Ο Γρηγόρης Βαλτινός και ο Γιάννης Σαρακατσάνης στο Ιλίσια Βολανάκης δίνουν πνοή σε ένα έργο με τεράστια δυναμική. Παράλληλα, ο ταλαντούχος Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί αυτό το θεατρικό που είναι πραγματική ιστορία και ανεβαίνει για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή. Η πολύ καλή απόδοση ανήκει στον ίδιο και τον Γρηγόρη Βαλτινό.

Συγγραφείς του best seller είναι οι Jeffrey Hatcher και Mitch Albom, η αρχική μετάφραση ανήκει στο Ζαφείρη Χαϊτίδη, τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Γιάννης Μουρίκης, τα κοστούμια φρόντισε ο Γιώργος Σεγρεδάκης και τους φωτισμούς ο Νίκος Βλασσόπουλος.

Το έργο αφορά στην προσωπική ιστορία του διάσημου καθηγητή Κοινωνιολογίας Morris Schwartz που κατάφερε, ενώ βίωνε μια πολύ επικίνδυνη αρρώστια, να επηρεάσει θετικά πολλούς ανθρώπους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η σχέση του Αμερικάνου σημαντικού εκπαιδευτικού με ένα φοιτητή του, τον Μιτς, σηματοδοτεί την ανάγκη της επικοινωνίας με γνώμονα τη διαρκή αμφισβήτηση και την αναζήτηση του «μεγάλου» και του «αληθινού». Ένας ατελείωτος μαραθώνιος υπαρξιακού προβληματισμού, ενώνει τις ζωές τους, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν το νόημα της ζωής.

Κοιτώντας κατάματα τα στερεότυπα και τις κοινωνικές συμβάσεις, ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο με πολλές συνιστώσες. Αυτή η «μαγιά» τους εξελίσσει με στόχο πάντα την αυτοβελτίωση και με λειτουργικό μέσο την αγάπη κερδίζουν την αυτοεκτίμησή τους. Έτσι βλέπουμε να αναδύονται αισθήματα του «ανήκειν» και κάποιοι βαθμοί ενηλικίωσης, χρήσιμα στοιχεία για την πίστη στον εαυτό, ως προίκα και όχι ως ναρκισσισμός. Πολύ δυνατά συναισθήματα, ερωτήματα και προσδοκίες, βρίσκουν σημείο αναφοράς την αγάπη, η οποία με τη σειρά της γίνεται μοχλός αυτογνωσίας.

Ο σκηνοθέτης εμπνέεται από την αληθινή διάσταση της ιστορίας και με σεβασμό στο κείμενο, υμνεί το ιδανικό της ζωής και την πίστη στον άνθρωπο. Η σκηνοθετική δομή κινείται πάνω στον άξονα της παρατήρησης της εσωτερικότητας της ύπαρξης, εστιάζοντας στο όποιο αυθεντικό της ανήκει. Έτσι ο θεατής μπορεί να εισχωρήσει σε βαθιά ψυχικά στρώματα και να ανακαλύψει το ψεύτικο που υπάρχει στο «επιφανειακό». Και όλα αυτά μέσα σε λιτό / απέριττο σκηνικό και ένα δραματικό σύμπαν, διανθισμένο με γέλιο, μουσική, χορό και τρυφερές εικόνες. Όπλα του Νικορέστη Χανιωτάκη το αξιόλογο κείμενο με τις εναλλαγές του σε ψυχοπνευματικό επίπεδο, ικανές να πλουτίσουν το θεματικό κέντρο. Κάνει σωστή διαχείριση του υλικού που διαθέτει και μεταδίδει τα μηνύματα με αβίαστο τρόπο, πράγμα που δείχνει την αξιοσύνη του νεαρού σκηνοθέτη.

Οι υπέροχες, πολυδιάστατες ερμηνείες των ηρώων ανεβάζουν τον πήχη της συγκεκριμένης θεατρικής δημιουργίας που παραδίδει μαθήματα ζωής. Στο στόχαστρο οι προθέσεις και τα κίνητρα κάθε συμπεριφοράς, η λίγο ή περισσότερο αλαζονική στάση στα πράγματα και το κυνήγι του χρήματος. Απέναντι σε αυτά ο Μόρι προτάσσει την καταλυτική δύναμη της αγάπης και της αγκαλιάς με το μότο : «Το να αγαπάς είναι ο σκοπός και όχι να αγαπάς με σκοπό».

Ο Γρηγόρης Βαλτινός υπέρμαχος της προσωπικής εξέλιξης υποδύεται τον καθηγητή που «προκαλεί» τον ανήσυχο φοιτητή του να ανακαλύψει τον εαυτό του. Του φανερώνει άλλοτε με γλυκό ή χιουμοριστικό τρόπο και άλλοτε με αιχμηρό ή αφοπλιστικά κυνικό, πώς αποκτάται η αυτοσυνειδησία. Έτσι γίνεται κατανοητό στο φοιτητή ότι η γνώση και η σοφία είναι προϊόντα του πόνου, των προσωπικών αναμετρήσεων και των δυσκολιών. Ο ρόλος του Μόρι πολυεπίπεδος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του σπουδαίου ηθοποιού μας, αποδεικνύει την ευρεία γκάμα της υποκριτικής του δεξιότητας. Άμεσος, συνετός, συγκινητικός και εύστοχος, σμιλεύει το χαρακτήρα με διάφανη πλαστικότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στις αδυναμίες και τα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Η όλη του παρουσία εκπέμπει ήθος και πνευματικότητα.

Ο Γιάννης Σαρακατσάνης παίζει πειστικά και με πάθος τον φιλόδοξο Μιτς που αναπτύσσει στο πανεπιστήμιο φιλική σχέση με τον κοινωνιολόγο Μόρι. Τον θαυμάζει, επικοινωνούν, μοιράζονται απόψεις και όνειρα και τον θεωρεί κατά κάποιο τρόπο μέντορά του. Ερμηνεύει με σκηνική δεινότητα και ρεαλισμό όλες τις συναισθηματικές κλιμακώσεις / μεταπτώσεις του προσώπου που υποδύεται.

Η επικοινωνία των δύο πάνω στο σανίδι είναι ιδιαίτερα πετυχημένη, καθώς υποστηρίζουν το δραματουργικό βάθος με σεβασμό και ακεραιότητα. Έτσι νιώθουμε να μεταδίδουν με απίστευτη ροή τη λάμψη της συνεργασίας τους, στο κοινό.Όσο προχωράει η σχέση τους, παγιώνονται οι αύρες τους, έτσι ώστε η αλληλοκατανόηση και το ειλικρινές μοίρασμα της αγάπης να ενισχύουν την αίσθηση της πληρότητας. Μια πληρότητα που ξεπερνά το φόβο και την οδύνη του θανάτου, εξασφαλίζοντας ηρεμία και αξιοπρέπεια στο τελικό ταξίδι της ζωής, για τον Μόρι.

Επιβεβαιώνεται η καταλυτική επίδραση της ειλικρίνειας / καθαρότητας στις διαπροσωπικές επαφές και η σχέση της με το χρόνο. «Όταν μια σχέση είναι αληθινή, ξεπερνάει τα όρια του χρόνου» ( Morris Schwartz). Αλλά και ο Μιτς αντιλαμβάνεται πως ο κορυφαίος στόχος της ύπαρξης, είναι το να έχεις την ευκαιρία να μεγαλώνεις μέσα σε πράγματα και ανθρώπους που αγαπάς. Ασπάζεται τη συχνότατη ατάκα του καθηγητή / φίλου του: «Ανάμεσα στην αγκαλιά και σε κάτι άλλο, να διαλέγεις πάντα την αγκαλιά».

«Κάθε Τρίτη με το Μόρι», μία καθηλωτική παράσταση, μία «συνάντηση» με πλούσιο δούναι και λαβείν και από τις δύο πλευρές, με κωμικό ύφος σε πολλά σημεία. Μία άτυπη, αλλά καθόλα αυθόρμητη και ουσιαστική ψυχοθεραπευτική διαδικασία, μία ενθουσιώδης πορεία ανέλιξης, αυτοπροσδιορισμού και ωριμότητας.Ένα θεατρικό πείραμα ανίχνευσης του τόσο περίπλοκου «μέσα» μας, που αξίζει να το γευτεί ο σύγχρονος πολίτης για να δικαιώσει και τον όρο Άνθρωπος.


Διαβάστε επίσης:

Κάθε Τρίτη με τον Μόρι, στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκης