Σε μια μακρινή πόλη της Χιλής τη δεκαετία του ’60, ένα μικρό κορίτσι με απαράμιλλη ικανότητα αφήγησης γίνεται το μοναδικό μέσο πρόσβασης στο σινεμά για μια ολόκληρη κοινότητα. Η Αφηγήτρια ταινιών, βασισμένη στο έργο του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ, ζωντανεύει στη σκηνή του Bios, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μάγιας Πολιτάκη, με την Κάτια Γέρου στην ερμηνεία. Ένα ταξίδι στην τέχνη της αφήγησης, στη δύναμη των εικόνων και στην ανάγκη των ανθρώπων να μοιράζονται ιστορίες, όταν η ίδια η ζωή τους τις στερεί.

***

-Κάπου είχα ακούσει πως ο ιδανικός αφηγητής είναι ο ηλικιωμένος, και ο ναυτικός, μιας και μέσα από τις ιστορίες τους «ταξιδεύεις» είτε σε άγνωστες εποχές, είτε σε άγνωστα μέρη. Τι καθιστά τη Μαρία-Μαργαρίτα ιδανική αφηγήτρια;

Για τους ηλικιωμένους και τους ναυτικούς καταλαβαίνω απολύτως αυτό που λέτε και συμφωνώ. Νομίζω όμως ότι η αφήγηση πάει πιο μακριά απ’ αυτό. Δύο μικρές ιστορίες θα σας πω.

Η πρώτη: Ο δίχρονος γιος της σκηνοθέτιδας και αγαπημένης φίλης πια, της Μάγιας Πολιτάκη, όταν κάποιος του διηγείται ένα παραμύθι, σηκώνει το σεντόνι κάτω από το οποίο βρίσκεται το αγαπημένο του παιχνίδι, χώνει μέσα το κεφάλι του και κάτι μουρμουρίζει. Μετά αναδύεται από το σεντόνι και συνεχίζει να ακούει το παραμύθι. Κι όταν τον ρωτάν τι μουρμουρίζει απαντάει ευθαρσώς: «λέω το παραμύθι στο αρκουδάκι για να το μάθει κι αυτό», εδώ αγγίζεται μία παγκόσμια χορδή, όπως θα ‘λεγε και ο Letelier, «αυτό που άκουσα θέλω να το μοιραστώ, να το αναμεταδώσω, δεν θέλω να το κρατήσω μόνο για τον εαυτό μου»

Η δεύτερη: γύρω στα δεκάξι μου χρόνια ταξίδευα με τους γονείς μου αργά το βράδυ, επιστρέφοντας μ’ ένα λεωφορείο στην Αθήνα. Μες στο σκοτάδι βλέπαμε φωτάκια να λαμπυρίζουν, από χωριά και κωμοπόλεις που περνούσαμε, και τότε ευχήθηκα μέσα μου: «Αχ, και να μπορούσα να πετάξω μέχρι τα παράθυρα των σπιτιών αυτών, και να βλέπω τι γίνεται εκεί μέσα! Να βλέπω ανθρώπους να ετοιμάζουνε το βραδινό φαγητό τους, να αγκαλιάζονται, να μιλάνε, μακάρι να μπορούσα όλα αυτά να τα δω και να τα ακούσω». Με μια έννοια, το επάγγελμα του ηθοποιού, που ακολούθησα, μου έδωσε πρόσβαση σ ’αυτήν τη νεανική μου επιθυμία, να παρακολουθώ τις ζωές των άλλων.

Εν κατακλείδι: απ’ όταν φοράμε πάνα-βρακάκι και μασουλάμε μια πιπίλα, μέχρι τη μεγάλη ηλικία, που μπορεί να χρειαζόμαστε μπαστούνι, ένα πράγμα μας συνδέει δυνατά: η αφήγηση, το παραμύθι, οι ζωές των άλλων. Η Μαρία -Μαργαρίτα είχε αυτή τη βουλιμία, εξ’ ού και υπήρξε σπουδαία αφηγήτρια.

-Άρα συνεχίζει να υπάρχει αυτή η ανάγκη να «ξεφύγουμε» μέσα από αφηγήσεις, και κυρίως να τις μοιραζόμαστε; Πιστεύετε πως η σημερινή εποχή μας επιτρέπει να αφιερωθούμε έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μια ιστορία μαζί με άλλους;

Υπάρχει πάντα και για πάντα. Γιατί η ζωή είναι μικρή -κάποιες λίγες δεκαετίες αν είμαστε τυχεροί. Και ζούμε αναγκαστικά εγκλωβισμένοι μέσα στη μία και μοναδική μας ζωή. Τι να προλάβεις να μάθεις, να μοιραστείς; Νομίζω ότι η θλίψη για το μικρό «προσδόκιμο» απαλύνεται μόνο αν το απλώσεις, το ανοίξεις. Και πώς γίνεται; Μέσα από τις ιστορίες και τις δικές σου, αλλά και των άλλων.

Η εποχή μας με το φρενήρη της ρυθμό μπορεί να μη μας το επιτρέπει, αλλά εμείς πάντα βρίσκουμε τρόπους. Αλλιώς η ψυχή μας μαραζώνει.

Μάγια Πολιτάκη (Σκηνοθεσία – Κινησιολογία) & Κάτια Γέρου (Ερμηνεία) σε πρόβα της παράστασης

-Το βιβλίο του Hernán Rivera Letelier, στο όποιο βασίζεται η παράσταση, έχει γίνει ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό. Έχετε εικόνα αν οι περισσότεροι που έρχονται στο bios υπήρξαν πρώτα αναγνώστες αυτού;

Δεν έχω εικόνα, αλλά απ’ όσο έχω καταλάβει σίγουρα κάποιοι είναι. Το βιβλίο αυτό είναι ιδιαίτερα αγαπητό.

-Εσείς τι μπορείτε να μας μεταφέρετε από τη δική σας πρώτη επαφή με το έργο;

Το διάβασα πριν πέντε χρόνια. Άρχισα να το χαρίζω σε φίλους. Μαγεύτηκα. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και απλώς μαγεύτηκα. Δεν έζησα σε έρημο, όπως η ηρωίδα η Μαρία-Μαργαρίτα, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στο Αγρίνιο έζησα. Και τι μ’ αυτό; Άπειρα ήταν τα κοινά σημεία.

-Το κείμενο ανήκει σε Χιλιανό, ενώ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη από τον Δανό σκηνοθέτη Lone Scherfig. Σε μια συνέντευξή του ο Letelier είχε αναφέρει: «Νομίζω ότι είναι ένα παγκόσμιο θέμα. Το να είσαι κορίτσι, η αγάπη για τις ταινίες… είναι μια παγκόσμια εμπειρία. Γι’ αυτό αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους αυτή η ιστορία».

Κάποιοι θεατές με ρώτησαν στις πρώτες παραστάσεις: «Γυναίκα έγραψε το έργο;» – και να η απάντηση: η φράση του Letelier, που αναφέρατε, δεν την ήξερα: «Το να είσαι κορίτσι είναι μια παγκόσμια εμπειρία»…Όχι, άνδρας το έγραψε. Ευφυής εις το έπακρον!

Α. Το να είσαι γυναίκα και μάλιστα σε αντίξοες εποχές και συνθήκες, είναι ένας «άγνωστος πλανήτης», κακοτράχαλος και βίαιος.

Αν λοιπόν μια γυναίκα όπως η αφηγήτρια, καταφέρει να δημιουργήσει ομορφιά μέσα από τα σκουπίδια, όπου ζει, (η έρημος Ατακάμα, η πατρίδα της Μαρίας-Μαργαρίτας είναι à propos η “σκουπιδού” του πλανήτη, νεκροταφείο αυτοκινήτων και σάπιων υφασμάτων) ναι αυτό είναι υπέρβαση, είναι παγκόσμια εμπειρία.

Β. Η «αγάπη για τις ταινίες είναι μια παγκόσμια εμπειρία», ολόσωστο και αυτό. Με λίγα χρήματα έχεις πρόσβαση και σερφάρεις στην ομορφιά του κόσμου, δεν είναι και λίγο.

Λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση, βλέποντας το πρώτο βίντεο του φίλου σκηνοθέτη Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, συγκινούμαι μέχρι δακρύων βλέποντας την Μέριλιν, τον Τσάπλιν, τη Τζούντη Γκάρλαντ… αυτό εννοώ όταν λέω σερφάρισμα στην ομορφιά του κόσμου.

Όταν τραγουδώ στην παράσταση το τραγούδι Βιολετέρα, έρχονται οι συνομήλικοι μου και ξέρουν τα λόγια απ’ έξω, σε χωριά και κωμοπόλεις ζούσαμε, αλλά αυτό το τραγούδι ήταν για τους πιτσιρικάδες, που ήμασταν τότε, εθνικός ύμνος.

-Εγώ, λόγω της έντονης σύνδεσης της ιστορίας με την έρημο Ατακάμα της Χιλής, αρκετά αυθαίρετα την έχω συνδέσει με ένα άλλο τραγούδι, «Τα ήσυχα βράδια» της Αρλέτας. 

Ο συνειρμός που κάνατε μου αρέσει πάρα πολύ. Με τίποτε δεν θα το ‘χα σκεφτεί από μόνη μου. Η φράση «και δεν θα μου λείπεις γιατί θα ‘ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου που θα σ’ ακολουθεί» είναι ατόφια η ηρωίδα μας, η Μαρία-Μαργαρίτα. Κουβαλάει τα πάντα στη μνήμη της, αυτό είναι το δυνατό της σημείο, η μνήμη της, η διατήρηση της μνήμης. Κουβαλάει τους ζωντανού της και τους πεθαμένους της, κουβαλάει την ιστορία της πατρίδας της και την άγρια ομορφιά της αφιλόξενης ερήμου όπου γεννήθηκε. Τίποτα δεν πετάει, σε τίποτα δεν βάζει Χ, η ψυχή της τραγουδάει πάντα ένα αιώνιο τραγούδι. Μου αρέσει πολύ η σκέψη που είχατε.

-Ποιες υπήρξαν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που συναντήσατε στο συγκεκριμένο ανέβασμα;

Να μην «παίζω» να «είμαι», αυτό προσωπικά για μένα ισχύει απ’ όταν ήμουν νέα ηθοποιός για κάθε θεατρικό ανέβασμα, αλλά εδώ ήταν επείγον. Ήταν μονόδρομος.

-Για κλείσιμο, θέλετε να αφιερώσετε μια ατάκα από την παράσταση στους αναγνώστες/αναγνώστριες του CultureNow;

«Σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες… Όλοι θέλουν να ξεφύγουν απ’ αυτό το πικρό τίποτα, που είναι η πραγματικότητα»…

***

«Αφηγήτρια ταινιών» στο Bios
Κάθε Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή
Ώρα έναρξης: 21.00

Photo Credit: Γιώργος Βέργαδος

Διαβάστε επίσης: 

Αφηγήτρια ταινιών, του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ σε σκηνοθεσία Μάγιας Πολιτάκη στο Bios