Στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων με θέμα τον «ξένο» το Βρυσάκι παρουσιάζει κινηματογραφικές προβολές Ελλήνων σκηνοθετών από το

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011.

Kινηματογραφική Λέσχη

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011 στις 20:00
Mirupafshim θα πει… καλή αντάμωση (1997)

Σενάριο-Σκηνοθεσία-Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας
Ερμηνείες: Άκης Σακελλάριου, Myzafer Et\’hem Zifla, Armando Dauti, Laert Vasili, Margarita
Xhepa, Kadri Roshi, Karafil Shena, Kastriot Hasa, Artan Ago, Δήμητρα Χατούπη, Γιάννης Χριστογιάννης, Αλέξης Δαμιανός, Σοφία Ολυμπίου, Μηνάς Χατζησάββας
Δ/νση φωτογραφίας: Κωστής Γκίκας
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Διάρκεια: 122 λεπτά

Εξαιτίας ενός ρατσιστικού επεισοδίου σ’ ένα λεωφορείο, ένας Έλληνας εκπαιδευτικός, ο Χρήστος (Άκης Σακελλαρίου) θα συναντηθεί με μια παρέα Αλβανών λαθρομεταναστών. Ο Έλληνας έχει επιλέξει μια ζωή αμφισβήτησης και συνέπειας των αριστερών ιδεών του, ενώ οι Αλβανοί πρέπει πρώτα απ’ όλα να επιβιώσουν εντός ενός εχθρικού περιβάλλοντος και παράλληλα ν’ αποκτήσουν χαρτί άδειας παραμονής και άδειας εργασίας. Ανάμεσα στις δύο πλευρές αναπτύσσονται έντονοι δεσμοί φιλίας, τα όρια της οποίας θα αποκαλυφθούν, όταν πραγματοποιήσουν από κοινού ένα ταξίδι στην Αλβανία.

Mirupafshim θα πει… καλή αντάμωση• μια λέξη που χαρακτηρίζει τόσο το καλοσώρισμα όσο και τον αποχαιρετισμό, μια λέξη που η νοσταλγία της τρέφει το μέλλον. Η συνάντηση του Έλληνα εκπαιδευτικού με τον αλβανικό κόσμο έρχεται μέσα από μια αυθόρμητη εκδήλωση υπεράσπισής τους, ενώ η διείσδυση του μέσα στο κοινωνικό χώρο του «γοητευτικού ξένου» θα αναγεννήσει κομμάτια του εαυτού του που ο ίδιος είχε ιδεολογικά απωθήσει φιλολογώντας για την αμελητέα επιρροή πάνω στο συμπαγή ψυχισμό του. ΄Ετσι η  επαφή του με την αλβανική εμπειρία κάθε άλλο παρά εξωτικό χαρακτήρα θα έχει: θα συντελέσει σε μια κατάλυση απόψεων, καθιστώντας  τη σχέση του με τους ανθρώπους ενός φαινομενικά άλλου πολιτισμού βιωματική, ενώ η βαθιά γνωριμία και εξοικείωση με το εθνογραφικό τους πλαίσιο θα αναδεύσει την προσωπική του μνήμη και θα αναζωπυρώσει το σημάδι τη στιγμή του μαρκαρίσματος του.

Ακολουθώντας τα χνάρια του  Ταξιδιού στην Ιταλία (1954) του Roberto Rossellini, που άλλαξε ριζικά την αισθαντικότητα της κινηματογραφικής γραφής, το mirupafshim (ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν Ταξίδι στην Αλβανία) είναι κι αυτό μια διπλή ταινία που ανήκει όπως και όλες –οι δυστυχώς ελάχιστες– των δημιουργών της στο φαινομενολογικό κινηματογράφο: ένα έργο που γράφεται σε πρώτο επίπεδο με τον κεντρικό χαρακτήρα και σε δεύτερο επίπεδο με αυτά που αντανακλούν οι καταστάσεις-γεγονότα πάνω στον ίδιο και συντελούν στη διαφοροποίησή του• με τη μόνη διαφορά πως εδώ δεν πρόκειται για μια σειρά από γεγονότα αλλά για μια ομάδα ανθρώπων. Έτσι τα φαινόμενα εδώ αντικαθίστανται από τη βιωματική αμεσότητα μιας σχέσης με ανθρώπους που λειτουργούν ως ένα σαρωτικό κύμα εμπειρίας. Τις κορυφώσεις αυτής της ταινίας μπορεί κανείς να τις συναντήσει στο βλέμμα του κεντρικού χαρακτήρα, στο άνοιγμα του σ’ ένα άλλο κόσμο που η τριβή μαζί του, η ειλικρινής προσπάθεια κατανόησης του θα τον οδηγήσει σε μια ωριμότητα (στο θαύμα) την οποία θα έχει κατακτήσει ερήμην του, μα επίσης και στη πολυσύνθετη σκιαγράφηση των αλβανικών χαρακτήρων. Πρόκειται για ένα κινηματογράφο λειτουργίας των προσώπων, για μια εσωτερική ταινία με διαφοροποιημένη φωτογένεια από τις άλλες  αντίστοιχες ελληνικές. (κείμενα: Μάριος Παπαγεωργίου)

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011 στις 20:00
Ακαδημία Πλάτωνος (2009)

Σενάριο: Αλέξης Καρδαράς, Φίλιππος Τσίτος
Σκηνοθεσία: Φίλιππος Τσίτος
Ερμηνείες: Αντώνης Καφετζόπουλος, Anastas Kozdine, Τιτίκα Σαριγκούλη, Γιώργος Σουξές, Κώστας Κορωναίος, Παναγιώτης Σταματάκης, Μαρία Ζορμπά
Δ/νση φωτογραφίας: Πολυδεύκης Κιρλίδης
Πρωτότυπη μουσική: Enstro
Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής
Διάρκεια: 104 λεπτά

Ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) είναι ένας ψιλικατζής που συγκεντρώνει πάνω του πολλά ερωτηματικά σχετικά με την ταυτότητά του: η γυναίκα του (Μαρία Ζορμπά) τον έχει εγκαταλείψει και αρνείται να επιστρέψει,  η μητέρα του (Τιτίκα Σαριγκούλη) έχει πάθει ήδη ένα εγκεφαλικό και είναι αναγκασμένος να την προσέχει επί 24ώρου βάσεως, ενώ παράλληλα υποφέρει κι από μία παράξενη ανησυχία, η οποία μεταφράζεται σε αθεράπευτη αϋπνία. Τα βράδια χτυπά συχνά το κουδούνι της πρώην γυναίκας του προκειμένου να τη μεταπείσει να γυρίσει κοντά του, ενώ τα πρωινά περνάει την ώρα του παρέα με τους τρεις φίλους του, οι οποίοι κι αυτοί είναι ιδιοκτήτες γειτονικών ψιλικατζίδικων. Αργόσχολοι και οι τέσσερεις, αρέσκονται στο χόμπι του σχολιασμού και του μετρήματος των Κινέζων οι οποίοι στήνουν το δικό τους μαγαζί στη γειτονιά. Το μέτρημα δεν έχει τελειωμό, μια και οι Κινέζοι φαίνονται να πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα.

Ρατσιστές από συνήθεια παρά από θέση,  η ξενοφοβία τους βρίσκει την εξειδίκευση της στους Αλβανούς και τότε το μέτρημα των Κινέζων διακόπτεται όταν ο σκύλος ενός από την παρέα, εκπαιδευμένος στην αναγνώριση της αλβανικής μυρωδιάς, γαβγίσει. Μια μέρα πέφτει στοίχημα για το αν όντως ο σκύλος γαβγίζει μόνο γιατί «δεν πάει» τους Αλβανούς περαστικούς ή γιατί πεθαίνει της πείνας. Ένας-ένας φοβισμένος πλησιάζει το σκύλο μέχρι που έρχεται η σειρά του Σταύρου, ο οποίος αναπάντεχα προκαλεί το γάβγισμά του. Πιο δίπλα τελικά έχει πλησιάσει ένας Αλβανός. Το γεγονός αγνοείται έως ότου μια μέρα ο Αλβανός θ’ αναγνωρίσει στο πρόσωπο της μάνας του Σταύρου τη δικιά του χαμένη μητέρα και η τελευταία από σχεδόν αμίλητη που ήταν, ξαφνικά θα συνέλθει και θα την πιάσει αλβανική λογοδιάρροια…

Ο Φίλιππος Τσίτος ρίχνει μια χιουμοριστική ματιά πάνω σ’ ένα θέμα που όλοι οι  κινηματογραφιστές εν Ελλάδει το έχουν αντιμετωπίσει μέσα από το είδος του δράματος: τη ξενοφοβία. Ωστόσο είναι πολύ σοβαρός στην αντιμετώπισή του κι αυτό κάνει την ταινία να μετράει. Η Ακαδημία Πλάτωνος διαθέτει μια «χειροποίητη» κινηματογραφική αισθητική που κάνει το ιδιάζων παραξένισμα των χαρακτήρων να μην αποκόπτεται της πραγματικότητας –να μην αποτελούν, δηλαδή, οι χαρακτήρες ούτε καν ανεστίαστες από το καθημερινό  μάτι εξαιρέσεις– αλλά, αντιθέτως, να είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ο φακός της κάμερας τούς εντόπισε και ενδιαφέρθηκε να σκοπεύσει πάνω τους, ακολουθώντας τους πέρα από την όψης της κοινής θέας και καταγράφοντας με το μικρόφωνο τις συνομιλίες τους. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως «η αίσθηση της τέλειας συνέχειας εξασφαλίζει στην ταινία την τέλεια ψευδαίσθηση.»

Έτσι η αποσπασματικότητα του χιούμορ, που διαθέτει η αργόσχολη ζωή και παρατήρηση των τεσσάρων ψιλικατζίδων, απομακρύνει το δραματουργικό ύφος από μια σπονδυλωτή αφήγηση –έστω και ιδιότυπης μορφής– λόγω της ανάμιξής του με το δράμα, το οποίο αποδιδόμενο με μια συγκινητική προσέγγιση της ιδιαιτερότητας του κεντρικού χαρακτήρα, και πάντα στα σωστά σημεία και στις σωστές δόσεις, σπάει τις σύνηθες εκφράσεις των προσώπων, προσφέροντας πάντα χώρο σε μια διαρκώς αναδύουσα γλυκόπικρη ατμόσφαιρα.. Το ιδανικό βλέμμα του Καφετζόπουλου από τη μια και η απολαυστική κινηματογράφηση του Τσίτου από την άλλη αποτελούν τους πόλους της ελκυστικής ωριμότητας αυτής της ιστορίας.

(κείμενα: Μάριος Παπαγεωργίου)
 

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011 στις 21:00
…λιποτάκτης (το βασίλειο των περιστεριών)-(1988)

Σενάριο-Σκηνοθεσία-Μοντάζ: Γιώργος Κόρρας, Χρήστος Βούπουρας
Ερμηνείες: Στέλιος Μάινας, Λεωνίδας Νομικός, Τούλα Σταθοπούλου, Στέλιος Παύλου
Δ/νση φωτογραφίας: Ανδρέας Μπέλλης
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Διάρκεια: 117 λεπτά

Ένας ευαίσθητος και συνεσταλμένος νεαρός από το αθηναϊκό άστυ, ο Χρήστος (Στέλιος Μάινας), έχοντας βοηθήσει ένα φίλο του επαρχιώτη –σωστό αγρίμι– με καταπιεσμένα συναισθήματα, τον Μανώλη (Λεωνίδας Νομικός),  να πάρει αναβολή από το στρατιωτικό δικαστήριο για την εκδίκαση της τρίτης κατά σειράς λιποταξίας του, φτάνουν μαζί στο χωριό της γενέτειρας του τελευταίου, λίγο πιο έξω από τη λουτρόπολη της Θερμής. Πλατωνικά ερωτευμένος με τον Μανώλη και μαγεμένος από ένα κόσμο που είδε για πρώτη φορά και που δε θα μπορέσει να γίνει ποτέ δικός του, ο Χρήστος θα βυθιστεί με το βλέμμα του παραγκωνίζοντας συμμετέχοντα –δηλ. του παρατηρητή– μέσα στον τρόπο ζωής της επαρχιακής λουτρόπολης και της περιφερειακής εμβέλειας του Δήμου της: παρατήρηση χωρίς περιττές δραματοποιήσεις των κοινωνικών παραμέτρων και όχι συμμετοχή  μέσα στις διαστάσεις ενός περιβάλλοντος που νεκρώνεται από την ασφυξία των θεσμών του. Ξένος μέσα σε μια αθέατη πλευρά της ίδιας της χώρας του, αρχικά θα βρεθεί στο περιθώριο μέχρι στο τέλος να εξοβελιστεί παντελώς από την ίδια την αφορμή που τον παρέσυρε σε αυτό το ταξίδι, τον Μανώλη, ο οποίος από φερόμενος «επαναστάτης χωρίς αιτία» θα φτάσει στο τέλος να αφομοιωθεί από την ασπλαχνία της επαρχίας.

Σε κάποια στιγμή της ταινίας, ο Χρήστος λέει «Μου ’ρχεται να τους χαστουκίσω όλους. Πόσο κατανοητοί μου φαίνονται οι φόνοι στην επαρχία.» Η κατανόηση ενός φόνου συνετέλεσε στην πρώτη κινηματογραφική αποτύπωση ενός δράματος εκτυλισσόμενου μέσα στα όρια της επαρχιακής κλειστής κοινωνίας, όταν ο Κώστας Μανουσάκης, εν έτει 1966, με ουσιαστική τολμηρότητα σκηνοθέτησε την τραγική ιστορία του Φόβου που οδηγεί στο έγκλημα κι έπειτα μάταια προσπαθεί να το καλύψει. Ένας εκ των πρωταγωνιστών ήταν ο Αλέξης Δαμιανός που την ίδια χρονιά, με το Μέχρι το πλοίο κινηματογράφησε τον ξεριζωμό των επαρχιωτών από τον τόπο τους, την κάθοδό τους προς την Αθήνα και τη μετανάστευση τους σε εξωτερικούς τόπους, ενώ το 1971, πάλι ο ίδιος ο Δαμιανός μύρισε το αίμα της αρχαίας τραγωδίας που έρεε μέσα στην ρυμοτομία των επαρχιών που είχαν ξεκινήσει να αστικοποιούνται και μας πρόσφερε την κινηματογραφική θυσία της Ευδοκίας. Δεκαεπτά χρόνια μετά, το δίδυμο Γιώργος Κόρρας-Χρήστος Βούπουρας κατέγραψαν με τον παλμογράφο της κινηματογραφικής τους ευαισθησίας τις τελευταίες ανάσες της επαρχίας πριν την οριστική ισοπέδωση της. Μέσα από την ενδελεχή έρευνα των δημιουργών της ταινίας, οι χαρακτήρες της ταινίας δεν μπορούν να θεωρηθούν απλώς αληθοφανείς, αλλά άκρως χειροπιαστοί.

Η βαθιά αγωνία της ματιάς των Κόρρα και Βούπουρα τόσο πάνω στο θέμα όσο και στο χειρισμό πραγμάτευσής του πέρα από την ψυχογραφική παρατήρηση της μέσω του χαρακτήρα του Χρήστου αποτελεί και τον πιο αυθεντικό φορέα μνήμης μιας εποχής που όπως πολύ καίρια έχει επισημάνει και ο αρθρογράφος, λογοτέχνης, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Χρήστος Βακαλόπουλος, σε μια συνέντευξή του τον Μάρτιο του 1990 «αν σε δέκα χρόνια πει κάποιος “πώς ήταν η Ελλάδα επί ΠΑΣΟΚ”, για παράδειγμα, τι θα του δείξεις; Μια εφημερίδα της εποχής ή ένα δελτίο ειδήσεων; Εγώ θα του έδειχνα το Λιποτάκτη, την ταινία των Κόρρα-Βούπουρα και, νομίζω, ότι θα είχα καθαρίσει…. Το Λιποτάκτη, βέβαια, τον είδαν 5.000 άτομα όταν προβλήθηκε. Αλλά σε είκοσι χρόνια αυτή η ταινία θ’ αποκτήσει τρομερή αξία, είμαι σίγουρος».

(κείμενα: Μάριος Παπαγεωργίου)

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011 στις 20:00
Από την άκρη της πόλης (1998)

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
Ερμηνείες: Στάθης Παπαδόπουλος, Κώστας Κοτσιανίδης, Παναγιώτης Χαρτοματζίδης, Δημήτρης Παπουλίδης, Θεοδώρα Τζήμου
Δ/νση φωτογραφίας: Γιώργος Αργυροηλιόπουλος
Μουσική: Άκης Δαούτης
Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Διάρκεια: 90 λεπτά

Μια παρέα Ρωσσοπόντιων έφηβων μεταναστών από το Καζακστάν (Έλληνες ομογενείς) κατοικούν μαζί με τους γονείς τους στα υποβαθμισμένα προάστια της Αθήνας  που οριοθετούν την«άκρη της πόλης», όπου μόνο εκεί τόσο οι ίδιοι όσο και οι γονείς τους θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Οι γονείς ως γαλουχητές των παιδιών τους ψάχνουν τους νόμιμους τρόπους για να μπορέσουν οι οικογένειες τους να ορθοποδήσουν. Τα –μόλις όμως μια ανάσα πριν την ενηλικίωση– παιδιά τους είναι «ιπτάμενα»: περιτριγυρίζουν στο μουντό, στενό, άχαρο περιβάλλον της ακρό-πολης  που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν χωρίς να ξέρουν καλά-καλά το γιατί, κι από εκεί, πνιγμένοι, εφορμούν στο κέντρο των πραγμάτων, διεκδικώντας τη θέση των ονείρων τους μέσα στη μεγάλη πόλη.

Τους λείπουν τα μέσα και γι’ αυτό δοκιμάζονται αρχικά στα ηλιοκαμμένα μεροκάματα της οικοδομής, κι αργότερα στις κλοπές, την πορνεία και την προστασία. Μέσα στη ζωή τους είναι και οι ναρκωτικές ουσίες ως συναισθηματικό καταφύγιο και παραισθητική διέξοδος. Τα όνειρά τους ασφυκτικά συνωστισμένα θα στραγγίξουν τις ζωές τους, με αποτέλεσμα ο χαμηλός ορίζοντας τους να χαμηλώσει ακόμα περισσότερο• τόσο που σαν αυτόνομη σκιά θα ξεγλιστρήσει και θα φύγει.

Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, ήδη από την πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία του, διαλέγει τη θεματική πορεία της προβληματικής του: τους μετανάστες και το αντίξοο ελληνικό περιβάλλον. Άλλωστε δε θα μπορούσε να προταχθεί κάτι άλλο μιας και η ίδια του η καθημερινότητα γεμίζει από τη βιωματική του επαφή με τους ξένους. Όπως ο Γιώργος Κόρρας και ο Χρήστος Βούπουρας, έτσι και ο Γιάνναρης αποτελεί μια περίπτωση σκηνοθέτη που δε σπρώχνει τις ιστορίες του μέσα από «τη φαντασία του γραφείου». Σαν σημείο εκκίνησης της πρώτης του κινηματογραφικής ταινίας ορίζει, λοιπόν, την άκρη της πόλης. Η οριακή αυτή τοποθεσία αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την κινηματογράφηση των πραγματικών μεταναστών (οι ίδιοι υποδύονται τους ρόλους των χαρακτήρων τους), με κεντρικό χαρακτήρα τον Ποντ τον Ρώσσοποντ που οι φίλοι του τον φωνάζουνε Σάσια (Στάθης Παπαδόπουλος).

Όσο κι αν η επίσημη κινηματογραφική γνωμάτευση επιμένει να εντάσσει την ταινία καθαρά στο γένος της μυθοπλασίας,  θαρρείς τελικά πως το εκτόπισμα της σκηνοθετικής ματιάς του Γιάνναρη στην ουσία καταλύει τον επιθετικό προσδιορισμό «συμπτωματική» μπροστά από τη λέξη «ομοιότητα», αναδίδοντας την τολμηρότητα ενός οξύ ντοκυμανταίρ που δε σε προκαλεί αλλά σε συν-ταράσσει καθώς επίσης την ίδια στιγμή σε συν-αρπάζει με το στυλ της κινηματογραφικής γραφής του αλά western. Στην Αμερική το κινηματογραφικό είδος του «Film-Noir» άφησε να κυκλοφορήσει μέσα στο αστικό περιβάλλον του όλη η παράδοση του Φαρ-Γουέστ και συνεπώς του αντίστοιχου κινηματογραφικού είδους του «Western»• στο Από την άκρη της πόλης, όμως, το αστικό western και μάλιστα εν είδει ντοκυμανταίρ είναι το ατόφιο δράμα των μεταναστών έξω από στυλιστικές, ατμοσφαιρικές προτάσεις.

(κείμενα: Μάριος Παπαγεωργίου)