Ο τελευταίος Ασπροκόρακας, ο Νικηφόρoς δηλαδη, θα έλεγα ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος στην γη που πιστεύει ακόμα στο ανθρώπινο γένος. Οταν μου έστειλε το έργο η Ελενα και το διάβασα, συνειδητοποίησα ότι ο Νικηφόρος πιστεύει στον άνθρωπο, πιστεύει και θα συνεχίσει να πιστεύει.

Η οικογένεια συχνά παρουσιάζει μια εικόνα τελειότητας: σταθερότητα, ευπρέπεια, επιτυχία όπως ακριβώς και η οικογένεια των Ασπροκοράκων. Tα παιδιά αυτών των οικογενειών μεγαλώνουν ακούγοντας λέξεις όπως «καθήκον», «ευθύνη», «κοινωνική αποδοχή» ωστόσο, αυτή η τελειότητα συχνά έρχεται με κόστος. Αλλιώς είσαι αποτυχημένος.

Στην εποχή μας, η αποτυχία δεν είναι απλώς ένα γεγονός, αλλά μια ταυτότητα που φοριέται βαριά από όσους δεν πληρούν τις αδυσώπητες απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου. Ο αποτυχημένος άνθρωπος δεν είναι απλώς εκείνος που απέτυχε σε μια προσπάθεια, αλλά αυτός που δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στο αφήγημα της επιτυχίας, όπως αυτό ορίζεται από την κοινωνία: καριέρα, πλούτος, κοινωνική αποδοχή, και μια ζωή γεμάτη “τέλειες” στιγμές για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στη σύγχρονη κοινωνία, η επιτυχία έχει γίνει ένα φάντασμα που κυνηγά κάθε άνθρωπο. Είναι ένας στόχος που συνεχώς μετακινείται, μια αόρατη γραμμή που ποτέ δεν φτάνει κανείς πραγματικά. Όποιος δεν ταιριάζει σε αυτήν την αφήγηση, χαρακτηρίζεται “αποτυχημένος”. Όμως, ποιος ορίζει τι σημαίνει αποτυχία; Μήπως είναι η ανικανότητα να αντέξεις έναν κόσμο που βλέπει τους ανθρώπους ως αριθμούς και όχι ως ψυχές;

Ίσως, ο “αποτυχημένος” δεν είναι αυτός που απέτυχε να προσαρμοστεί, αλλά εκείνος που συνειδητά ή ασυνείδητα αντιστάθηκε. Είναι εκείνος που δεν θυσίασε την ανθρωπιά του για την επιτυχία, που δεν έκανε την ψυχή του εμπόρευμα για να ανέβει κοινωνικά. Ο σύγχρονος “αποτυχημένος” μπορεί να είναι περισσότερο αληθινός από τον επιτυχημένο.

Ο σύγχρονος αποτυχημένος άνθρωπος είναι, στην πραγματικότητα, το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που έχει αποτύχει να προσφέρει ουσία στη ζωή. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος που μετρά την αξία του ανθρώπου με αριθμούς – μισθούς, likes, πτυχία – αλλά αγνοεί την πραγματική του φύση. Αν ο κόσμος μας χαρακτηρίζει κάποιον ως “αποτυχημένο” επειδή δεν παίζει το παιχνίδι του, τότε ίσως ο πραγματικός αποτυχημένος είναι ο κόσμος.

Ο τελευταίος Ασπροκόρακας θίγει σε βάθος αυτό το ζήτημα της επιτυχίας, του ποιος είσαι, τι είσαι, τι ήσουν, τι θα γίνεις. Είναι αυτό που λένε «για ένα όνομα ζούμε στην κοινωνία».

Η σύγχρονη καταπίεση είναι σαν ένας αόρατος ιστός που μας περιβάλλει. Δεν έχει τη μορφή των παραδοσιακών καταναγκασμών – βία, λογοκρισία ή καταναγκαστική εργασία. Είναι πιο λεπτή, πιο ύπουλη. Μας επιβάλλεται μέσα από τις κοινωνικές προσδοκίες, την πίεση για επιτυχία, την εμμονή με την εικόνα μας, την κατανάλωση και την ανάγκη να ταιριάξουμε σε πρότυπα που δεν επιλέξαμε ποτέ.

Δεν μας επιτρέπεται να σταματήσουμε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν χωρίς να αναρωτιούνται. Οι ρυθμοί της ζωής είναι τόσο γρήγοροι, οι υποχρεώσεις τόσες πολλές, που απλά δεν υπάρχει χρόνος ή διάθεση για σκέψη. Ζούμε επιφανειακά, κυνηγώντας στόχους που συχνά δεν είναι καν δικοί μας.

Η καταπίεση γίνεται πιο ισχυρή όταν την αποδεχόμαστε ως φυσιολογική. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος: να θεωρούμε δεδομένη την έλλειψη ελευθερίας και νοήματος.

Το να μάθεις να λες “όχι” είναι τεράστια υπόθεση.

Αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι την αποτυχία, την κριτική, ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο. Η ζωή αποκτά νόημα μόνο όταν την αντιμετωπίζεις κατά πρόσωπο, χωρίς ψευδαισθήσεις.

Το πρόβλημα με την ανάγκη να είσαι κάποιος είναι ότι βασίζεται σε κάτι εξωτερικό. Ζούμε σε μια εποχή που μας διδάσκει ότι η αξία μας εξαρτάται από το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Όμως, το φαινομενικό «εγώ» που χτίζουμε δεν είναι ποτέ αρκετό. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να γίνουμε «κάποιος» για τους άλλους, τόσο περισσότερο χάνουμε την επαφή με τον εαυτό μας.

Η ανάγκη να είμαστε κάποιος ενισχύεται από τη συνεχή σύγκριση. Σήμερα, οι ζωές των άλλων προβάλλονται παντού – στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις ειδήσεις, ακόμα και στις καθημερινές συζητήσεις. Συγκρίνουμε τον εαυτό μας με αυτούς που φαίνονται πιο επιτυχημένοι, πιο ευτυχισμένοι, πιο «κάποιοι».

Όμως, η σύγκριση είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτό που βλέπουμε στους άλλους είναι μόνο η επιφάνεια, ποτέ η ουσία. Κανείς δεν είναι πραγματικά αυτό που δείχνει. Η επιτυχία, η φήμη, η αποδοχή δεν φέρνουν πάντα πληρότητα – και συχνά είναι αυτές που δημιουργούν το μεγαλύτερο κενό.

Αυτό λέει και ο Νικηφόρος στο  τέλος, είστε όλοι σας παράλληλες μοναξιές, σας σιχάθηκα. Αφορμή ήταν ο έρωτας με τη Ροζα και μάλιστα απαγορευμένος έρωτας, αλλά ο ίδιος αλλάζει σελίδα, αλλάζει όνομα, φτιάχνει την δική του οικογένεια με τους όρους που θα ορίσει με τη Ρόζα.

Στον απαγορευμένο έρωτα, η ένταση πηγάζει από το ίδιο το αδύνατο. Όσο περισσότερο απομακρύνεται από την κανονικότητα, τόσο πιο έντονος γίνεται. Δεν είναι απλά η επιθυμία για τον άλλον· είναι η επιθυμία για την ελευθερία, για το δικαίωμα να ακολουθήσεις τη θέλησή σου, ακόμα κι αν αυτό σε καταστρέψει.

Ο έρωτας, ειδικά όταν είναι απαγορευμένος, μας δείχνει την αλήθεια για το τι είμαστε διατεθειμένοι να χάσουμε για να νιώσουμε πραγματικά ζωντανοί. Είναι ωμός, ανελέητος και, τελικά, αληθινός

Ο έρωτας δεν ξεκινά πάντα με ρομαντισμό. Μπορεί να γεννηθεί από μια σιωπηλή επιθυμία, από μια απλή ματιά που μένει παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει. Είναι εκείνη η ανεξέλεγκτη ώθηση να πλησιάσεις τον άλλον, να σπάσεις την απόσταση, όχι γιατί το θέλεις, αλλά γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Είναι το ένστικτο που μας τραβάει, μια πρόκληση που δεν μπορείς να αγνοήσεις.

Ο καθένας πρέπει να βρει τη δική του αλήθεια. Όχι την εύκολη, αλλά εκείνη που τον κάνει να ζει αληθινά. Αυτό κάνει ο Νικηφόρος, αυτό ψάχνει. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη επανάσταση που μπορούμε να κάνουμε στη ζωή μας.

Photo credits: Πάτροκλος Σκαφίδας 

Διαβάστε επίσης:

Ο τελευταίος Ασπροκόρακας, του Αλέξη Σολομού σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου στο Θέατρο Χώρος