Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 8 Οκτωβρίου 2015 την ταινία «Κανίβαλοι» (The Green Inferno) του Ιλάι Ροθ.
Ο Ιλάι Ροθ, το σκηνοθετικό μυαλό πίσω από πρωτοποριακές ταινίες όπως το «Cabin Fever» και η σειρά «Hostel», παρουσιάζει μια ανατριχιαστική ταινία τρόμου που θα δοκιμάσει τα όριά σας…
Μια ομάδα φοιτητών ακτιβιστών από τη Νέα Υόρκη, που έχουν μάθει να εξαρτώνται από την τεχνολογία για την κάθε τους ανάγκη, ταξιδεύουν στον Αμαζόνιο για να οργανώσουν τις προσπάθειες προστασίας μιας ιθαγενούς φυλής. Η φυλή απειλείται με εξαφάνιση όταν ανακαλύπτεται πολύτιμο πετρέλαιο στην περιοχή τους και μια πολυεθνική βάζει σκοπό να τους εξοντώσει.
Όμως, το αεροπλάνο που μεταφέρει την ομάδα πέφτει στη ζούγκλα και οι επιζώντες, πλήρως ανήμποροι μακριά από κάθε είδους τεχνολογία, καταλήγουν όμηροι της φυλής που είχαν σκοπό να σώσουν – και τα μέλη της έχουν ιδιαίτερες ορέξεις…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στίβεν Κινγκ: «Οι “Κανίβαλοι” είναι μία ένδοξη αναβίωση των drive-in ταινιών από τα νιάτα μου: αιματοβαμμένο, συγκλονιστικό, δύσκολο να το βλέπεις, αλλά δεν μπορείς να κοιτάξεις αλλού.»
Γυρισμένη εξ ολοκλήρου σε διάφορες τοποθεσίες της Χιλής, του Αμαζονίου στο Περού και της Νέας Υόρκης, η ταινία «Κανίβαλοι» είναι το πολυαναμενόμενο τρίτο κεφάλαιο της «ταξιδιωτικής τριλογίας» του μετρ του σύγχρονου τρόμου, Ιλάι Ροθ, ο οποίος εκτόξευσε την καριέρα του με τις μεγάλες επιτυχίες «Cabin Fever», «Hostel» και της συνέχειάς του, «Hostel: Part II», και έχει έκτοτε εκτελέσει χρέη σεναριογράφου και παραγωγού σε πολλές άλλες ταινίες του είδους.
Ο Ροθ (γνωστός επίσης για την ερμηνεία του στο «Άδωξοι Μπάσταρδη» του φίλου του, Κουέντιν Ταραντίνο) άρχισε να γράφει το σενάριο στις αρχές του 2012, θέλοντας να καυτηριάσει το φαινόμενο του «slacktivism», της ακτιβιστικής δράσης για την καταπολέμηση των παγκόσμιων προβλημάτων αποκλειστικά και μόνο μέσω Διαδικτύου και από την ασφάλεια του σπιτιού σου. «Πίσω του υπάρχουν καλές προθέσεις – το να θες να βοηθήσεις άλλους σε μακρινές γωνιές του πλανήτη», εξηγεί. «Αλλά τελικά είναι περισσότερο ένας τρόπος απλώς για να νιώθεις καλύτερα ο ίδιος».
Βέβαια, πέρα από την καυστική κριτική σε ένα μοναδικό φαινόμενο του 21ου αιώνα, ο βασικός στόχος του Ροθ ήταν πολύ απλούστερος: να μοιραστεί με τους θεατές την αγάπη του για ανατριχιαστικό, αιματοβαμμένο, κινηματογραφικό χάος. «Οι ταινίες τρόμου ήταν το πάθος μου όταν μεγάλωνα, και μου αρέσει πολύ να παρακολουθώ τρομακτικές, αιματηρές ταινίες με τους φίλους μου. Τρελαίνομαι να τρομοκρατώ το κοινό. Όσο τα πράγματα στον κόσμο χειροτερεύουν και οι άνθρωποι νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο πολλών πραγμάτων, χρειάζονται μία διέξοδο, κάπου που επιτρέπεται να εκφράσουν τον φόβο τους. Και τι καλύτερο από το να το βρίσκεις αυτό σε μια ταινία τρόμου;»
Στην καρδιά της ζούγκλας
«Μου άρεσαν φοβερά τα γυρίσματα στη Χιλή», λέει ο Ροθ. «Αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια δημιουργική αναγέννηση εκεί πέρα. Υπάρχει ζωή, ενέργεια, τέχνη, μία απίστευτη μουσική σκηνή, και δεν τα αισθάνεσαι όλα αυτά κάπως “νερωμένα”, παγκοσμιοποιημένα όπως σε τόσες άλλες πόλεις. Υπάρχουν, επίσης, πολλά ταλέντα, μπροστά και πίσω από την κάμερα».
Κατά τη διάρκεια αναζήτησης τοποθεσιών, ο Ροθ και ο παραγωγός Μιγκέλ Ασένσιο συνάντησαν τον παραγωγό του «Ημερολογίου Μοτοσικλέτας», Γκουστάβο Σάντσεζ, για να βρουν το ιδανικό σκηνικό για την δράση της ταινίας. Σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι του ποταμιού Huallaga, ο Ροθ είδε στις όχθες μία καλύβα ντυμένη με χορτάρι, ακριβώς όπως την είχε φανταστεί όταν έγραφε το σενάριο. Αφού κατέβηκαν στην όχθη, μερικοί άνθρωποι βγήκαν από τις καλύβες τους για να τους συναντήσουν. Όταν ο Ροθ και οι συνεργάτες του εξήγησαν ότι αναζητούν τοποθεσίες για τα γυρίσματα μίας ταινίας, οι ντόπιοι τούς σταμάτησαν – δεν ήξεραν τι είναι ταινία. «Αυτή ήταν η εισαγωγή μου στο Callanayacu», λέει γελώντας .
Χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς τρεχούμενο νερό και χωρίς προμήθειες από τον έξω κόσμο, το Callanayacu είναι μια μικρή και απομονωμένη αγροτική κοινότητα που, παρόλ’ αυτά, αγκάλιασε τα γυρίσματα, αφού η πλειοψηφία των κατοίκων ψήφισε να επιτρέψουν την παραγωγή στη γη τους και συμμετείχαν ενεργά ως συνεργείο ή και βοηθητικοί ηθοποιοί. Σε αντάλλαγμα για την βοήθειά τους, η παραγωγή τούς βοήθησε στην βελτίωση των σπιτιών τους, την κατασκευή μιας κουζίνας για το σχολείο και άλλα κατασκευαστικά πρότζεκτ.
Φυσικά, τα γυρίσματα αντιμετώπισαν τεράστιες πρακτικές δυσκολίες, με βασικότερη τις αποστάσεις: καθημερινά το συνεργείο ταξίδευε 2,5 ώρες για να φτάσει στο σημείο των γυρισμάτων, από το οποίο έπρεπε να αποχωρήσει πριν την δύση του ηλίου. Και ακόμη και οι ίδιοι έζησαν αληθινές στιγμές τρόμου, όταν μια πολύωρη, καταρρακτώδης βροχόπτωση φούσκωσε το ποτάμι και έκανε την επιστροφή τους άκρως επικίνδυνη και αγωνιώδη. Ο Ροθ, όμως, ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφασή του να κάνουν τα γυρίσματα στη ζούγκλα του Περού. «Το υλικό είναι καταπληκτικό, δεν θα μπορούσαμε να το έχουμε πουθενά αλλού στον κόσμο. Πήγαμε πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλο κινηματογραφιστή. Εκεί που φτάσαμε δεν είχε τίποτα πέρα από ποτάμι και ζούγκλα. Δεν έχω βιώσει παρόμοια εμπειρία».
Σκηνοθεσία Ίλαϊ Ροθ
Σενάριο Ίλαϊ Ροθ
Γκιγέρμο Αμοέντο
Παραγωγή Ίλαϊ Ροθ
Μιγκέλ Ασένσιο
Μόλι Κόνερς
Νικολάς Λόπεζ
Κρίστοφερ Γούντροου
Ηθοποιοί Λορένζα Ίζο
Άριελ Λέβι
Ντάριλ Σαμπάρα
Κίρμπι Μπλις Μπλάντον
Σκάι Φερέιρα
Μάγκντα Απάνοβιτς
Νικολάς Μαρτίνεζ
Άαρον Μπερνς
Μοντάζ Ερνέστο Ντίαζ Εσπινόζα
Φωτογραφία Αντόνιο Κουερσία
Σκηνικά Φερνάντο Αλέ
Μουσική Μανουέλ Ριβέιρο
Διάρκεια 100’
Διανομή Odeon