H Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την GNO TV

Η GNO TV, η νέα διαδικτυακή τηλεόραση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ξεκινά στις 25 Νοεμβρίου 2020 με την πρώτη διαδικτυακή προβολή της σπαρακτικής Μαντάμα Μπαττερφλάι, με τη διεθνώς καταξιωμένη υψίφωνο Ερμονέλα Γιάχο στον ρόλο του τίτλου. Η GNO TV –η πλήρης λειτουργία της οποίας θα είναι στον αέρα τον ερχόμενο Ιανουάριο– υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Οι αναγνώστες του CultureNow θα έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε διαγωνισμό για την απόκτηση κωδικού δωρεάν προβολής της μοναδικής αυτής παράστασης. Ο/η νικητής/τρια θα ανακοινωθεί το αργότερο στις 25/11 και θα λάβει αναλυτικές πληροφορίες μέσω email.

Η GNO TV αποτελεί έναν νέο άξονα προγραμματισμού της ΕΛΣ και στόχο έχει να διαδώσει το καλλιτεχνικό έργο του μοναδικού ελληνικού λυρικού θεάτρου στα πέρατα του κόσμου, διευρύνοντας την έννοια της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας. Αν και η GNO TV κάνει την πρεμιέρα της εντός της πανδημίας και σε μια εποχή που οι παραστάσεις της ΕΛΣ έχουν ανασταλεί, εντούτοις η νέα αυτή υπηρεσία δεν είναι απλώς μια απάντηση στον κορονοϊό, αλλά η ψηφιακή μετάβαση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μια εποχή με διαφορετικές ανάγκες και νέα δεδομένα. Η GNO TV στοχεύει στο να προσελκύσει κοινό σε όλο τον κόσμο, δεδομένου ότι η καλλιτεχνική ταυτότητα της ΕΛΣ και η ποιότητα των παραγωγών της μπορούν να σταθούν επάξια στην παγκόσμια διαδικτυακή αγορά του λυρικού θεάτρου.

Η έναρξη της δοκιμαστικής λειτουργίας της GNO TV γίνεται με τη μετάδοση της Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι. Ήταν η πρώτη όπερα που ανέβασε η ΕΛΣ στην ιστορία της –το 1940– και είναι η πρώτη όπερα που θα εγκαινιάσει την GNO TV, τη νέα ψηφιακή σκηνή της ΕΛΣ. Από τις 25 Νοεμβρίου 2020, η Μαντάμα Μπαττερφλάι θα είναι διαθέσιμη μέσω του nationalopera.gr/GNOTV στο κοινό εντός και εκτός Ελλάδος με εισιτήριο μόλις 10 ευρώ. Η μαγνητοσκόπηση της παραγωγής έγινε με οκτακάμερο σύστημα τελευταίας τεχνολογίας και ειδική κινηματογραφική σκηνοθεσία, προκειμένου να προσφέρει μια υψηλή εμπειρία θέασης και ακρόασης στον θεατή. Η παράσταση θα παρουσιαστεί με δυνατότητα επιλογής υποτίτλων σε ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά.

Ο Λουκάς Καρυτινός υπογράφει τη μουσική διεύθυνση και ο Ούγκο ντε Άνα τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Στον ρόλο του τίτλου η σπαρακτική Ερμονέλα Γιάχο και μαζί της στους βασικούς ρόλους οι Τζανλούκα Τερρανόβα, Διονύσης Σούρμπης, Χρυσάνθη Σπιτάδη κ.ά. Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ. Τον σχεδιασμό προβολών υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma SRL, τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι, και τη διεύθυνση χορωδίας ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.

Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι

Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ανάγει την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ηρώδειο, και τώρα αναβιώνει σε μια νέα εκδοχή, υπογράφει ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή με παραδοσιακά γιαπωνέζικα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά και οι προβολές εικονοποιούν με εντυπωσιακό τρόπο τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου από τη μια και τον ψυχισμό της ηρωίδας από την άλλη. Τις προβολές υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι, ενώ τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι.

Ερμονέλα Γιάχο

Η Ερμονέλα Γιάχο, η οποία γεννήθηκε στην Αλβανία και κατοικεί στη Νέα Υόρκη, έχει χαρακτηριστεί από τον Economist «η πιο φημισμένη σοπράνο στον κόσμο». Είναι διάσημη για τις μοναδικές ερμηνείες της και την ταύτισή της με τις ηρωίδες που ερμηνεύει. Εμφανίζεται στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, από την Αμερική και την Αυστραλία έως την Ευρώπη και την Ασία, ενώ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους μονωδούς, σκηνοθέτες και μαέστρους. Ειδικά για την ερμηνεία της στη Μαντάμα Μπαττερφλάι οι κριτικές που έχουν γραφτεί είναι αποθεωτικές, με αποκορύφωμα τον Independent, που έγραψε για την ερμηνεία της Γιάχο στο Κόβεντ Γκάρντεν ότι «είναι η καλύτερη Μπαττερφλάι που έχει δει το Λονδίνο εδώ και χρόνια».

Ο συνθέτης

O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926).

Το έργο

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιερ Λοτί.

Πρεμιέρες

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.

Α΄ Πράξη

Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». Ο Πίνκερτον πληροφορεί τον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση.

Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με τον σύζυγό της στον κήπο.

Β΄ Πράξη

Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά τον γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει τον γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα.

Ξημερώνει και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την Αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και τον γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.


Διαβάστε επίσης:

GNO TV: Η νέα διαδικτυακή τηλεόραση από την Εθνική Λυρική Σκηνή