Κόκο Τέιλορ: Το κορίτσι από τα βαμβακοχώραφα που έγινε η βασίλισσα της μπλουζ

Σαν σήμερα γεννιέται η Κόκο Τέιλορ και εμείς κάνουμε μια αναδρομή στη ζωή της «βασίλισσας μέλισσας» της μπλουζ που αμφισβήτησε τα έμφυλα στερεότυπα και καθιερώθηκε ως κύρια εκπρόσωπος της σκηνής του Σικάγο.

Η Κόκο Τέιλορ, η μεγάλη κυρία της μπλουζ που δικαίως ανακηρύχθηκε βασίλισσα του είδους, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες ερμηνεύτριες της παγκόσμιας μουσικής χάρη στην τραχιά και πληθωρική φωνή και το έντονο ταπεραμέντο της, τα βασικά στοιχεία που την έβγαλαν από τις σκόνες του Σικάγο στην Chess Records. Η επέτειος από τη γέννησή της αποτελεί την ιδανική αφορμή για να βουτήξουμε στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα των blues bar και τις λασπώδεις εκτάσεις του Τενεσί, στο παρελθόν που γέννησε το φαινόμενο Κόκο.

Η ζωή της Κόκο Τέιλορ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί εύκολη. Γεννήθηκε ως Κόρα Γουόλτον στις 28 Σεπτεμβρίου του 1928 στο Μπάρτλετ του Τενεσί και από την παιδική της ηλικία μπήκε στην εργασία για να υποστηρίξει τις αγροτικές εργασίες των γονιών της, που ζούσαν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς ως κολίγοι, κάτι που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο εκείνη την εποχή στον αμερικάνικο Νότο. Στα διαλείμματα από τη δουλειά, η μικρή Κόρα έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τη σοκολάτα, κάτι που της έδωσε το ψευδώνυμο Κόκο, αλλά και στην σόουλ και τζαζ μουσική. Παρά τον θάνατο των γονιών της και την μηδαμινή εκπαίδευση, η νεαρή Κόκο άφησε πίσω τα βαμβακοχώραφα, μετακομίζοντας στο Μέμφις, αναλαμβάνοντας χρέη οικιακής βοηθού σε σπίτια εύπορων οικογενειών κι από εκεί στο Σικάγο μαζί με τον σύζυγό της Ρόμπερτ «Παπς» Τέιλορ.

Η γνωριμία με τη μπλουζ του Σικάγο και η ακμή

Η μπλουζ δεν γεννήθηκε στο Σικάγο, όμως η μουσική σκηνή της πόλης κόχλαζε από δημιουργικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια των 50s. Σύμφωνα με τον Ντείβιντ Γκράζιαν, τα σημερινά τζαζ κλαμπ της πόλης λειτουργούν περισσότερο ως ένα φαντασιακό της μεσαίας τάξης που θέλει να ζήσει κάποιες συναρπαστικές και σκοτεινές στιγμές πέρα από τις συνήθεις διεξόδους. Όμως κάποτε το Σικάγο ανασυγκρότησε την μπλουζ, την έκανε πιο αστική, ηλεκτρισμένη και χορευτική. Η μπλουζ δανείζεται στοιχεία από την παραδοσιακή και αποικιακή αφρικανική μουσική, τις πρώιμες αμερικανικές λαϊκές παραδόσεις και τα τραγούδια της δουλείας, καθώς και από πνευματικά τραγούδια που τραγούδησαν μαύροι σκλάβοι και αγρότες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η «ανακάλυψη» των μπλουζ από τον W. C. Handy το 1903 δεν σηματοδοτεί ακριβώς την αρχή της μπλουζ, μάλλον σηματοδοτεί την απομάκρυνσή της από την προφορική παράδοση και την επακόλουθη εμπορευματοποίησή της μέσα από τις παρτιτούρες.

Οι παρατηρήσεις του Γκράζιαν επιβεβαιώνονται από τη ζωή της Κόκο Τέιλορ, η οποία στράφηκε προς τη μπλουζ σκηνή του Σικάγο, τραγουδώντας μαζί με συγκροτήματα σε διάφορα μπαρ. Το 1962 ο συνθέτης Γουίλι Ντίξον την έφερε στην Chess Records, με την οποία είχαν συνεργαστεί τα σημαντικότερα ονόματα της εποχής, όπως ο Τσακ Μπέρι, η Έτα Τζέιμς, η Αρίθα Φράνκλιν, ο Μάντι Γουότερς, ο Λίτλ Γουόλτερ και ο Μπένι Γκούντμαν, μεταξύ άλλων. Το 1965 κυκλοφόρησε το «Wang Dang Doodle», που σημείωσε τεράστια επιτυχία και την καθιέρωσε μεταξύ των πιο αξιοπρόσεκτων acts της μπλουζ, ενώ το 1967 συμμετείχε στο American Folk Blues Festival και περιόδευσε ανά την Ευρώπη, γεγονός που την έκανε γνωστή και εκτός συνόρων.

Η καριέρα της Τέιλορ γνώριζε άνθηση, η οποία διεκόπη απροσδόκητα από το κλείσιμο της Chess Records, οδηγώντας την αναγκαστικά σε ένα απροσδιόριστης διάρκειας hiatus, κατά το οποίο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην εργασία ως οικιακή βοηθός για να καταφέρει να βιοποριστεί, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να διατηρηθεί ψηλά σε έναν όλο και πιο ανταγωνιστικό χώρο.

Μετά από έξι χρόνια η Τέιλορ επέστρεψε για τα καλά στα μουσικά δρώμενα μέσω της Alligator Records, με την οποία και έχτισε μία μακροχρόνια συνεργασία και κέρδισε ένα Γκράμι και 29 W. C. Handy/Blues Music Awards. Η σταθερή σχέση της με την δισκογραφική της έδωσε την ελευθερία να πειραματίζεται με το υλικό της, να κυμαίνεται από γήινες συνθέσεις σε πιο θορυβώδεις fusion ρυθμούς, μακριά από το Texan rock-blues που αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο. Παράλληλα, μεγάλη αλλαγή παρατηρήθηκε και στην φωνή της, που γινόταν ολοένα και πιο ακατέργαστη και βαθιά.

Η γυναικεία οπτική σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο

Ένα ενδεικτικό περιστατικό του ταπεραμέντου της Κόκο Τέιλορ περιγράφεται εξαιρετικά μέσα από τη διασκευή του «I’m a King Bee» που ηχογραφήθηκε αρχικά από τον Σλιμ Χάρπο το 1957 και έγινε γνωστό μέσα από διασκευές των Μάντι Γουότερς, Pink Floyd και Rolling Stones, μεταξύ άλλων. Το κομμάτι ήταν γνωστό και αγαπητό για τις ξεκάθαρες αναφορές στο σεξ, κάτι που δεν πτόησε την Τέιλορ από το να το διασκευάσει, να το φέρει στα μέτρα της και να επανοικειοποιηθεί τη βασίλισσα μέλισσα, αλλάζοντας τους στίχους σε “Queen Bee” ώστε να τραγουδηθεί μέσα από τη γυναικεία οπτική· που ουσιαστικά αμφισβητεί τους ρόλους των φύλων, υποδηλώνοντας ότι και οι γυναίκες μπορούν να κυριαρχούν σεξουαλικά.

Άλλα αξιοσημείωτα τραγούδια της Τέιλορ είναι το «I’m A Woman», επανεκτέλεση του «I’m A Man» του Μπο Ντίντλι και το «Don’t Put Your Hands On Me», ένα τραγούδι για τους κακοποιητικούς άνδρες. Ειδική αναφορά αξίζει και στο «Gonna Buy Me A Mule», το οποίο ανακηρύχθηκε μπλουζ κομμάτι της χρονιάς από το Blues Foundation το 2007.

Η Κόκο Τέιλορ συνέχισε να υπηρετεί την μουσική που τόσο αγαπούσε σε βαθμό υπερβολής, δίνοντας μέχρι και 70 συναυλίες τον χρόνο, γεγονός που επιδείνωσε τη φωνητική της απόδοση. Από το 1994 έως το 1999 διηύθυνε το δικό της μπλουζ κλαμπ, ενώ έκανε guest εμφανίσεις στις ταινίες «Ατίθαση Καρδιά» (1980) του Ντέιβιντ Λιντς και στο «Blues Brothers 2000» του Τζον Λάντις, ενώ συμμετείχε σε πολλές σειρές. Η επιδείνωση της υγείας της την ανάγκασε να περιορίσει τις περιοδείες, αλλά της επέτρεψε να δίνει επιλεγμένες εμφανίσεις κάθε χρόνο και να περνά περισσότερο χρόνο με την οικογένειά της, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην καριέρα της, όπως παρατηρήθηκε σε μία σειρά από αδιάφορα άλμπουμ που κυκλοφόρησε μέσα στο 2000.

Η συνεισφορά της στην αμερικάνικη μουσική αναγνωρίστηκε και επίσημα με την απονομή του βραβείου National Heritage Fellowship το 2004, το οποίο, όπως δήλωσε, απόλαυσε εξίσου με τα 20.000 δολάρια που το συνόδευαν. Εκτός από το εθνικό βραβείο έλαβε έναν μεγάλο αριθμό διακρίσεων. Το 1993, έλαβε το Βραβείο Θρύλου της Χρονιάς και η 3η Μαρτίου ανακηρύχθηκε «Ημέρα Κόκο Τέιλορ» από τον δήμαρχο του Σικάγο Ρίτσαρντ Ντέιλι. Το 1997 συμπεριλήφθηκε στο Hall of Fame του Blues Foundation και το 1999 τιμήθηκε με το Βραβείο Lifetime Achievement του ίδιου ιδρύματος. Η Τέιλορ έφυγε από τη ζωή στις 3 Ιουνίου το 2009, σε ηλικία 80 ετών, από επιπλοκές μετά από χειρουργική επέμβαση. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε ένα μήνα νωρίτερα, στις 7 Μαΐου στα Blues Music Awards, όπου και καταχειροκροτήθηκε από το κοινό, και έμελλε να αποτελέσει το κλείσιμο της σπουδαίας μουσικής της καριέρας στη μπλουζ, την οποία υπηρέτησε μέχρι τέλους.

Πηγές: Amiri Baraka: “Blues People: The Negro Music in White America”, David Grazian: “Blue Chicago-The Search for Authenticity in Urban Blues Clubs”, britannica.com, grammy.com, theguardian.com, blackpast.org, alligator.com.

Φωτογραφία: Koko Taylor

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ