Ο Κωνσταντίνος Αλσινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε υποκριτική και συμμετείχε σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές, όσο ζούσε στην Ελλάδα, ενώ τώρα πια, ζώντας μόνιμα στο Λονδίνο, συνεχίζει σπουδές Ψυχολογίας και Εγκληματολογίας στο University of Westminster. Το μυθιστόρημα «Η Πληγή του Κόσμου» (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2022) είναι το τρίτο του έργο. Έχουν προηγηθεί, η ποιητική συλλογή «Το μεγάλο όνειρο και άλλα, μικρά και μόνα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2016) και το μυθιστόρημα «Ο καθρέφτης του τρελλού» (Εκδόσεις Αγγελάκη).

***

Το μυθιστόρημα «Η Πληγή του Κόσμου» είναι αποτέλεσμα πολυετούς δουλειάς, αλλά κυρίως εσωτερικών αλλαγών και ζυμώσεων. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω κατά βάση αστυνομικό, ωστόσο περιέχει κάποιες ιδιαιτερότητες (αν όχι καινοτομίες) που καθιστούν δύσκολη την κατάταξή του σε αυτήν την κατηγορία αποκλειστικά. Η υπόθεση ξεκινά στην Αθήνα του 2012, εν μέσω της κρίσης. Ανήμερα της εθνικής επετείου, νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου, ένας άνθρωπος βρίσκεται νεκρός μέσα στο σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος. Είναι γυμνός κι έχει πληγές στα δυο του μάτια. Η αστυνομία σπεύδει να «συμμαζέψει» γρήγορα το γεγονός, ώστε να πραγματοποιηθεί ανενόχλητα η παρέλαση. Ωστόσο, ένας συνταξιούχος αστυνόμος, ο Νίκος Ελευθεριάδης που κάνει τη βόλτα του και τυχαίνει να περνά από εκεί, αναλαμβάνει άτυπα τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης. Ο αστυνόμος αυτός έχει ένα «χάρισμα»: η αυξημένη (ή, η παραπάνω απ’ το κανονικό) ενσυναίσθησή του τού επιτρέπει με το που ανταμώνει κάποιον, να «βλέπει» μέσα στη ζωή του, τις δικές του ανησυχίες, φόβους, αγωνίες και σκέψεις. Ενόσω ο κάθε «ύποπτος» τον οδηγεί στον επόμενο, παρεμβάλλονται έτσι έντεκα μονόλογοι, πολύ θεατρικοί στη γραφή τους, όχι πάντα στον ίδιο χρόνο της ιστορίας, κι όχι πάντα απολύτως σχετικοί με αυτήν. Όσο η αφήγηση προχωρά, φαίνεται πως όλοι λίγο έως πολύ έχουν βλάψει το νεκρό, κανείς όμως δε θεωρείται αρκετά ικανός για το έγκλημα. Ο πρώτος μάρτυρας-ύποπτος είναι μια λαχειοπώλης, η οποία είναι η πρώτη που έφτασε στο σημείο, και δίνει στον αστυνόμο την ταυτότητά του. Ο νεκρός, ονομάζεται Στέφανος Δημάκης και έχει γεννηθεί στις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα της μεταπολίτευσης. Η ημερομηνία γέννησης και θανάτου του αφήνονται ως συμβολισμοί στη διάθεση του αναγνώστη για την αξιολόγησή τους.

Το μυθιστόρημα αυτό λοιπόν, ενώ διατηρεί το σασπένς μιας αστυνομικής υπόθεσης που πρέπει να λυθεί, μπορεί να πει κανείς πως είναι και κοινωνικό, ψυχογραφικό αλλά και μοιραία πολιτικό (με την πρώτη έννοια, αυτή του πολίτη που κυκλοφορεί ενεργά εκεί έξω και τον αφορούν τα όσα γίνονται).

Εκτός της ανάγκης που γεννήθηκε μέσα μου να μιλήσω για την εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου που ζει στο μοντέρνο κόσμο, στη σύγχρονη κοινωνία, η οποία λόγω των ταχέων και μεγάλων αλλαγών τού προκαλούν τουλάχιστον ανησυχία και νομίζω πως τον έχει οδηγήσει πολύ πέρα και εκτός των «κατασκευαστικών χαρακτηριστικών» του, ένιωσα εξίσου αναγκαίο να καταπιαστώ και με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το νεοελληνικό πρόβλημα, δε νομίζω πως έχει αποτυπωθεί όπως θα περίμενε κανείς στην καλλιτεχνική παραγωγή της χώρας. Ίσως γιατί κανείς πια δεν ασχολείται, ίσως γιατί τόσα χρόνια κατήφειας οδηγούν τον άνθρωπο σε μια «μανία» καλοπέρασης. Ωστόσο, δε γίνεται, νομίζω, να αγνοήσει κανείς το πρόβλημα ταυτότητας που η χρηματοπιστωτική-οικονομική-πολιτική κρίση ήρθε απλώς να φωτίσει, γιγαντώνοντάς το. Είμαστε, απ’ ό,τι φαίνεται, ένας λαός σε πλήρη σύγχυση, σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ. Τα χρόνια αυτά μοιάζει σαν να μην πέρασαν ποτέ από επάνω μας, κι αν αλλάξαμε, έγινε μάλλον προς το χειρότερο. Κι αναφέρομαι στις σχέσεις σε πρώτο επίπεδο, από το πώς μιλά κανείς στον άλλον μέχρι στο πώς θα πράξει. Παντελής έλλειψη ευγένειας, αναγνώρισης του ίσου δικαιώματος του άλλου, ενδιαφέροντος για τα κοινά, κοινωνικής συνοχής και συνείδησης εν γένει. Έχουμε χάσει την πολιτική άλφα-βήτα, πώς ζητάμε να λύσουμε πολύπλοκες κοινωνικές εξισώσεις; Κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει διεθνώς, σαν από σχέδιο, μιας που ο μοντέρνος μας κόσμος εστιάζει αποκλειστικά στην καλλιέργεια της φιλαυτίας και του κοινωνικού αυτισμού.

Αυτό το βιβλίο, έρχεται να καταδείξει κάπως τα κακώς κείμενα. Είναι μια τραγωδία δίχως λύση, όπως η ελληνική υπόθεση. Κανένας από τους ήρωές του δεν είναι αθώος. Όλοι έγιναν κάπως κακοί μέσα στην καλοσύνη τους κι όλοι έγιναν άδικοι μέσα στην αίσθηση δικαίου τους. Είναι λοιπόν μια κραυγή αγωνίας για διαχρονικές και, εν προκειμένω, σύγχρονες παθογένειες τις οποίες επιμένουμε να ξεχνάμε και να αγνοούμε.