Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η Ελένη Στεργίου είναι ο “Άρης” και η “Ζωή” σε μια ακόμη εκδοχή του πασίγνωστου κειμένου της Λούλας Αναγνωστάκη, “Παρέλαση“, που παίζεται αυτό το διάστημα στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.
Στην συνέντευξη που ακολουθεί, οι νέοι αυτοί καλλιτέχνες μάς δίνουν μερικούς πολύ καλούς λόγους να παρακολουθήσουμε το πολυανεβασμένο κείμενο μέσα από τη δική τους οπτική, αναφέρονται σε όσα τους συγκινούν στην γραφή της Αναγνωστάκη, ενώ μιλούν για την ομάδα «This Famous Tiny Circus theater group», που μετρά ήδη πέντε χρόνια στα θεατρικά δρώμενα και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να μας απασχολεί μελλοντικά!
– Η «Παρέλαση» ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά κείμενα , κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Κεφαλληνίας. Πώς το προσεγγίζει το δικό σας ανέβασμα;
Μέσα από την διαδικασία της έρευνάς μας ανακαλύψαμε πολλές αναλογίες και συσχετισμούς ανάμεσα στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη και στα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη. Βαθιά επηρεασμένη από την οικουμενική και ανθρωποκεντρική γραφή του αδελφού της αλλά και σε απόλυτη σύνδεση με τα κοινά τους βιώματα η συγγραφέας με την «Παρέλαση» μας παραδίδει ένα έργο για την Ήττα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το έργο μεταφέρει μνήμες πολιτικές, Ιστορικές, συλλογικές. Συμπυκνώνει τα τραύματα, τις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις της πρόσφατης Ιστορίας μας από την αντίσταση, τον εμφύλιο, την μετεμφυλιακή Ελλάδα και το παρακράτος της μέχρι και την περίοδο που γράφεται, αμέσως δηλαδή πριν την δικτατορία (1965). Η δύναμη της συμβολικής του γραφής του επιτρέπει, την ίδια στιγμή, να παραμένει ζωντανό και επίκαιρο μέχρι σήμερα.
Η Παρέλαση κουβαλάει μέσα της βιώματα της ίδιας της συγγραφέως. Η Λούλα Αναγνωστάκη από το 1949 έζησε μαζί με τον αδελφό της, Μανόλη, όλη την αγωνία της επερχόμενης εκτέλεσης του ύστερα από την καταδίκη του σε θάνατο (λόγω της πολιτικής του δράσης) μέχρι και το 1951 οπόταν ελευθερώθηκε λόγω της Γενικής Αμνηστίας. Η φρίκη, η αγωνία, η ανασφάλεια των δυο αυτών χρόνων αποτυπώνονται και στην «Παρέλαση».
Χαρακτηριστικές είναι οι κοινές εικόνες, οι λέξεις, τα χρώματα, οι εμπειρίες με τις οποίες οι δυο συγγραφείς, ο καθένας στα έργα του, περιγράφουν τα έσω και έξω τοπία των ηρώων τους.
Αυτές οι αναλογίες αποτέλεσαν έμπνευση για το σκηνογραφικό κομμάτι της παράστασης πάνω στο οποίο στηρίχθηκε και το σκηνοθετικό. Σχεδιάσαμε δύο ξεχωριστούς κόσμους, έναν για κάθε ένα από τα δυο αδέλφια, τον Άρη και την Ζωή, κόσμους με κοινά στοιχεία, που συνδέονται μεταξύ τους και χωρίζονται από τον έξω κόσμο χάρις στην ιδιαίτερη σχέση που διατηρούν με το σημείο αναφοράς του έργου, τον -τοποθετημένο στο πάτωμα- μικρό φεγγίτη από τον οποίο τα παιδιά βλέπουν τα όσα διαδραματίζονται στην πλατεία.
Στερεώσαμε αυτούς τους δύο κόσμους στα όρια του επιπέδου που παίζει τον ρόλο ενός παραμορφωμένου, διαστρεβλωμένου τοίχου, ο οποίος εικονογραφεί συμβολικά το εσωτερικό και εξωτερικό σύμπαν του έργου.
Πάνω σε αυτήν την αρχή, τέλος, οργανώθηκαν οι σχέσεις των δύο χαρακτήρων (η μεταξύ τους, αλλά και η σχέση τους με τον έξω κόσμο που τους περιβάλλει), κι αυτήν την κατεύθυνση πήρε η εσωτερική καμπύλη που ακολούθησαν για να εξελιχθούν μέσα στο έργο.
– Μιλήστε μας για την γραφή της Λούλας Αναγνωστάκη και πώς θεωρείτε ότι αντικατοπτρίζει την εποχή μας.
Η Λούλα Αναγνωστάκη ξεκινάει να γράφει σε μια ταραγμένη και έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας. Η Ελλάδα έχει περάσει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον εμφύλιο, στο σκοτεινό παρακράτος της μετεμφυλιακής περιόδου και αναμένει την δικτατορία. Πληγές ανεπούλωτες και δεινά που πρόκειται να συμβούν διαμορφώνουν την αντίληψη και το ύφος της γραφής της Λούλας Αναγνωστάκη. Φυσιολογική, επομένως, η τάση της -από τα πρώτα έργα της κιόλας- να εξερευνά τη σχέση μεταξύ Ιδιωτικού και Δημοσίου, Ατομικού και Συλλογικού. Στο σημείο όπου αυτά διασταυρώνονται αναζητά τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ταυτότητας του Νεοέλληνα, μιας ταυτότητας η οποία εμπεριέχει αναλλοίωτα μέχρι και σήμερα, θα τολμούσαμε να πούμε, τα τραύματα, τις απογοητεύσεις και τα συμπλέγματα που η πρόσφατη ιστορική πορεία μας κληροδότησε στην κοινωνία. Στο τελευταίο έργο της «Σε σας που με ακούτε», γραμμένο το 2000, μέσα στο απόγειο της «ευμάρειας», όταν τίποτα δεν προ-οικονομούσε την εξέλιξη που όλοι γνωρίζουμε, φράσεις όπως «Λένε πως η ψαλίδα ανοίγει. Οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι. Εμείς είμαστε ήδη πολύ φτωχοί. Δεν έχουμε καμιά ασφάλεια. Κανένας οίκτος για τους αποτυχημένους. Δεν είναι άξιοι να υπάρχουν. Στον Καιάδα. Όλοι οι αποτυχημένοι στον Καιάδα!» ή «Οι χαμένοι της γης θα καταστραφούν για να ζήσουν καλά οι υπόλοιποι μέσα σε ανάκτορα με αλεξίσφαιρα κρύσταλλα. Να αντικρίζουν ήσυχοι επιτέλους τον πρωινό ήλιο…» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προφητικές…
Κι αν ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Πόλεμος» αποδομεί τις πρακτικές όλων των συστημάτων λέγοντας «Θυμάσαι που μού ‘ λεγες ετέλειωσεν ο πόλεμος; Όμως ο πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!», αποκαλύπτοντας μια πικρή αλήθεια: ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει, μόνο αλλάζει μορφές κι ο άνθρωπος αδυνατώντας να τις αναγνωρίσει βγαίνει πάντα χαμένος, η Λούλα Αναγνωστάκη μέσα από το έργο της μας στρέφει να δούμε πως εμείς είμαστε οι «αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας» μας, μιας Ιστορίας που γράφεται ανά πάσα στιγμή κι εμείς συμβαίνει να είμαστε τα πρόσωπα της εποχής μας. «Άνοιξε το παράθυρο, κάνε κάτι, φώναξε» λέει η Ζωή στον αδελφό της, τον Άρη λίγο πριν το τέλος της «Παρέλασης».
– Η «Παρέλαση» ανήκει στην κατηγορία των παραστάσεων που παρουσιάζονται τακτικά στην Αθήνα. Τι πιστεύετε ότι σημαίνουν τα συνεχή ανεβάσματα από διαφορετικούς θιάσους για ένα τέτοιο έργο;
Η Λούλα Αναγνωστάκη μας έχει αφήσει σπουδαία έργα, έργα πολιτικά κι όχι με την στενή έννοια του όρου. Φαίνεται πως η συγκεχυμένη άποψη και γνώση που έχουμε οι νέοι καλλιτέχνες γύρω από την πρόσφατη Ιστορία μας, μας γεννάει την ανάγκη να γυρίσουμε πίσω και αντικειμενικά να σταθούμε παρατηρητές, μελετητές και -ενδεχομένως- μαθητές του ίδιου μας του παρελθόντος. Κείμενα σαν την «Παρέλαση» μας προσφέρουν την δυνατότητα να γνωρίσουμε τις ρίζες μας από έναν άλλο δρόμο, ίσως πιο προκλητικό κι αποκαλυπτικό, και να έρθουμε σε επαφή με ερωτήματα σχετικά με το ποιοι πραγματικά είμαστε.
– Πείτε μας δυο λόγια για την ομάδα «This Famous Tiny Circus theater group», την οποία ιδρύσατε πριν περίπου πέντε χρόνια και την πορεία της στο χώρο.
Είχαμε την ανάγκη να φτιάξουμε ένα πλαίσιο εργασίας που να το χαρακτηρίζουν ο κοινός κώδικας προσέγγισης της τέχνης της υποκριτικής και του θεάτρου, η κοινή αισθητική και οι κοινοί στόχοι. Η παρουσία εξαιρετικών καλλιτεχνών-συνεργατών όλα αυτά τα χρόνια άλλοτε αύξησε κι άλλοτε μετασχημάτισε τον αρχικό πυρήνα μας. Είμαστε ευγνώμονες για όσα μοιραστήκαμε και μας μετακίνησαν από τα όρια και τις ασφάλειές μας, για όσα και όσους μας έδωσαν ώθηση να προχωρήσουμε και να εξελιχθούμε.
Η ομάδα έχει παρουσιάσει, μέχρι σήμερα στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Αισχύλεια 2013», στο παλαιό ελαιουργείο της Ελευσίνας την performance “EUMENIDAE -A READING”, βασισμένη πάνω στα χορικά του τρίτου μέρους της Ορέστειας του Αισχύλου και τον «ΤΑΡΤΟΥΦΟ» του Μολιέρου στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (Απρίλιος-Μάιος 2015).
Την περασμένη θεατρική σαιζόν παρουσίασε, το άπαιχτο στην Ελλάδα έργο του παγκοσμίου φήμης Καταλανού συγγραφέα Σέρτζι Μπελμπέλ: «ΟΦΣΑΪΝΤ – Εκτός Παιδιάς», στην βραβευμένη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, (βραβείο EURODRAM 2015). Tην φετινή σαιζόν η ομάδα συμμετείχε στο 6ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Θεατρικών Αναλογίων με το έργο του Τζόρντι Γκαλθεράν «ΑΛΥΣΙΔΩΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ», ενώ παρουσιάζει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας – Β΄Σκηνή και σε πανελλήνια περιοδεία το μονόπρακτο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ» σε συμπαραγωγή με το Δη.Πε.Θε Ιωαννίνων.
– Πώς βλέπετε το ελληνικό θέατρο έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα; Κατά τη γνώμη σας ποιες είναι οι δυσκολίες του να δημιουργείς σε μια περίοδο άνθισης, αλλά και υπερπροσφοράς θεαμάτων;
Να εργάζεσαι στο θέατρο σε μία τόσο δύσκολη συγκυρία σημαίνει πολύ κόπο, πολύ δουλειά με εξουθενωτικά ωράρια. Είμαστε «υποχρεωμένοι», παρά τις δυσκολίες να ανακαλύπτουμε την χαρά, που είναι ο καλύτερος σύμμαχος της δημιουργίας, σε ό, τι κάνουμε. Παρατηρούμε πολλούς ανθρώπους γύρω μας να εργάζονται σκληρά και μεθοδικά παίρνοντας ρίσκα στο Θέατρο και αυτό είναι κάτι που αξίζει τον σεβασμό όλων. Ειδικά την φετινή χρονιά είδαμε πολλές ωραίες, αξιόλογες παραστάσεις κι αυτό δε μπορεί παρά να μας χαροποιεί και να μας γεμίζει με αισιοδοξία. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως υπάρχουν πάρα πολλές παραστάσεις, πολλές περισσότερες απ’ όσες το κοινό θα μπορούσε να προλάβει να δει ή, έστω, να ενημερωθεί γι’ αυτές.
– Κλείνοντας, πείτε μας τι σχεδιάζετε για τη συνέχεια.
Παράλληλα με την Παρέλαση αναπτύσσεται και η ιδέα της επόμενης δουλειάς μας, η οποία δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη. Πρόκειται για την σκηνική μεταφορά ενός εξαιρετικού διηγήματος το οποίο πραγματεύεται μία πολυτάραχη σχέση μητέρας και κόρης. Όμως η Παρέλαση έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά της και η προσοχή μας, προς το παρόν, είναι στραμμένη σ’ αυτήν.
Η “Παρέλαση” παρουσιάζεται στην Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.