Σκοτώθηκε στις 4 Ιανουαρίου του 1960, στο διασημότερο αυτοκινητικό δυστύχημα στην Ιστορία της λογοτεχνίας, αφήνοντας πίσω του εκατόν σαράντα τέσσερις πυκνογραμμένες σελίδες ενός μυθιστορήματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στην εσωτερική τσέπη του παλτού του βρέθηκε ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο του τρένου που αν το είχε πάρει θα του είχε σώσει τη ζωή. Ήταν μόλις 47 ετών και τρία χρόνια νωρίτερα είχε κατακτήσει το περίοπτο βραβείο Νόμπελ.
Σε μια από τις λιγοστές κινηματογραφημένες συνεντεύξεις του θεάται να παρακολουθεί ποδόσφαιρο σπάζοντας πασατέμπο. Όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτά για την ύψιστη διάκριση απαντά: «Υποθέτω ότι με την απονομή αυτή η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει ότι το λογοτεχνικό πρόσωπο της Γαλλίας είναι πιο νεανικό απ’ όσο φαντάζεται ο κόσμος». Ένα μεγάλο μέρος της μοχθηρής Παρισινής διανόησης αντίθετα είδε το Νόμπελ στον Καμύ «ως την ταφόπλακα σ’ ένα πρόωρα ωριμασμένο ταλέντο».
Μοιράστηκε τη ζωή του με δύο συζύγους, δύο παιδιά, με τα βιβλία του και τις ερωμένες, με το θέατρο και τη δημοσιογραφία, με τον αγώνα και τα ιδανικά του αλλά και με την απειλή της φυματίωσης. Ερωτοτρόπησε δια βίου με το παράλογο, την εξέγερση αλλά και την αγάπη αλλά και με την ιδέα της αυτοκτονίας, κι όσες φορές βρέθηκε σε αδιέξοδο, αναζήτησε νοερά ή πραγματικά μια μεσογειακή παραλία μες στο καταμεσήμερο. Εγκαινίασε τη λογοτεχνική του δόξα με τρεις απλές φράσεις: «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χτες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο». Το μυθιστόρημά του ο Ξένος διαβάστηκε έκτοτε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.