Οι «αόρατες», γυναίκες που δεν κατέγραψε ποτέ η Ιστορία πρωταγωνιστούν στο νέο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη με τίτλο «Η Μητέρα του σταθμού».

Μετεμφυλιακή Ελλάδα, φτώχεια, ανεργία, η μετανάστευση μονόδρομος για τις χιλιάδες γυναίκες, κυρίως, από τα χωριά της Βορείου Ελλάδας που ερήμωσαν μέσα σε μια δεκαετία. Με τρένα, καράβια και εισιτήριο χωρίς επιστροφή, νέες γυναίκες, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, κάποιες αγράμματες, έφτασαν στις φάμπρικες της Γερμανίας. Οι περισσότερες έχοντας αφήσει πίσω τους την οικογένεια: Τα παιδιά – βαλίτσα που μεγάλωσαν μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση, κάποια έμεναν στο χωριό με την γιαγιά, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο εκπαιδευτικά συστήματα, δύο πατρίδες. Φτάνοντας στην τρίτη γενιά μεταναστριών, σε εκείνες τις νέες γυναίκες με επαγγελματικά εφόδια που έχουν εξισωθεί πλήρως με την δυναμική των υπόλοιπων Ευρωπαίων γυναικών και επιλέγουν οι ίδιες πού και πώς θα ζήσουν. Και αποτείνουν το δικό τους φόρο τιμής στις γκασταρμπάιτερ μανάδες που πάλεψαν για να τους προσφέρουν αυτήν την ευκαιρία.

Το ντοκιμαντέρ «Η Μητέρα του σταθμού» θα προβληθεί στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

***

-Ποιο υπήρξε το αρχικό ερέθισμα ώστε να αποφασίσετε να κάνετε μια ταινία για τις γυναίκες γκασταρμπάιτερ;

Ξεχασμένες εικόνες, έρχονταν και έφευγαν, μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια,τ ότε που παραθέριζα στο χωριό της μητέρας μου, έξω από τα Καλάβρυτα και έπαιζα με τα παιδιά που οι περισσότεροι φώναζαν «Γερμανάκια» γιατί οι γονείς τους δούλευαν στις φάμπρικες της Γερμανίας. Έβλεπα με έκπληξη αυτά τα παιδιά που έμεναν με τις γιαγιάδες στα χωριά και περίμεναν το επόμενο καλοκαίρι να δουν τους γονείς τους. Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι μάνες αποχωριζόντουσαν τα παιδιά τους για τόσο καιρό. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης “έπεσα” ,τυχαία, σε μια αγγελία, νοσοκομείο στο Μόναχο ζητούσε Έλληνες γιατρούς. Τότε άρχισα να ψάχνω την ιστορία της Ελληνικής μετανάστευσης στη Γερμανία.

-Ο καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης κάνει λόγο για «τριπλή αορατότητα». Πείτε μας περισσότερα για αυτές τις «έκπτωτες» της επίσημης ιστορίας.

Οι Ελληνίδες που πήγαν την δεκαετία του `60 και `70 στη Γερμανία από τα φτωχά χωριά της Ελλάδας, οι περισσότερες ήταν αμόρφωτες, ήταν ξένες και γυναίκες που δεν κατέγραψε η ιστορία. Ήταν τρεις φορές “αόρατες”.

Αρχείο Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου

-Πώς βρήκατε το εικονιζόμενο αρχειακό υλικό, και τι έρευνα προηγήθηκε των γυρισμάτων;

Άρχισα να ψάχνω σε επίσημα αρχεία, σε εκπομπές και ντοκιμαντέρ αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι πουθενά, δεν υπήρχαν οι γυναίκες μετανάστριες. Τότε στράφηκα σε γνωστούς και φίλους, έψαξα σε ιδιωτικά αρχεία σε οικογένειες που ήξερα ότι είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος που αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια μου και ήθελα να τις δουν, να μάθουν όλοι για αυτές τις γυναίκες.

-Επιμένετε στο γυναικείο πρόσωπο της μετανάστευσης. Δίνετε το λόγο στις μετανάστριες, στις κόρες αυτών των γυναικών, και σε νέες που έφυγαν πρόσφατα από τη χώρα. Στο τέλος αφιερώνετε το ντοκιμαντέρ «σε όλες τις γυναίκες που μετανάστευσαν, σε εκείνες που θα φύγουν». Κατά τη γνώμη σας, παραμένει η γυναίκα στο ιστορικό περιθώριο; Η μετανάστευση βιώνεται διαφορετικά για αυτές;

Κινηματογράφησα τις Ελληνίδες μετανάστριες για να δείξω σε όλους ότι υπήρξαν αυτές οι γυναίκες, ότι δεν ήταν “αόρατες”, ότι είχαν μια τεράστια δύναμη και την βαθιά επιθυμία να ζήσουν τα παιδιά τους σε ένα καλύτερο κόσμο.

Η τρίτη γενιά μεταναστριών, οι νέες γυναίκες που έφυγαν ή πρόκειται να φύγουν, τώρα, με πτυχία και μεταπτυχιακά, μπορούν πια να επιλέξουν την χώρα που θα εργαστούν και θα ζήσουν. Δεν βιώνεται διαφορετικά σε αυτές η μετανάστευση, όμως, άντρες και γυναίκες, για να επιστρέψουν στην πατρίδα θα πρέπει να βρουν ένα αντίστοιχο εργασιακό περιβάλλον που δεν είναι εύκολο.

-Ένα στιγμιότυπο που μου εντυπώθηκε από την ταινία ήταν το σπαρακτικό τραγούδι της Αγάπης Αρτζανίδου. Θα θέλατε να μας μεταφέρετε πως είναι να κινηματογραφείς μια τέτοια στιγμή;

Και για μένα, παρόλο που προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη, από τις πιο συγκινητικές στιγμές στο «Μητέρα του Σταθμού» ήταν όταν συνάντησα την Αγάπη Αρτζανίδου. Έφυγε μόνη, χωρίς τον άντρα της και βίωσε δυο φορές την μοναξιά μέχρι να σμίξουν και να κάνουν τα παιδιά τους, ένα από αυτά είναι η συγγραφέας, Έλενα Αρτζανίδου που μας μιλάει στο ντοκιμαντέρ για εκείνα τα χρόνια. Φανταστείτε την σκηνή στο μακρινό Μαυρονέρι, ένα χωριό του Κιλκίς, στα βόρεια της λίμνης Πικρολίμνης, μια, σχεδόν, 90χρονη γυναίκα με πρόσωπο δωρικό αλλά και με μια ηρεμία να στήνεται με τρομακτική, ευκολία μπροστά στην κάμερα, όχι μόνο για να μας μιλήσει με αφοπλιστική, ειλικρίνεια για την ξενιτιά αλλά και να μας τραγουδήσει το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Έσκυψαν τα βουνά να την ακούσουν.

-Από την αίσθηση της Ελ. Ορφανίδου για το «ψυχικό τραύμα» της μητέρας της, μέχρι την «έλλειψη» της Έλ. Αρτζανίδου, που η σχέση με τον γονέα βασιζόταν στο γράμμα, ή στο τηλεφώνημα, με έκανε να αναρωτιέμαι, αν λειτούργησε ιαματικά το ντοκιμαντέρ σας για κάποια από τις συμμετέχουσες.

Νομίζω, ότι καθώς αφηγείσαι την ιστορία σου, θέτεις ερωτηματικά για εκείνα τα χρόνια και παίρνεις απαντήσεις μιλώντας πια στον ενεστώτα. Οι περισσότερες και ειδικά τα παιδιά των μεταναστών, η δεύτερη γενιά που έζησε ανάμεσα σε δυο χώρες, σε δυο εκπαιδευτικά συστήματα, αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στην πηγή του τραύματος και να αναμετρηθούν, φωτίζοντας τα άσκημα άλλα και τα καλά.

-Μια συνεντευξιαζόμενη αναφέρει πως η μητέρα της όλο διηγείται και ανατρέχει στα χρόνια της ξενιτιάς. Σε εσάς, και στην πρωτόγνωρη παρουσία μιας κάμερας, μίλησαν εύκολα;

Μου έκανε εντύπωση και νομίζω ότι βγαίνει στην ταινία η ευκολία των μεταναστριών, ειδικά της πρώτης γενιάς να πουν την ιστορία τους μπροστά στον φακό. Η μνήμη λειτούργησε ως κάθαρση. Ξαναζώντας εκείνη την εποχή, γυρίζοντας τα «πρόσωπα καθαρμένα από την μνήμη», φωτίζουν τα βιώματα, την ιστορία τους, τα κίνητρα της φυγής τους από την Ελλάδα, την ανάγκη, το όνειρο για μια καλύτερη ζωή.

-«Η Μητέρα του σταθμού» έχει κάνει το δικό της ταξίδι σε φεστιβάλ σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Τι οφείλει, κατά τη γνώμη σας, να έχει μια αφήγηση για να μην περιορίζεται σε ένα στενό, και εξαιρετικά συγκεκριμένο κοινό;

Το ντοκιμαντέρ μας και χρησιμοποιώ πληθυντικό γιατί δεν θα υπήρχε, αν, όλες, αυτές οι γυναίκες δεν ήταν τόσο πρόθυμες να μοιραστούν την ζωή τους, κατάφερε να μιλήσει στην καρδιά των θεατών στα φεστιβάλ που συμμετείχε. Νομίζω, ότι είναι η γνησιότητα του συναισθήματος που συγκίνησε το κοινό, η αλήθεια που από προσωπική γίνεται πανανθρώπινη.

Διαβάστε επίσης:

Η Μητέρα του σταθμού: Ντοκιμαντέρ από την Κωστούλα Τωμαδάκη για τις γκασταρμπάιτερ στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος