«Την πρώτη φορά που είδα τον Λούτσο, δεν εντυπωσιάστηκα. Ψηλός, αδύνατος, με βλέμμα διαισθητικό που παρατηρούσε τα πάντα, είχε έρθει παρέα με τον μεγάλο μου αδελφό. Εγώ καθόμουν στο ολοκαίνουργιο γραφείο μου, δώρο γενεθλίων από τους γονείς μου, και τακτοποιούσα τα χαρτάκια μου, τους πρώτους στίχους που ξεπηδούσαν από την ανυποψίαστη εφηβεία μου. Ο αδελφός μου με χαιρέτησε με τρυφερότητα και μου σύστησε αμέσως τον Λούτσο: ‘‘Από δω ο φίλος μου, ο συγκάτοικός μου στο σπίτι της ποιήτριας Εσίλντα Γκρέβε’’. Του έριξα μια λοξή ματιά για ένα δευτερόλεπτο, του έσφιξα το χέρι σαν να ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις.
‘‘Γράφεις;’’
‘‘Ναι, γράφω.’’
‘‘Τι γράφεις;’’
‘‘Ποίηση γράφω’’, του απάντησα με έπαρση.
Ο αδελφός μου επενέβη βιαστικά για να με πληροφορήσει ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν αληθινό ποιητή. Τον κοίταξα για πρώτη φορά και χαμήλωσα τα μάτια με ταπεινοφροσύνη. Τότε, εκείνος πήρε μολύβι και χαρτί, έγραψε ένα ποίημα και μου το αφιέρωσε. Πρώτο ανάμεσα στα χιλιάδες που θα μου αφιέρωνε αργότερα, προμηνύοντας για μένα μια μοίρα ποιήτριας.»
ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΛΑΜΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»
-Σε ποιο βαθμό η βιογραφία σας επηρεάζει την ποίησή σας;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η βιογραφία μου δε θα με είχε επηρεάσει αν δεν είχα πέσει θύμα της δικτατορίας, κάτι που με ώθησε να θέλω να μιλήσω και για όλα τα άλλα «ανώνυμα» θύματα. Έζησα στο πετσί μου τη φρίκη της δικτατορίας του Πινοτσέτ, σε έναν από τους 1.500 μυστικούς «οίκους» βασανιστηρίων που ήταν σπαρμένοι στη Χιλή, και που έφερε το όνομα Βίλα Γκριμάλντι. Από εκεί πέρασαν περίπου 5.000 άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν πλέον στη θλιβερή κατηγορία των «εξαφανισθέντων κρατουμένων». Η δουλειά ενός ποιητή είναι να αποτελεί μέρος της πραγματικότητας…
-Όταν δεν γράφετε ποίηση, πώς είναι μια καθημερινή σας ημέρα;
Μιας γυναίκας που, απλά, έχει μέσα της πολλή αγάπη και ακολουθεί τη σοφή συμβουλή του ποιητή Σεζάρ Βαγέχο: «Συγύρισε το σπίτι σου, στρώσε το τραπέζι σου και ζήσε γλυκά, εν ονόματι όλων». Κι αυτό, γιατί έφτιαξα τη ζωή που έφτιαξα, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, κι αφού οι εκτελεστές δεν τα κατάφεραν μ’ εμένα, είμαι κι εγώ εδώ. Όρθια.
Κάρμεν Γιάνιες – Πληροφορίες για την ποιήτρια
Η χιλιανή ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες, (Carmen Yañez, 1952, Σαντιάγο) συνελήφθη το 1975 από τους στρατιωτικούς του δικτάτορα Πινοτσέτ, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στον περιώνυμο τόπο μαρτυρίου της Βίγια Γκριμάλντι, για να βρεθεί
ημιθανής σε μια χωματερή του Σαντιάγο. Σύντροφος από τα μετεφηβικά χρόνια του διάσημου αντιστασιακού συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα και μητέρα του πρώτου του παιδιού, ζει στην παρανομία μέχρι το 1981 και σώζεται χάρη στην παρέμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που τη φυγαδεύει μαζί με τον γιο τους στη Σουηδία. Στα λογοτεχνικά περιοδικά της Στοκχόλμης δημοσιεύει τα πρώτα της ποιήματα, μέχρι το 1997 που εγκαταλείπει οριστικά τη Σουηδία για να εγκατασταθεί
στην πόλη Χιχόν της επαρχίας Αστούριας, στη βόρεια Ισπανία, συνεχίζοντας μετά από 22 χρόνια βίαιης διακοπής, την κοινή της ζωή με τον Λουίς Σεπούλβεδα.
Με τα κυριότερα έργα της να έχουν ήδη μεταφραστεί στα ιταλικά και γαλλικά, η Κάρμεν Γιάνιες τιμήθηκε το 2002 με το διεθνές βραβείο ποίησης Nicolás Guillén.
Από τις εκδόσεις opera κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή Το γεωγραφικό πλάτος των ονείρων (2012).