζονται για χάρη της αφήγησης και της εξιστόρησης. Ο Ερνάντες μας εντάσσει σε ένα περιβάλλον φανταστικό, σε ένα πλαίσιο όπου όλα μοιάζουν με θέατρο σκιών, όπου ο πρωταγωνιστής του, ο ίδιος δηλαδή που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, μας εξιστορεί επεισόδια που θυμίζουν έργο θεατρικό και όχι την πραγματικότητα.

Ένας ταλαιπωρημένος πρίγκιπας του λόγου

Στο επίμετρο η μεταφράστρια Γεωργία Ζακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε και το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο που συνοδεύει τις ιστορίες, παραθέτει γεγονότα της ζωής του συγγραφέα και μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για το πως κατέληξε από πιανίστας συγγραφέας. Αυτό που μαθαίνουμε είναι πως οι στιγμές της όχι και τόσο σταθερής οικονομικής του κατάστασης έθρεψαν τις αφηγήσεις του και οδήγησαν τον συγγραφέα να αντλήσει έμπνευση από τα όσα δραματικά ή και περίεργα του συνέβησαν. Αυτός ο μποέμ τύπος που θυμίζει Μοντιλιάνι, περιφερόταν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να γεμίσει το σακούλι της επιβίωσής του με κάποια λίγα χρήματα που θα του επέτρεπαν και θα του εξασφάλιζαν μια κάποια επιβίωση σε έναν κόσμο όπου ο καλλιτέχνης δεν είχε τα απαραίτητα μέσα να ζήσει πόσο μάλλον να αναγνωριστεί εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Η Γεωργία Ζακοπούλου γράφει στο επίμετρο: “…το έργο του Φελισμπέρτο Ερνάντες χαρακτηρίζεται από μια εκφραστική ενότητα, από έναν κοινό τόνο, ο οποίος ενοποιεί οντότητες κατ’ αρχάς διαφορετικές, τοποθετώντας στο ίδιο επίπεδο τον κόσμο της μυθοπλασίας και το αληθινό σύμπαν. Η ιδιορρυθμία του αυτή, σε συνδυασμό με το απλό λεξιλόγιο και μια σύνταξη που φέρει έντονα τα σημάδια του προφορικού λόγου, προσδίδουν στη γραφή του έναν εξομολογητικό χαρακτήρα, κάτι που σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς θυμίζει τη σχέση ψυχαναλυτή και ψυχαναλυμένου”. Ο Ερνάντες καταφέρνει ακριβώς αυτό το πράγμα, να εξωτερικεύσει τις μύχιες και εσωτερικές του ανησυχίες, να προβάλλει στον καθρέφτη της αφήγησής του την πλούσια ψυχοσύνθεσή του αλλά και τα βιώματά του.

Στα διηγήματά του που έχουν πολλά στοιχεία από διάφορα είδη αφήγησης από το παρελθόν, ο αναγνώστης θα μεταφερθεί σε ένα σύμπαν μοναδικά πλασμένο, σαν εκείνο του Μπορίς Βιάν αλλά εδώ το ονειρικό και φανταστικό συνομιλούν με το γήινο και του πραγματικό μέσα από έναν διάλογο αριστουργηματικά φτιαγμένο με δεξιοτεχνία. Στο άλογο που κάποτε ήταν άνθρωπος μπορεί κανείς να βρει στοιχεία από τον Καναπέ του Μονμπρόν, ένα ιδιαίτερο βιβλίο ερωτικής φύσεως από τον 18ο αιώνα όπου ο άντρας μετατρέπεται σε καναπέ και ακούσει όλες τις συνομιλίες του ιερωμένου με την κυρία. Είναι μια ιστορία με κωμικά στοιχεία, όμοια με αυτήν του Ερνάντες μόνο που ο συγγραφέας εδώ εγκιβωτίζει και στοιχεία από το υποσυνείδητο, δουλεύει εντατικά με την ψυχανάλυση του προσώπου που αναλύει με την γραφή του και αυτό το κάνει ενώπιον του αναγνώστη του και με πλήρη επίγνωση.

Ένας αινιγματικός αλλά και ευρηματικός συγγραφέας

Ο Ερνάντες είναι ένας αφηγητής περίπλοκος αλλά και απλός μαζί, μέσα στις στοές του μυαλού κρύβεται μία ανυπέρβλητη μαγεία και ένας έντονος συναισθηματισμός που τον καταλαβαίνουμε μέσα από το αφηγηματικό παραλήρημα στο οποίο καταφεύγει για να κατευνάσει τις φωνές που έχει μέσα του. Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιεί μας εντάσσει άμεσα στις ιστορίες του, γινόμαστε κοινωνοί της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσής του και οι ιστορίες του μας βοηθάνε να περιδιαβούμε τα σοκάκια του Μοντεβιδέο όπου εξελίσσονται ενώ εκείνος με λυρικότητα και ποιητικότητα ξεδιπλώνει τις λέξεις σαν άμμο πάνω στην θάλασσα της σκέψης του.

Έχει το μαγικό ραβδί να σαγηνεύει με τον αέρινο λόγο του, έναν λόγο που είναι έμφυτος και τον πλημμυρίζει, όπως έμφυτη είναι και η μουσική παιδεία που έλαβε και βρίσκει την ευκαιρία να την μετουσιώσει σε λέξεις μιας και ως πιανίστας δεν κατάφερε να βρει αναγνώριση. Για αυτό και το πιάνο στο διήγημα με την κυρία έχει κύριο λόγο και πρωταγωνιστικό, η μουσική είναι μέρος της ζωής του και δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει χρήση αυτής της αγάπης του. Στην σκοτεινή τραπεζαρία λοιπόν βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει σε ξένο σπίτι και να δώσει ρεσιτάλ πιάνου σε μία άγνωστη κυρία, τα χρήματα δεν τον απασχολούν. Το μόνο που τον απασχολεί είναι να παίζει πιάνο και γράφει: “Ένα από τα οφέλη που είχα αποκομίσει από τη συναυλία μου ήταν ότι έκανα καινούργιες σχέσεις που μου έδιναν τη δυνατότητα να μπαίνω σε άγνωστα σπίτια”.

Τα διηγήματα του Ερνάντες λοιπόν είναι πλούσια σε υλικό και αναμνήσεις, πλούσια σε συναισθήματα, χαρές και πίκρες και παρουσιάζουν έναν άνθρωπο πολύ δημιουργικό, έναν ταλαντούχο και ιδιοφυή δημιουργό και καλλιτέχνη που ήδη από πολύ μικρή ηλικία είχε το θάρρος της γνώμης του και είχε αποφασίσει πως θέλει να αφοσιωθεί στην μουσική. Και επειδή οι λέξεις είναι οι νότες για την λογοτεχνία, η απόσταση ήταν πολύ μικρή για να την διανύσει και εμείς περιχαρείς βρισκόμαστε ενώπιον αυτής της λογοτεχνικής του ευφυΐας. “Από δρόμους πολύ διαφορετικούς, καταλήγω πάντα στις ίδιες αναμνήσεις, που μέρα νύχτα κυλούν στη μνήμη μου σαν τα ποτάμια μιας χώρας. Καμιά φορά τις περιεργάζομαι, και άλλοτε με πλημμυρίζουν”.

Αποσπάσματα από τα διηγήματα

“Πάνε μερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάποτε ήμουν άλογο. Όταν έπεφτε η νύχτα, αυτή η σκέψη μού ξαναρχόταν σαν να επέστρεφε στον στάβλο του σπιτιού μου. Μόλις το ανθρώπινο κορμί μου πλάγιαζε, η αλογίσια μνήμη μου άρχισε να καλπάζει” Από το διήγημα Η γυναίκα που μου έμοιαζε

“Αισθανόμουν υπερήφανος που ήμουν ταξιθέτης, που βρισκόμουν στην πιο φτωχική ταβέρνα και που γνώριζα, εγώ και μόνο εγώ – ούτε καν εκείνη δεν το γνώριζε -, ότι με το φως μου είχα διεισδύσει σ’ έναν κόσμο κλειστό για όλους” Από το διήγημα Ο ταξιθέτης

“Τι άλλο να ζητήσει κανείς από έναν αφηγητή ικανό να παντρεύει το καθημερινό με το εξαιρετικό με τέτοιον τρόπο που να αποδεικνύει ότι μπορούν να είναι ένα και το αυτό;” Χούλιο Κορτάζαρ για τον Ερνάντες


Διαβάστε επίσης:

Felisberto Hernandez – Κανείς δεν άναβε τα φώτα

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ