«Μέσα μου έχω έναν αχινό, που συνεχώς ζητάει φαγητό»
Ένας αχινός είναι μέσα στην Κατερίνα και τ’ αγκάθια του δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Ένας αχινός είναι μέσα στην Κατερίνα και δεν την αφήνει να χαρεί τα δώρα της ζωής.
Είναι πολύ δύσκολο να ξεγυμνώνεις ψυχικά και συναισθηματικά δύο ιστορίες, μία δική σου και μία του πιο κοντινού και αγαπημένου σου ανθρώπου. Η αρχή τους περικλείει ένα τέλος: εκείνο που η ίδια η μητέρα του συγγραφέα πόθησε όσο τίποτα άλλο όσο ζούσε. Η κλειστοφοβική σκηνή στο ξεκίνημα περιγράφει την ένταση του θανάτου την ώρα που αντηχεί ξανά και ξανά η φράση «ο γιος μου ο γιος μου», ενδεικτική της άνευ όρων και ορίων λατρείας ανάμεσα στον συγγραφέα και τη μητέρα του.
Η Κατερίνα πρωτοσυνάντησε το θηρίο της διπολικής διαταραχής πολύ νωρίς, κάπου κοντά στην εφηβεία. Θα ακολουθήσουν πολλά μαύρα πρωινά με τα σεντόνια βαριά σαν λαμαρίνες, με εμμονές, φάρμακα και απόπειρες αυτοκτονίας αλλά και χρόνια φωτεινά, γεμάτα στοργή και χιούμορ, με τον Τάσο της και τον Πέτρο της. Τριάντα πέντε χρόνια πάλης και τελική εκούσια ήττα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Αύγουστος Κορτώ χρωστά το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο στο «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ ενώ, όπως λέει ο ίδιος, με το βιβλίο αυτό ένιωσε ότι ξόφλησε με το πένθος κι εξιλεώθηκε ως γιος. Μέσα από το κείμενό του το οποίο περιέχει (αυτο)βιογραφικά στοιχεία, αναδύεται καταλυτική η μητρική μορφή και ο σαρωτικός ρόλος της στη ζωή του αλλά και στη ζωή όσων ήταν γύρω της.
Η ώριμη σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη προσεγγίζει το κείμενο με ευαισθησία και ειλικρίνεια χωρίς διάθεση ούτε να λογοκρίνει ούτε να δικαιολογήσει, αλλά να κατανοήσει και να συμπονέσει. Ολόκληρο το έργο αφήνει την αίσθηση μιας έντονης ανάγκης για λύτρωση. Το φως ενός απλού φακού τσέπης ζωντανεύει τις σκηνές και πάλλεται στον ρυθμό των στίχων. Είναι φορές που η σκιά της Κατερίνας γίνεται θεόρατη και μοιάζει να την καταπίνει στο συμπαγές μαύρο της. Η περιγραφή του χαμού της αγέννητης κόρης είναι από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές, αλλά και η πιο απότομη καταβύθιση στην κατάθλιψη.
Η Λένα Παπαληγούρα καταφέρνει να σηκώσει το βάρος του πολύ δύσκολου κεντρικού ρόλου με τις ισχυρές και ακραίες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Μεγάλος σύμμαχος αποδεικνύεται η μεστή φωνή της στην οποία αλλάζει χρώμα σχεδόν σε κάθε λέξη. Σκυφτή στην υπομανία της, με τρεμάμενη ανάσα, βαθιά και αργή φωνή, κουβαλά μέσα της όλο το βάσανο του θανάτου που δεν έρχεται. Γεμάτη σπιρτάδα στην εναισθησία της, μιλά γρήγορα, ακατάπαυστα και με δουλεμένη άρθρωση περιγράφοντας τα γεγονότα. «Κι αν είμαι σχιζοφρενής, que sera sera…»
Το αυτοσαρκαστικό χιούμορ και η φυσική παρουσία του σκηνοθέτη καθώς και του Λόλεκ με τις μουσικές του παρεμβάσεις αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα και δίνουν κατά κάποιο τρόπο κουράγιο στους θεατές για να αντέξουν τη συνέχεια. Οι εναλλαγές μονολόγου, μουσικών διαλειμμάτων και ανάγνωσης από το βιβλίο εμπλουτίζουν σκηνοθετικά την παράσταση.
Ναι, για την Κατερίνα το «τρελαίνομαι» ήταν πιο φρικτό από το «πεθαίνω». Ναι, μπορεί να μην κατάφερε να πάρει την αγάπη που ήθελε ή που άξιζε, κατάφερε όμως να γίνει μια φυσαλίδα τρυφερότητας – όπως κάθε άνθρωπος που έχει πονέσει πολύ – κι εκεί μέσα να κλείσει όσους αγαπούσε.
Η Κατερίνα του Αύγουστου Κορτώ ξαναβγαίνει από το βιβλίο και παρουσιάζεται στο Νέο Θέατρο Βασιλάκου