Υπάρχει κάτι άλλο να γραφεί για τον ποιητή αυτόν που τόσο έχει διαβαστεί, μεταφραστεί και αναλυθεί ξανά και ξανά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό; Η ιστορία δείχνει πως ναι, αφού φαίνεται ότι δε σταματάνε οι νέες αναγνώσεις και συζητήσεις του έργου του. Με το κείμενο αυτό, σκοπός μου δεν είναι να προσθέσω κάτι καινούργιο στα όσα πολλά και σημαντικά έχουν ήδη λεχθεί για εκείνον, ούτε να κάνω μία σε βάθος ανάλυση της καβαφικής ποίησης.

Όσο περισσότερο άλλωστε διαβάζω τα ποιήματα του Καβάφη, τόσο περισσότερο νιώθω πως θέλω να τα αφήνω να σχεδιάζουν συνεχώς νέους δρόμους και τρόπους να τα διαβάζω και να τα αντιλαμβάνομαι. Αυτό το κείμενο λοιπόν είναι ένας απλός προσωπικός φόρος τιμής στον ποιητή που κατόρθωσε με τους στίχους του μιλήσει για τις απολαύσεις τόσο του πνεύματος όσο και του σώματος και επιχείρησε να απελευθερώσει και τα δύο μέσω ακριβώς αυτών των στίχων.

Όπως είναι γνωστό, ο Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν το τελευταίο από τα εννιά παιδιά της μεγαλοαστικής οικογένειας της Χαρίκλειας και του Πέτρου Καβάφη που, με φαναριώτικη καταγωγή, ήταν από τους πλουσιότερους εμπόρους της Αλεξάνδρειας. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα το 1870, τα οικονομικά της οικογένειας επηρεάστηκαν ανεπανόρθωτα και η Χαρίκλεια μετακόμισε με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου έμειναν μέχρι το 1877.

Τότε, επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια, αναγκάστηκαν ωστόσο να την εγκαταλείψουν και πάλι το 1882 λόγω της πολιτικής εξέγερσης που ξέσπασε στην Αίγυπτο. Επόμενος σταθμός ήταν η Κωνσταντινούπολη όπου η οικογένεια διέμεινε στο σπίτι του πατέρα της Χαρίκλειας. Ύστερα από τρία χρόνια παραμονής εκεί, χρόνια προσωπικής και καλλιτεχνικής διερεύνησης για τον Καβάφη, η οικογένεια επέστρεψε οριστικά στην Αλεξάνδρεια και ο ποιητής θα παρέμενε στην αγαπημένη του αυτή πόλη έως το τέλος της ζωής του.

Η καβαφική ποίηση

Ο Καβάφης έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως ποιητής του ‘υψηλού’. Μίλησε, μεταξύ άλλων, για το ανθρώπινο αδιέξοδο αλλά και για την αξιοπρέπεια, χρησιμοποιώντας συχνά σύμβολα παρμένα από άλλες ιστορικές περιόδους, κυρίως την ελληνιστική, της οποίας και ήταν άριστος γνώστης. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Μια κατηγοριοποίηση που βοηθάει μεν στην οργάνωση του έργου του αλλά συχνά αμφισβητείται, αφού τα όρια ανάμεσα στο πού ανήκει το κάθε ποίημα δεν είναι πάντα ευδιάκριτα.

Στην καβαφική ποίηση, τo ατομικό μπλέκεται με το συλλογικό και άρα με το κοινωνικό. Ο ποιητής ξεκινάει από το προσωπικό βίωμα, τη μνήμη των βιωμένων και των απωθημένων, όσων έγιναν και όσων δε συνέβησαν (ακόμα), για να μιλήσει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τον άλλον· για όλους εμάς που συνεχίζουμε να τον διαβάζουμε, τότε και τώρα, στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Καβάφης μας μιλάει για τη δικαιοσύνη, το αδιέξοδο, την καρτερικότητα, τη ματαίωση, το ήθος, το μέτρο και την αξιοπρέπεια. Αλλά και για την (ομοερωτική) σωματική απόλαυση και επιθυμία – κι αυτήν την τελευταία, τόσο θαρραλέα για την εποχή του, προσπάθησε να την απενοχοποιήσει. Στα ποιήματα του Αλεξανδρινού οι αισθήσεις ξυπνάνε και χορεύουν, παρασύροντας σε αυτόν το χορό τον ίδιο τον αναγνώστη:

Δεκέμβρης του 1903 (1904)

«Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω-
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη , για τα μάτια
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι’αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.»

Οι περιγραφές των σωμάτων και τα βλέμματα ζωντανεύουν μπροστά μας, έρχονται στο μυαλό οι «επιθυμίες που για σένα/γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,/κ’ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε» (Θυμίσου Σώμα, 1918). O Καβάφης στα ποιήματά του καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στο περιγραφόμενο βίωμα, να ταυτιστεί με την εμπειρία του ποιητικού υποκειμένου, να βρει κάτι από το δικό του εαυτό ανάμεσα στους στίχους. Θα έλεγε κανείς πως η ανάμνηση του γεγονότος έχει εδώ μεγαλύτερο βάρος από το ίδιο το γεγονός. Η ανάμνηση, το κομμάτι της εμπειρίας που φυλάει το ποιητικό εγώ μέσα στην ψυχή και το μυαλό του, διαμορφώνουν το παρόν, τις λέξεις και τις φράσεις του, τις σκέψεις και τις ιδέες του. Έτσι, μέσω της ποίησης, δε μετατρέπεται μόνο η εμπειρία σε μνήμη, αλλά με τη σειρά της η μνήμη μετατρέπεται σε μια καινούργια εμπειρία αναπληρώνοντας όσα δεν έγιναν ή δε θα ξαναγίνουν.

Επέστρεφε (1912)

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Παράλληλα, ο Καβάφης δε διστάζει να αναφερθεί, για παράδειγμα, στα σώματα των νέων στα καπηλειά δηλώνοντας έτσι την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα, με θαυμαστή τόλμη, αλλά και τρόπο που δε θα υπονόμευε τη θέση του στην αλεξανδρινή κοινωνία της εποχής, καθώς ο ποιητής κατέγραφε χωρίς ποτέ να περιγράφει ξεκάθαρα. Όπως τονίζει ο Δημήτρης Παπανικολάου στο βιβλίο του «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι», ο Καβάφης, μέσα από τα ερωτικά ποιήματά του, αποκαθιστά ποιητικά τον (ομοφυλόφιλο) ευάλωτο εαυτό αλλά ταυτόχρονα και τον (ομοφυλόφιλο) ευάλωτο άλλο, καθώς και την ηθική του στάση. Με γλώσσα που παράλληλα και κρύβει και λέει, η καβαφική ποίηση ρητά ή άρρητα καταδικάζει τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και, όπως γράφει ο Παπανικολάου, «σε προκαλεί συνεχώς να ανασυνθέσεις και να αναθεωρήσεις τη σχέση σου με ένα πλαίσιο αναφοράς που οργανώνεται ως πολιτισμικό και ταυτοτικό αρχείο. Σε προκαλεί να συνδεθείς, να καταγράψεις κι εσύ, να αναπαραγάγεις, να παραλλάξεις, να συνεκφέρεις. Να δεις, δηλαδή, και αναστοχαστικά να εκφράσεις πώς είσαι καμωμένος, όπως κι αν είσαι καμωμένος».

Ο Καβάφης παίρνει έτσι την ηθική και κοινωνική ευθύνη να περιγράψει την επιθυμία του, αλλά και την επιθυμία των άλλων, οραματιζόμενος –ως ποιητής του μέλλοντος– μια κοινωνία ανοιχτότητας, όπου καθένας θα είναι ελεύθερος να επιθυμεί και να μιλάει για την επιθυμία του χτίζοντας τη δική του προσωπική αφήγηση. «Κατόπι – στην τελειοτέρα κοινωνία – / κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα / βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει», γράφει στο ποίημά του Κρυμμένα (1908).

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αλεξανδρινός τα πέρασε ζώντας μόνος του στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους της Αλεξάνδρειας, αρνούμενος να χρησιμοποιήσει ηλεκτρικό ρεύμα και τηλέφωνο. Εκεί, υπό το φως των κεριών, ο μεγάλος αυτός ποιητής έγραψε στίχους που, ορμώμενοι από το παρελθόν, διέσχιζαν το παρόν του και κατευθύνονταν με ταχύτητα προς το μέλλον. Κόντρα στο τότε ποιητικό κατεστημένο της Ελλάδας, ο Καβάφης απέκτησε το δικό του προσωπικό τόνο λέγοντας πολλά με λίγα, τη δική του γλώσσα που τόσο έντεχνα ισορροπεί μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας, και το δικό του ελεύθερο στίχο – κόντρα στην επικρατούσα ομοιοκαταληξία της ποίησης της εποχής του. Ευτυχώς πρόλαβε να βιώσει το θαυμασμό και τη δόξα, χωρίς ωστόσο πιθανότατα να μπορούσε τότε να φανταστεί πόσο μακριά επρόκειτο να ταξιδέψουν οι στίχοι του: σε χρόνο, σε τόπο, σε ύψος και σε βάθος. Δικαίως, στο τελευταίο του διαβατήριο δήλωσε ως επάγγελμά του το εξής ακριβές: ‘Ποιητής’. Αν όχι αυτός, τότε ποιος;

Πηγές:
onassis.org
«Σαν κι εμένα καμωμένοι», Δημήτρης Παπανικολάου
Wikipedia