Κάρμεν: η κωμική όπερα του Ζωρζ Μπιζέ από την ΕΛΣ στο Ηρώδειο

Η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είναι η εκρηκτική Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, η οποία θα παρουσιαστεί στις 24, 26, 27, 29 Ιουλίου 2016 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είναι η εκρηκτική Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, η οποία θα παρουσιαστεί στις 24, 26, 27, 29 Ιουλίου 2016 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Η πιο δημοφιλής όπερα του γαλλικού ρεπερτορίου, σύμβολο του έρωτα και της ελευθερίας, θα παρουσιαστεί σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του διακεκριμένου Βρετανού σκηνοθέτη και Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Όπερας του Γκαίτεμποργκ, Στήβεν Λάνγκριτζ.

Μία από τις πλέον εμβληματικές όπερες, η Κάρμεν εξακολουθεί να προκαλεί σήμερα όπως κι όταν πρωτοείδε το φως πριν 141 χρόνια. Μία αντισυμβατική υπόθεση, την οποία εξέφρασε μέσα από την τότε εξίσου αντισυμβατική, σήμερα δημοφιλέστατη μουσική του ο Ζωρζ Μπιζέ. Η φερώνυμη ηρωίδα υπερασπίζεται την ελευθερία της και το δικαίωμα να επιλέγει η ίδια ερωτικούς συντρόφους, όχι να την επιλέγουν αυτοί. Αποτελεί απειλή για κοινωνίες ανδροκρατούμενες και πατριαρχικές. Οι επιλογές της απειλούν τα θεμέλιά τους. Μόνη λύση η εξόντωσή της. Την αναλαμβάνει ο ερωτευμένος και «προδομένος» Δον Χοσέ.

Μοιάζει δύσκολο στην εποχή μας, όπου η Κάρμεν θεωρείται μια εξαιρετικά δημοφιλής όπερα, να αντιληφθούμε πόσο προκλητικό υπήρξε το θέμα της όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1875, αλλά κυρίως πόσο ενόχλησε η μουσική του Ζωρζ Μπιζέ. Σύσσωμος ο τύπος της εποχής έκρινε την υπόθεση του έργου ανήθικη, ενώ για την μουσική υποστηρίχτηκε πως παραήταν εγκεφαλική! Ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι περιθωριακές γυναίκες εμφανίζονταν στη σκηνή, όχι μόνο τραγουδώντας και χορεύοντας προκλητικά, αλλά και καπνίζοντας· η δε κεντρική ηρωίδα παράσερνε στον όλεθρο ένα «καλό παιδί», τον λογοδοσμένο δεκανέα Δον Χοσέ. Αιτία για την θυελλώδη αντίδραση κοινού και τύπου δεν ήταν μονάχα το θέμα και η μουσική της όπερας, αλλά κυρίως ο συνδυασμός ετερόκλητων μουσικών ειδών. Ακριβώς σε αυτόν βρίσκεται η μεγάλη ιστορική σημασία της συγκεκριμένης όπερας. Η Κάρμεν γεφυρώνει δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο ένας αποδίδεται μέσα από συμβατικές συναισθηματικές και κωμικές σκηνές με ενάρετους ήρωες όπως η «αγνή χωριατοπούλα» Μικαέλα και ο Δον Χοσέ. Ο άλλος συμπυκνώνει την κυρίως πλοκή της όπερας και διακρίνεται από ωμό ρεαλισμό, αμοραλισμό που προκαλούσε τα ήθη της εποχής και επίσης χαρακτήρες του περιθωρίου, όπως η πρωταγωνίστρια του έργου και η παρέα της. Ήταν η μουσική αυτού του δεύτερου κόσμου, με έντονα στοιχεία ρεαλισμού αλλά και με άμεσες αναφορές στην παραδοσιακή ισπανική μουσική, που σκανδάλισε το κοινό.

Η επιτυχία της Κάρμεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και για έναν πρόσθετο λόγο: Ήρθε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, σε μία εποχή όπου ήταν έντονη η συζήτηση περί υψηλής και λαϊκής τέχνης. Το ερώτημα που έμπαινε, ήταν αν στην Κάρμεν τα δύο είδη συνδυάζονταν με επιτυχία ή αν ήταν ασύμβατα. Εξαρχής, αρκετοί έκριναν εξαιρετικά προχωρημένο το ρεαλισμό του θέματος και προκλητική πράξη την εισαγωγή λαϊκότροπων σκοπών σε ένα «σοβαρό» μουσικό είδος, όπως η όπερα. Δεν ενοχλούσε το εξωτικό χρώμα που συνεισέφεραν οι «λαϊκές» ισπανότροπες μελωδίες, καθώς το στοιχείο αυτό εντασσόταν ομαλά τόσο στην αισθητική του οριενταλισμού, όσο και στην περιρρέουσα «ισπανική» ατμόσφαιρα του Παρισιού της εποχής. Εκείνο που προκαλούσε αντίδραση ήταν ότι στην Κάρμεν το εξωτικό στοιχείο δεν αποτελεί κομψό διακοσμητικό πλαίσιο, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης. Παίρνει κυρίως τη μορφή χορών και τραγουδιών και αποκαλύπτει το άγχος της εποχής για τη σχέση σώματος και πνεύματος. Σήμερα, η Κάρμεν μπορεί να τοποθετηθεί άφοβα στο ιστορικό της πλαίσιο και να  εκτιμηθεί για την καινοτομία της μουσικοδραματικής της σύλληψης.

Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνση της παραγωγής έχει ο διακεκριμένος αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός.

Στην νέα συναρπαστική παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο διακεκριμένος βρετανός σκηνοθέτης Στήβεν Λάνγκριτζ, παραμένει συνεπής στην ιδεολογία και τα υψηλά ιδανικά της Κάρμεν και τοποθετεί την ιστορία της στην σημερινή Ευρώπη. Ο Λάνγκριτζ, γνωστός μεταξύ άλλων για τις αντισυμβατικές του παραστάσεις στις Βρετανικές φυλακές υψίστης ασφαλείας, εκμεταλλεύεται τον ρεαλισμό της θρυλικής όπερας του Ζωρζ Μπιζέ για να μιλήσει για τα όρια που σήμερα περισσότερο από ποτέ, μας επιβάλλονται από παντού. Τα όρια της ελευθερίας, της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης, της επιβίωσης, της διαφυγής. “Όρια και φτώχεια, ελευθερία και σκλαβιά. Δύσκολο να βρεθούν πιο επίκαιρα θέματα. Η Κάρμεν είναι μία ιστορία για το σήμερα”, σημειώνει ο διάσημος σκηνοθέτης, παραγωγές του οποίου έχουν παρουσιαστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου στο Λονδίνο, τη Λισαβόνα, το Σάλτσμπουργκ, το Τόκιο, το Παρίσι, τη Στοκχόλμη, τη Βιέννη, το Σικάγο, το Όσλο και βεβαίως το Γκέτεμποργκ στην όπερα του οποίου είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής. Παράλληλα με την καριέρα του στην όπερα ο Λάνγκριτζ έχει εργαστεί επισταμένα πάνω στη σχέση του μουσικού θεάτρου με την εκπαίδευση και την κοινωνία σε σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές σε Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Φινλανδία, Σενεγάλη, Νότια Αφρική, Σουηδία, Ιρλανδία και Μεγάλη Βρετανία με ομάδες ερασιτεχνών, ατόμων με ειδικές ανάγκες, ατόμων κοινωνικά αποκλεισμένων. Από τις πιο γνωστές δουλειές του με μη επαγγελματίες ηθοποιούς και τραγουδιστές είναι τα μιούζικαλ West Side Story και Julius Caesar, τα οποία παρουσίασε με φυλακισμένους των Φυλακών Υψίστης Ασφαλείας Bullington και Wandsworth στην Μ. Βρετανία και Mountjoy στην Ιρλανδία, αλλά και το For the Public Good του Orlando Gough το οποίο παρουσίασε με 500 ερασιτέχνες τραγουδιστές στα 100χρονα του θεάτρου Coliseum της Εθνικής Όπερας της Αγγλίας. Αυτή είναι η τρίτη συνεργασία του Λάνγκριτζ με την ΕΛΣ μετά τους Δαιμονισμένους του Βρόντου (2001) και την όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλουκ (2007).

Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο διακεκριμένος Έλληνας σκηνογράφος Γιώργος Σουγλίδης, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Γαλλία. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης υπέγραψε για την ΕΛΣ τα υπέροχα σκηνικά και τα κοστούμια στην παραγωγή Καβαλλερία Ρουστικάνα-Παλιάτσοι στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 2011, αλλά και πιο πρόσφατα στο Έτσι κάνουν όλες του Μότσαρτ στο θέατρο Ολύμπια το φθινόπωρο του 2014. Τις προβολές σχεδιάζει ο Τόμας Μπέργκμαν (Silbersal Film GmbH), τους φωτισμούς ο Τζουζέππε ντι Ιόριο και την κινησιολογία οι Nταν Ο’Νηλ και Φώτης Νικολάου.

Στον ομώνυμο και εξαιρετικά απαιτητικό -σκηνικά και φωνητικά- ρόλο, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει δύο από τις πιο επιτυχημένες Κάρμεν της εποχής μας, την Ρινάτ Σαχάμ και την Ζεραλντίν Σωβέ.

Η Ισραηλινή μέτζο-σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ ερμήνευσε για πρώτη φορά την Κάρμεν το 2004 στο φημισμένο βρετανικό Φεστιβάλ Όπερας του Γκάιντμπορν λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές από τους μουσικοκριτικούς. Έκτοτε έχει παρουσιάσει το συγκεκριμένο ρόλο σε κάθε σημείο της υφηλίου σε Ρώμη, Κατάνια, Βερολίνο, Κολωνία, Αμβούργο, Βιέννη, Λισσαβόνα, Μινεσσότα, Μόντρεαλ, Τελ Αβίβ, Μαϊάμι, Νέα Υόρκη, Νέα Ζηλανδία, Νέα Ορλεάνη, Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Χονγκ Κονγκ, Σάο Πάολο, Σύδνεϋ, σε περιοδεία στην Ιαπωνία κ.ά. Έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μαέστρους όπως ο σερ Σάιμον Ρατλ, ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, ο Θόδωρος Κουρεντζής κ.α., ενώ έχει πρωταγωνιστήσει και σε παραγωγές στην Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στο Σάλτσμπουργκ, στο Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας, στις Βρυξέλλες, στην Στουτγάρδη κ.α. Η Σαχάμ θεωρείται αρχετυπική Κάρμεν στο παγκόσμιο οπερατικό στερέωμα. Ενδεικτικό της επίδρασης της είναι ότι πάνω στην ζωή και την καριέρα της γράφτηκε το θεατρικό έργο Carmen Disruption του Σάιμον Στήβενς, το οποίο με μεγάλη επιτυχία παρουσιάστηκε στην Κολονία και το Λονδίνο. Μάλιστα, ο Γκάρντιαν έγραψε για τη Σαχάμ: “Ο ρόλος του τραγουδιστή παίζεται από την Ισραηλινή μέτζο-σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ ως μια συναρπαστική, μεταμοντέρνα, εκδοχή του εαυτού της, που αντανακλά την εμπειρία της από τον ρόλο της Κάρμεν, τον οποίο έχει ερμηνεύσει επανειλημμένα από άκρη σε άκρη του παγκοσμιοποιημένου μας κόσμου”.

Στην δεύτερη διανομή η Γαλλίδα μέτζο-σοπράνο Ζεραλντίν Σωβέ, η οποία έκανε ιδιαίτερη αίσθηση το 2009 ερμηνεύοντας την Κάρμεν στη Αρένα της Βερόνας σε σκηνοθεσία του Φράνκο Τζεφιρέλλι και με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο στο πόντιουμ. Την αμέσως επόμενη χρονιά με τον γνωστό τενόρο, αυτή τη φορά, στο ρόλο του Δον Χοσέ εμφανίστηκαν με τεράστια επιτυχία στην Όπερα του Τόκιο. Το ντεμπούτο της στην Μετροπόλιταν Όπερα, όπου ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο του Σέστο στη Μεγαλοψυχία του Τίτου του Μότσαρτ, αποθεώθηκε από τους New York Times, έχει επίσης ερμηνεύσει την Κάρμεν στην Εθνική Όπερα της Ουάσιγκτον.

Στο εξαιρετικό καστ της παραγωγής συναντούμε διαπρεπείς Έλληνες και ξένους μονωδούς. Τον ρόλο του Δον Χοσέ, στο πρώτο καστ θα τραγουδήσει ο Ιταλοαμερικάνος τενόρος Λεονάρντο Καπάλμπο, μαθητής της θρυλικής Μέριλυν Χορν, ο οποίος έχει τραγουδήσει Μποέμ στην ΕΛΣ (στην παραγωγή του Γκράχαμ Βικ) και ο οποίος μας έρχεται από την Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, όπου συμμετείχε με τον δικό μας Δημήτρη Πλατανιά στον Ναμπούκο. Στην δεύτερη διανομή ο τενόρος της ΕΛΣ Δημήτρης Πακσόγλου. Τον ρόλο του Εσκαμίγιο θα ερμηνεύσουν εναλλάξ δύο εξαιρετικοί βαρύτονοι της νέας γενιάς, ο διαρκώς ανερχόμενος Διονύσης Σούρμπης και ο Ιταλός Ομάρ Καμάτα. Στον ρόλο της Μικαλέα η Ισπανίδα υψίφωνος Σαϊόα Ερνάντεθ και η νεαρή Άννα Στυλιαννάκη, την οποία απολαύσαμε πρόσφατα στον ρόλο της Μιμής (Μποέμ) στο θέατρο Ολύμπια. Μαζί τους νεότεροι και καταξιωμένοι μονωδοί της ΕΛΣ: Πέτρος Μαγουλάς, Διονύσης Τσαντίνης, Νίκος Κοτενίδης, Μαρία Μητσοπούλου, Μαρία Κόκκα, Ελένη Δάβου, Διαμάντη Κριτσωτάκη, Κωστής Ρασιδάκις, Γιάννης Σελητσανιώτης, Αλέξανδρος Τσιλογιάννης, Χρήστος Κεχρής.

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία, το Μπαλέτο και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής. Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Διεύθυνση παιδικής χορωδίας Μάτα Κατσούλη.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Η Ανδαλουσία του Μπιζέ έχει επινοηθεί, είναι υποθετική, ωστόσο αντανακλά τον κόσμο μας. Η συντριπτική φτώχεια αποτελεί καθημερινότητα για πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, στους οποίους η όπερα Κάρμεν δίνει φωνή. Αυτό υπήρξε ένα ριζοσπαστικό βήμα στην ιστορία της όπερας, αφού αυτή, παραδοσιακά, περιόριζε τους εργαζόμενους και τους φτωχούς σε κωμικούς ρόλους, ενώ κρατούσε τις τραγωδίες για τους θεούς και τους ευγενείς. Αυτό το στοιχείο της Κάρμεν παραμένει ριζοσπαστικό και σήμερα. Η Κάρμεν σέβεται την ανθρωπιά των φτωχών και τους προσφέρει μουσική γεμάτη πάθος, ωραία, ερωτική, εορταστική και τραγική. Υπάρχει θάνατος και απόγνωση, αλλά εξίσου υπάρχουν γιορτές, χοροί και κέφι: το πάθος και το χιούμορ δεν αποτελούν προνόμια των πλουσίων.

Οι άνθρωποι σε αυτό τον επινοημένο κόσμο ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, στα γεμάτα απόγνωση άκρα. Συγκεντρώνουν τα προς το ζην μέσα από σκληρή δουλειά, ή μέσα από το έγκλημα, το εμπόριο του έρωτα, το λαθρεμπόριο, ό,τι προσφέρεται. Γελούν, ξεγελούν, δωροδοκούν, καυγαδίζουν, ερωτεύονται· αισθάνονται ενοχές, υπερηφάνεια, ελπίδα, φόβο… Και κατά έναν τρόπο, επειδή δεν υπάρχει δίχτυ προστασίας, όλα αυτά τα συναισθήματα εντείνονται, ακόμα και εξαγνίζονται.

Όπως γνωρίζουμε, η Κάρμεν ανήκει στη φυλή των Ρομ, είναι Τσιγγάνα, μια ταξιδιώτισσα – επικίνδυνα ξένη και εξωτική. Ο πολιτισμός των Ρομά δεν έχει σύνορα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πνεύμα και τις προθέσεις του, ακόμα και αν η συναλλαγή με τις εθνικές γραφειοκρατίες και τους πολιτισμούς που είναι δεμένοι με έναν τόπο δημιουργεί κάποτε δυσκολίες και τριβές. Η Κάρμεν αποτελεί πρότυπο αυτής της ριζοσπαστικής ελευθερίας. Οι άνδρες τη θεωρούν παράλογα, απίστευτα ελκυστική. Όμως εκείνη είναι κάτι περισσότερο από ένα αντικείμενο του πόθου. Είναι ένα πραγματικό πρόσωπο. Το παρελθόν της μοιάζει χαοτικό, ασταθές, βυθισμένο στην εξαθλίωση. Όμως, όπως ο καθένας, πρέπει να φάει και να κερδίσει χρήματα. Για ποιόν άλλο λόγο να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς, κάνοντας εξευτελιστική εργασία; Αγαπούμε την Κάρμεν για τη ζωντάνια της, για το θάρρος της· για την άρνησή της να συμβιβαστεί με τη ζωή και τον έρωτα· πάνω απ’ όλα για την επιμονή της να διεκδικεί το δικαίωμά της στην απόλυτη προσωπική ελευθερία και για την αφοβία της μπροστά στο θάνατο.

Όρια και φτώχεια, ελευθερία και σκλαβιά. Δύσκολο να βρεθούν πιο επίκαιρα θέματα. Η Κάρμεν είναι μία ιστορία για το σήμερα.

Στήβεν Λάνγκριτζ

Η Κάρμεν με μια ματιά

Ο συνθέτης  / O Γάλλος συνθέτης Zωρζ Mπιζέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1838 και πέθανε στο Mπουζιβάλ, κοντά στο Παρίσι, το 1875. Πρώτος του μουσικοδιδάσκαλος υπήρξε ο πατέρας του, καθηγητής τραγουδιού. Αργότερα, στο Ωδείο του Παρισιού, μαθήτευσε πλάι στον Ζακ Φρομαντάλ Αλεβύ, συνθέτη της όπερας Η Εβραία, του οποίου την κόρη παντρεύτηκε το 1869. Εκτός ωδείου μελέτησε με τον Σαρλ Γκουνό, που άσκησε βαθιά επιρροή στο έργο του. Το  1857, όταν ο Μπιζέ κέρδισε το περίφημο μεγάλο Βραβείο της Ρώμης, είχε ήδη συνθέσει την αξιόλογη Συμφωνία σε ντο μείζονα, η οποία ακούστηκε για πρώτη φορά μόλις το 1935. Επιστρέφοντας από τη Βίλα των Μεδίκων στο Παρίσι, έπρεπε να φροντίσει τα ισχνά του οικονομικά. Η όπερά του Αλιείς μαργαριταριών (1863) δεν σημείωσε την αναμενόμενη επιτυχία. Μετά το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870) διορίστηκε διευθυντής χορωδίας στην παρισινή Όπερα, αλλά προτίμησε τη θέση του κορεπετίτορα –υπευθύνου μουσικής προετοιμασίας μονωδών– στην Κωμική Όπερα. Το 1872 γνώρισε την πρώτη μεγάλη επιτυχία χάρη στη μουσική που σύνθεσε για θεατρικό βασισμένο στο μυθιστόρημα Η Αρλεζιάννα του Αλφόνς Ντωντέ. Τον Μάρτιο του 1875 έζησε την ταραχώδη πρεμιέρα της Κάρμεν, δεν χάρηκε όμως την τεράστια καταξίωση του έργου, αφού πέθανε μόλις λίγους μήνες μετά, σε ηλικία 36 ετών.

Το έργο  / Σε ποιητικό κείμενο του Ανρί Μεγιάκ (1831-1897) και του Λυντοβίκ Αλεβύ (1834-1908), η Κάρμεν βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα (1845) του Προσπέρ Μεριμέ (1803-1870). Ο γαλλικός όρος «opéra comique» δεν υπαινίσσεται κωμικά στοιχεία, αλλά αφορά χαρακτηριστικά δομής και αισθητικής, όπως οι διάλογοι πρόζας. Το 1875, με αφορμή την παρουσίαση της Κάρμεν στη Βιέννη, ο Ερνέστ Γκυρώ (1837-1892) τους αντικατέστησε με μελοποιημένους διαλόγους – ρετσιτατίβα. επίσης, πρόσθεσε σκηνές χορού δανειζόμενος μουσική από τη σουίτα Η Αρλεζιάννα και από την όπερα Η ωραία κόρη του Περθ του Μπιζέ. Αρχικά η όπερα σχεδιάστηκε ως τρίπρακτη ενώ στη συνέχεια η β’ σκηνή της Γ΄ Πράξης αυτονομήθηκε, αποτελώντας την Δ΄ Πράξη.

Η Κάρμεν, μια Τσιγγάνα, εργάζεται σε ένα καπνεργοστάσιο στη Σεβίλλη, φρουρούμενο από στρατιώτες. Βρίσκεται κατηγορούμενη όταν αρνείται ν’ απολογηθεί για έναν καβγά στον υπολοχαγό της φρουράς. Αποπλανεί το δεκανέα που θα την οδηγούσε στη φυλακή: τον Δον Χοσέ, λογοδοσμένο με τη χωρική Μικαέλα. Αφήνει την Κάρμεν να δραπετεύσει και καταλήγει ο ίδιος στη φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται, η Κάρμεν τον πείθει να λιποτακτήσει, καθώς μόλις συγκρούστηκε με τον υπολοχαγό του. Μπορεί να φανεί χρήσιμος στους λαθρεμπόρους συνεργούς της. Γρήγορα όμως τον βαριέται και ερωτεύεται έναν ταυρομάχο, τον Εσκαμίγιο. Στο βουνό, κρησφύγετο των λαθρεμπόρων, εμφανίζονται την ίδια νύχτα ο Εσκαμίγιο, αναζητώντας την Κάρμεν, και η Μικαέλα, που λέει στον Δον Χοσέ ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη. Ο Δον Χοσέ προειδοποιεί την Κάρμεν πως θα συναντηθούν πάλι. Αργότερα την εντοπίζει στις πύλες της αρένας. Την παρακαλεί να φύγουν μαζί. Όταν εκείνη τον απορρίπτει ευθέως, ο Δον Χοσέ τη μαχαιρώνει και παραδίδεται στις αρχές.

Πρεμιέρες / Η Κάρμεν δόθηκε για πρώτη φορά στην Αίθουσα Φαβάρ του Παρισιού από το θίασο της Κωμικής Όπερας στις 3 Μαρτίου 1875. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η Σελεστίν Γκαλλί-Μαριέ. Για την καταξίωση της όπερας σημαντική υπήρξε η παραγωγή της Βιέννης τον Οκτώβριο του 1875.

Στην Ελλάδα μία από τις πρώτες παραστάσεις της όπερας φαίνεται πως δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πατρών κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1900/1. Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η Κάρμεν εντάχτηκε την περίοδο 1941/2, με την Κίτσα Δαμασιώτη στον κεντρικό ρόλο. Διεύθυνε ο Αντίοχος Ευαγγελάτος.

Συντελεστές:

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Στήβεν Λάνγκριτζ
Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης

Βίντεο: Silbersalz Film GmbH – Τόμας Μπέργκμαν
Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο

Κινησιολογία: Nταν Ο’Νηλ, Φώτης Νικολάου

Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Μάτα Κατσούλη


Kάρμεν: Ρινάτ Σαχάμ (24, 26/7), Ζεραλντίν Σωβέ (27, 29/7)
Δον Χοσέ: Λεονάρντο Καπάλμπο (24, 26/7), Δημήτρης Πακσόγλου (27, 29/7)
Εσκαμίγιο: Διονύσης Σούρμπης (24, 26/7), Ομάρ Καμάτα (27, 29/7)
Μικαέλα: Σαϊόα Ερνάντεθ (24, 26/7), Άννα Στυλιανάκη (27, 29/7)
Θουνίγα: Πέτρος Μαγουλάς
Μοράλες: Διονύσης Τσαντίνης (24, 26/7), Νίκος Κοτενίδης (27, 29/7) 
Φρασκίτα: Μαρία Μητσοπούλου (24, 26/7), Μαρία Κόκκα (27, 29/7)
Μερθέδες: Ελένη Δάβου (24, 26/7), Διαμάντη Κριτσωτάκη (27, 29/7)
Ντανκάιρε: Κωστής Ρασιδάκις (24, 26/7), Γιάννης Σελητσανιώτης (27, 29/7)
Ρεμεντάδο: Αλέξανδρος Τσιλογιάννης (24, 26/7) , Χρήστος Κεχρής (27, 29/7) 

Μπαλέτο:

Γυναίκες: Κλεοπάτρα Ανερούσου, Αθηνά Βρούβα, Ελένη Κλάδου, Ελευθερία Στάμου  
Άνδρες: Φώτης Διαμαντόπουλος, Μπλέντι Λατίφι, Πέτρος Κουρουπάκης, Εσμεράλντο Μπίτρο, Ιλίρ Σίπρι

Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής αποστολής της

Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016 μπορείτε να δείτε εδώ.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ