Η περφόρμανς «Βενέμπρα», ένα έργο για φωνή, βιόλα και κιθάρα, εμπνέεται από το διήγημα «Γυναίκες που τραγουδούν αποχαιρετισμούς» του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, το οποίο βρίσκεται στη συλλογή με διηγήματα του ίδιου και χαρακτικά του Φώτη Βάρθη “Γυναίκες που επιστρέφουν” (εκδόσεις Αντίποδες, 2020). Tο διήγημα «Γυναίκες που τραγουδούν αποχαιρετισμούς», βασίστηκε στην παραλογή της Προποντίδας «Κοράσιν ετραγούδαγε» και στην μυθολογική αχλή γυναικών που το τραγούδι τους είναι θανάσιμο, όπως οι γνωστές μας Σειρήνες αλλά και οι κελτικές Banshees.
Με τον Κωστή Καλλιβρετάκη, τον Μιχάλη Καταχανά και τον Βασίλη Τζαβάρα φτιάξαμε ένα τοπίο ήχων από λέξεις και χορδές, ανθρώπινες και μη, τραγούδια διαφόρων καταγωγών, που πάλλονται αποζητώντας να αποτινάξουν από πάνω τους την ταυτότητα του οιωνού αποκαλύπτοντας τα μύχια και ανείπωτα, ξορκίζοντας την προδιαγεγραμμένη μοίρα. Ένα σύμπαν που συνομιλεί με το κοινό όχι απαραίτητα μέσα από έναν λογικοφανή δρόμο αλλά και μέσω του ενστίκτου, της παραίσθησης και εν τέλει ενός από κοινού τελετουργικού.
***
Η Βενέμπρα είναι μια γυναίκα που απλώνει με τη φωνή της παράδοξες μελωδίες, σπαρακτικούς αποχαιρετισμούς. Η απόκοσμη χροιά της αντηχεί στις γέφυρες και στα λιμάνια, ραγίζει τζάμια και φινιστρίνια, φουσκώνει τα πανιά των καϊκιών, ταλαντεύει πλοία, χαράσσει τα κύματα δίνοντάς τους ορμή και λύσσα .
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι μια γυναίκα εξ-όριστη ,( <εκ-όριο) ζει δηλ. έξω από τα όρια και τις νόρμες της κοινωνίας, από την οποία κατατρέχεται, αλλάζει συνεχώς γειτονιές, συντρόφους, τόπους, θάλασσες διασχίζει για να φτάσει στον «Προορισμό», εκεί που θα μπορεί να βρει τη γαλήνη, τον «τόπο» εκείνο όπου θα μπορεί να υπάρχει όπως είναι, για αυτό που είναι. Ζει εκεί ανάμεσα στους ζωντανούς και τους σημαδεμένους από τον θάνατο, ξεπροβοδίζοντας τους με το τραγούδι της στον Κάτω κόσμο. Δεν μαθαίνουμε αν τελικά το τραγούδι αυτής της γυναίκας είναι προπομπός της δυστυχίας ή η δυστυχία απλά υπάρχει εκεί κι αυτή ως πλάσμα ευαίσθητο την αφουγκράζεται και τη μετουσιώνει σε τραγούδι/Τέχνη.
Η Βενέμπρα είναι γεννημένη μέσα στη δίνη ενός πολέμου, η οποία κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή «κολλώντας το στόμα της σε μια ρώγα, από όπου ανάβλυζε μαύρο γάλα». Είναι εκείνη που με όλη την ευαλωτότητα κι ευθραυστότητά της συνομιλεί με τις κορφές των βουνών, τα σύννεφα, το φεγγάρι, τις βροντές και καταιγίδες κι άλλα στοιχειά της φύσης. Αλλά και με τη βιαιότητα του κόσμου τούτου, την οποία βλέπει και δε μπορεί να κρατήσει τη φωνή μέσα της – λαμπαδιάζει σαν «αναστάσιμο κατώφλι» και πλέκει μελωδίες στιγματισμένες από το θάνατο, η σκιά του οποίου παραμένει ο μοναδικός πραγματικός της σύντροφος.
Είναι ο τρίτος κύκλος παραστάσεων που ξαναρχίζουμε στο Πλύφα αυτή τη φορά, για λίγες παραστάσεις κι ακόμη το υλικό της Βενέμπρας με μετακινεί σε εγκάρσιο προσανατολισμό.
Γιατί η Βενέμπρα δεν είναι μόνο ένας γυναικείος μύθος, με πρωτογενή αρχετυπικά στοιχεία, που αγγίζει περιοχές «συλλογικού» ασυνειδήτου.
Είναι ένας ύμνος στη γυναικεία φύση, που χωρά τον πόνο και τον μετουσιώνει.
Είναι ένα αντίδοτο που δρα σε κάθε μορφή δομικής ανισότητας και έμφυλης βίας.
Είναι θρέμμα ενός πολέμου (και τί ειρωνεία τα γεγονότα της ζωής να σε ξεπερνούν και οι απόηχοι δυο πολέμων να είναι τόσο ηχηροί που σε μουδιάζουν).
Είναι η ιστορία της ανθρώπινης βίας που κάνει κύκλους.
Είναι γυναίκα, παιδί του καιρού μας.
Και η ιστορία της προπροπρογιαγιάς μου.
Η Βενέμπρα με ταλαντεύει, με ρυτιδώνει, με ριζώνει, γιατί ζει ανάμεσά μας.
Photo Credit: Giorgos Vitsaropoulos