«Ονειρεύομαι σημαίνει ξαναβρίσκω κάτι που θα υπάρξει» γράφει ο γνωστός ποιητής, μελετητής και καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Ευριπίδης Γαραντούδης, υπογράφοντας μια πολυεπίπεδη πεζόμορφη κυρίως, ενίοτε ένστιχη, ποιητική συλλογή, για να υπογραμμίσει την ανθρώπινη εμπειρία στον χρόνο, ανατέμνοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον με μικρές αποσπασματικές ενδοσκοπήσεις.

Πεζόμορφα ποιήματα που σύμφωνα με τους όρους της νεωτερικότητας δεν υπακούουν στη συγκεκριμένη παραδοσιακή μορφή και υφολογία, ούτε πειθαρχούν σε αριθμό στίχων, ρυθμό, κατανομή στροφών, διαθέτουν, όμως ποιητική γλώσσα και υφή, υπαινικτικότητα, μουσικότητα στον ρυθμό, βαθιά εσωτερικότητα, σύντομη έκταση και μια πλούσια αισθητική αξία. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται η νέα συλλογή του Ευριπίδη Γαραντούδη. Εικονοπλαστικές δημιουργίες που εμβαθύνουν όσο διαπλέκονται οργανικά σε μια σύνθεση εσωτερικής κυκλικότητας, όπου η δημιουργία και η διάλυση συνυπάρχουν και συνιστούν το «όλον», χωρίς να υποτάσσονται στην αφηγηματική γραμμικότητα ή στην αιτιότητα της λογικής.

«Αναρωτιέσαι για ποιον έχει σημασία η αρχαιολογία της ζωής σου, σαν νυχτώνει; Κτερίσματα, κτερίσματα, κτερίσματα… Εκεί, θ’ ανάβουν φρυκτωρίες τα όνειρά σου; Λοιπόν, όσα περάσανε κυλήσανε σωστά, όπως το τσέρκι που το σπρώχνουν τα παιδιά. Μέτρα ξανά απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Πάρε βαθιά πνοή και κράτα τον αέρα. Πού φυσάει ο άνεμος; Στα δέντρα των πνευμόνων σου; Το τέλος κι η αρχή απέχουν τόσο όσο η ζωή μας απ’ τη μήτρα της ζωής μας. Στα όνειρά σου σίγουρα δεν θα πεθάνεις. Τα βλέφαρά σου είναι διάφανες αυλαίες. Ανοίγουν, στόματα στο φως, και το θηλάζουν. Κι αυτό το βρέφος, η σιωπή σου, αποστηθίζει το ίδιο τραγούδι που οι άγγελοι θα τραγουδούν, όταν θα γίνει ο ουρανός το ταρατσάκι όπου θ’ απλώνουν τα πανεύοσμα κορίτσια τα πάλλευκα φρεσκοπλυμένα εσώρουχά τους».

Ο αφηγητής σκάβει βαθιά στα αρχαιολογικά στρώματα όσων συνιστούν την προσωπική του ιδιοσυγκρασία και ζωή, σε μια προσπάθεια να αναγνώσει πρώτα ο ίδιος τα θραύσματα της ζωής του, όχι για να τα αναδομήσει, αλλά για να αφεθεί στην ιδιότυπη γεωμετρία τους, αναλογιζόμενος αν τα όνειρά του μπόρεσαν, τελικά, να «ανάψουν φρυκτωρίες» για να στείλουν το μήνυμα της ανάγκης για την επικράτηση της άκρατης μνήμης και της συνδιαλλαγής μαζί της. Η «αρχαιολογία της ζωής», όπως την ονομάζει, συνιστά μια πράξη ταυτόχρονα διανοητική και αισθητηριακή, όπου το παρελθόν δεν αναβιώνεται ως μνήμη, αλλά ανασυστήνεται ως σωματική εμπειρία. Άλλωστε «χρόνο με τον χρόνο βυθίζομαι ολοένα και βαθύτερα στον εαυτό μου», γράφει, «πάω να πλησιάσω την αιτία που με αναγκάζει να γράφω, νιώθω πως οι ρίζες της φυτρώνουν από τις πιο μύχιες γωνιές της ψυχής μου», έτσι στα Κομμάτια που καταθέτει πρωτίστως αναρωτιέται αν είναι «η οργανικότητα του δέντρου ενώ καρπίζει; Ή μήπως οι σηπόμενοι στη γη καρποί του;» που οδηγούν στην ποίηση και μέσω αυτής στην αυτογνωσία.

Το βέβαιο είναι ότι τα «κομμάτια» της ύπαρξης, τα βιώματα, οι μνήμες και τα όνειρα, διασπώνται αλλά ταυτόχρονα έλκονται το ένα από το άλλο, αναζητώντας τη σύνθεση, «Σαν τον υδράργυρο που σκόρπισε στο πάτωμα κι έλκονται οι μπίλιες του η μία με την άλλη». Επομένως, ο αναγνώστης καλείται να βιώσει τη συγκολλητική αυτή διαδικασία επιμένοντας να εμβαθύνει στα κείμενα αυτά με ανανεωτική ματιά και καθαρότητα του νου και να ανακαλύπτει τη συνεχή επιστροφή του ποιητή στα ίδια θέματα, μια επιστροφή που δεν δηλώνει στασιμότητα αλλά μια υποδόρια μετακίνηση στο σώμα της αλήθειας διαμέσου των ονείρων, αφού τα όνειρα είναι ο τόπος όπου συνομιλεί το σήμερα με το χτες και η φθαρτότητα με την αίσθηση της αιωνιότητας.

Ο Γαραντούδης, ωστόσο, δεν αρέσκεται μόνο σε αυτό. Συνομιλεί ταυτόχρονα με μεγάλους δημιουργούς του πνεύματος σε μια προσπάθεια να υποδηλώσει με σαφήνεια όλα όσα επηρέασαν σημαντικά το δικό του έργο, όσα μορφοποίησαν τα κομμάτια της προσωπικής του σύνθεσης, όλα όσα μπορούν, αν εντρυφήσει κανείς, να ανασυνθέσουν την ύπαρξη. Καθώς είναι πολλές οι εκλεκτικές συγγένειες με τις οποίες συνδιαλέγεται ή αφιερώνει κομμάτια του, ενδεικτικά αναφέρω τους Οδυσσέα Ελύτη, Μανώλη Αναγνωστάκη, Γιώργο Σεφέρη, Κ.Π. Καβάφη, Ρίλκε, Γιάννη Ρίτσο, Μάρκο Μέσκο, Δημήτρη Μαρωνίτη. Αλλά και τους Μότσαρτ, Σοπέν, Σούμαν, Σκαλκώτα, Janis Joplin, Joep Beving, Καλομοίρης, Leonard Cohen, Schnittke, Satie, Bartok, Bob Dylan, Vivaldi, Bach, Beethoven. Με αυτόν τον τρόπο παραδίδει στον αναγνώστη του τη μουσική της ανάγνωσης και είναι πολύ σημαντικό ο αναγνώστης να σταματά κάθε φορά και να αναζητά να ακούσει τα επιλεγμένα μουσικά θέματα που προτείνει ο ποιητής ή να διαβάσει κάτι που έχει προεπιλέξει. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό συνιστά μια πολυσήμαντη αναγνωστική διαδικασία, καθώς μετατρέπεται σε έναν σημαντικό οδηγό τέχνης που όχι μόνο μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι ευρυμάθειας αλλά και σε μια ανασύνθεση του ίδιου του ποιητή και του ποιητικού του υποκειμένου.

Η νέα ποιητική συλλογή του Ευριπίδη Γαραντούδη αποτελεί έναν μεταμοντέρνο οδηγό διαλογισμού πάνω στην υπερβατική δύναμη της ποίησης να ανασυνθέτει τα θραύσματα του χρόνου και μια απροσχεδίαστη αλλά επιτακτική προτροπή για να ακούσει κανείς τη μουσική της σιωπής ανάμεσα τους και μέσω αυτής να αναγεννηθεί κάνοντας άλμα στην αιωνιότητα. Αυτό δηλαδή που, εν τέλει, προσδοκά η ίδια η ποίηση.

Διαβάστε επίσης:

Ευριπίδης Γαραντούδης: Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο “Κομμάτια” – ποιητική συλλογή