Δύο συνθέτες… μια εποχή νεωτερισμών. Το πρόγραμμα ανοίγει ο Αντρέι Γκαβρίλοφ, ο «πιανίστας που έπεσε στη Γη» όπως έχει γράψει ο Guardian. Σολίστας με συναρπαστική ιστορία ζωής που ερμηνεύει το λαμπερό Πρώτο Κοντσέρτο για Πιάνο κι Ορχήστρα του Σ. Προκόφιεφ και το φιλοσοφικών διαστάσεων Κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) του Μ. Ραβέλ. Δημιουργία που γράφτηκε κατά παραγγελία του πιανίστα Πάουλ Βιτγκενστάιν, ο οποίος έχασε το δεξί του χέρι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δύο αντιθετικά έργα – γεμάτο νεανικό ενθουσιασμό το πρώτο, σπαρακτικό αντιπολεμικό στοχασμό το δεύτερο, φιλτράρονται μέσα από το μοναδικό ερμηνευτικό ιδίωμα του Γκαβρίλοφ, που υπόσχεται να μεταδώσει στους ακροατές «ζωντανή τη συνείδηση των συνθετών». Ο Ματίας Φορέμνυ διευθύνει ακόμα την Σουίτα από την όπερα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», σύνθεση με τζαζ επιρροές, αλλά και τη Δεύτερη Σουίτα από το ιμπρεσιονιστικό μπαλέτο Δάφνις και Χλόη του Μωρίς Ραβέλ. «Μία απέραντη μουσική νωπογραφία» σύμφωνα με τον ίδιο, που περιγράφει την εξιδανικευμένη Ελλάδα των ονείρων του.

Το πρόγραμμα με μια ματιά:

  • ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891–1953)
    Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε ρε ύφεση μείζονα, έργο 10
  • ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875–1937)
    Κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) και ορχήστρα σε ρε μείζονα
  • ΚΟΥΡΤ ΒΑΪΛ (1900-1950)
    Σουίτα από την όπερα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ»
  • ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875–1937)
    Δάφνις και Χλόη, σουίτα αρ. 2
  • ΣΟΛΙΣΤ
    Αντρέι Γκαβρίλοφ, πιάνο
  • ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
    Ματίας Φορέμνυ

Το σχόλιο του σολίστ:

Το Κοντσέρτο για αριστερό χέρι του Ραβέλ είναι ένα σπουδαίο μουσικό έργο με φιλοσοφικές διαστάσεις, το οποίο εγείρει τα πιο σημαντικά υπαρξιακά προβλήματα της ανθρωπότητας. Μπροστά μας αποκαλύπτονται σε μουσικές εικόνες η φρίκη του πολέμου, ο εσωτερικός κόσμος ενός ατόμου που έχει περιέλθει σε απάνθρωπες συνθήκες, οι συνέπειες που στερούν από ένα άτομο το μέλλον αν παραμείνει στην πραγματικότητα της αρχαίας ανθρώπινης φύσης.

Σε αντίθεση με το Κοντσέρτο του Ραβέλ, το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Προκόφιεφ αντικατοπτρίζει τη χαρά, ενός θετικού, έξυπνου και υγιέστατου νέου ανθρώπου. Αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα μουσικής διασκέδασης υψηλού επιπέδου.

Το σχόλιο του μαέστρου:

Ανυπομονώ να δουλέψω ξανά μαζί με τους εξαιρετικούς μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει μια δημιουργία του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ, τη Σουίτα από την όπερα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», ένα έργο γεμάτο τζαζ ρυθμούς, μελαγχολικές και προβοκατόρικες μελωδίες, ήχους από σαξόφωνα και ασυνήθιστα «τραχείς» τόνους. Θα ακουστεί, επίσης, η Δεύτερη Σουίτα από το μπαλέτο «Δάφνις και Χλόη» του Μωρίς Ραβέλ, στην οποία ο Ραβέλ συνθέτει την Ελλάδα των ονείρων του. Στο πρώτο μέρος, ο διεθνώς αναγνωρισμένος Αντρέι Γκαβρίλοφ ερμηνεύει δύο πιανιστικά κοντσέρτα, το Πρώτο Κοντσέρτο του Σ. Προκόφιεφ και το Κοντσέρτο για αριστερό χέρι του Μ. Ραβέλ.

Για την ιστορία…

ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891 – 1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.1 σε ρε ύφεση μείζονα, έργο 10
1. Allegro brioso –
2. Andante assai –
3. Allegro scherzando – Poco sostenuto – Animato

Ως σπουδαστής στο περίφημο Ωδείο της Αγ. Πετρούπολης, ο Σεργκέι Προκόφιεφ μελέτησε πιάνο με τη σπουδαία πιανίστα Άννα Γιεσίποβα και διεύθυνση ορχήστρας με τον Νικολάι Τσερέπνιν (ενώ παράλληλα μελέτησε σύνθεση ιδιωτικά με τον Σεργκέι Τανέγιεφ). Το 1914 αποφοίτησε από το Ωδείο αποσπώντας υψηλές διακρίσεις και το βαρύτιμο βραβείο «Άντον Ρουμπινστάιν». Το δεύτερο το κέρδισε χάρη στην εκτέλεση του Πρώτου του Κοντσέρτου για πιάνο, το οποίο είχε γραφτεί λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1911. Η πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου ωστόσο είχε δοθεί στις 7 Αυγούστου 1912 σε ένα προάστιο της Μόσχας υπό τη διεύθυνση του Κονσταντίν Σαράτζεφ – και αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός πιανίστας έπαιξε με ορχήστρα ως σολίστ. Ο ίδιος ήταν άρτια προετοιμασμένος για τη συναυλία αυτή αλλά αντιμετώπισε διάφορες απρόοπτες δυσκολίες: το κοστούμι που επρόκειτο να φορέσει κλάπηκε όταν ήταν καθοδόν προς την αίθουσα, το διαθέσιμο πιάνο απείχε πολύ από το να είναι ιδανικό, η ορχήστρα δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί το ύφος της μουσικής, ενώ οι μουσικοί των κόρνων συγκεκριμένα αρνήθηκαν να παίξουν από το υπάρχον μουσικό υλικό αναγκάζοντας τον συνθέτη να το ξαναγράψει με πιο ευανάγνωστο τρόπο κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Παρόλα αυτά, η πρεμιέρα του Πρώτου Κοντσέρτου ήταν επιτυχής και ο νεαρός πιανίστας και συνθέτης κλήθηκε να παίξει τρία ανκόρ. Φυσικά, δεν έλειψαν και τα αρνητικά σχόλια από κάποιους κριτικούς, που βρήκαν το έργο «τραχύ, ακατέργαστο, πρωτόγονο και κακόφωνο».

Ο συνθέτης θεωρούσε όμως το Πρώτο του Κοντσέρτο για πιάνο ως το πρώτο, λίγο-πολύ ώριμο έργο του και είχε απόλυτο δίκιο, μιας και κανείς συναντά ξεκάθαρα σε αυτό στοιχεία που έμελλε να κυριαρχήσουν και να εξελιχθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του δημιουργικού του βίου. Το Κοντσέρτο είναι αρκετά σύντομο, με τα τρία μέρη του να ακούγονται χωρίς διακοπή. Με την έναρξη του έργου, πιάνο και βιολιά σε ταυτοφωνία εκθέτουν μία λαμπερή μελωδία, η οποία επανέρχεται άλλες δύο φορές, στη μέση και στο τέλος του Κοντσέρτου, λειτουργώντας ως στυλοβάτης του συνολικού μουσικού οικοδομήματος. Ανάμεσα σε αυτές τις επανεμφανίσεις, το πιάνο κυριαρχεί με πυροτεχνηματικά περάσματα, εκτός από το αιθέριο μεσαίο μέρος, όπου παίρνει τη σκυτάλη από την ορχήστρα στην ανάδειξη και φορτισμένη ανάπτυξη ενός λυρικού θέματος. Το γρήγορο και παιγνιώδες τρίτο μέρος αποτελεί νοηματικά εξέλιξη του πρώτου και περιλαμβάνει μία θεαματική σολιστική καντέντσα, μετά από το πέρας της οποίας η μουσική οδεύει σταθερά προς την ύστατη εμφάνιση της αρχικής μελωδίας που ολοκληρώνει θριαμβευτικά το Κοντσέρτο.

ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875 – 1937)
Κοντσέρτο για πιάνο (αριστερό χέρι) και ορχήστρα σε ρε μείζονα

Ο Αυστριακός πιανίστας Πάουλ Βιτγκενστάιν (1887 – 1961) υπήρξε γόνος μίας πολύ πλούσιας οικογένειας με πάθος για την μουσική. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Βιτγκενστάιν κατατάχθηκε στον αυστριακό στρατό και λίγους μήνες αργότερα τραυματίστηκε από σφαίρα στον δεξιό αγκώνα, με αποτέλεσμα το δεξί του χέρι να ακρωτηριαστεί. Αποφασισμένος όμως να μην εγκαταλείψει την πιανιστική του καριέρα, εκμεταλλεύτηκε την περιουσία του και ζήτησε από σημαίνοντες συνθέτες της εποχής να γράψουν για εκείνον έργα για αριστερό χέρι. Έτσι προέκυψαν μεταξύ άλλων και αρκετά έργα για αριστερό χέρι και ορχήστρα των Ρ. Στράους, Κόρνγκολντ, Μπρίττεν, Χίντεμιτ κ.ά.

Ο Βιτγκενστάιν απηύθυνε ανάλογο αίτημα και στον Μωρίς Ραβέλ, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε πάνω στο κοντσέρτο για πιάνο σε σολ μείζονα. Ο Ραβέλ θεώρησε ενδιαφέρουσα την πρόταση του Βιτγκενστάιν και για ένα διάστημα παραμέρισε την σύνθεση του κοντσέρτου σε σολ μείζονα, για να αφοσιωθεί σε αυτό για αριστερό χέρι. Μελέτησε μάλιστα ορισμένα σημαντικά προϋπάρχοντα έργα για αριστερό χέρι, όπως τις 6 Σπουδές του Σαιν-Σανς και τις ασκήσεις του Γκοντόφσκυ πάνω στις σπουδές του Σοπέν. Το κοντσέρτο για αριστερό χέρι ολοκληρώθηκε το 1930 και είναι γραμμένο σε ένα μέρος. Η πρεμιέρα του δόθηκε στην Βιέννη στις 5 Ιανουαρίου 1932 με σολίστα τον Βιτγκενστάιν και την Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης υπό την διεύθυνση του Ρόμπερτ Χέγκερ.

Ο ίδιος ο συνθέτης αναγνώρισε τις έντονες επιρροές του εν προκειμένω από την τζαζ, όπως επίσης και την συνειδητή του προσπάθεια να δώσει την αίσθηση, ότι ο πιανίστας παίζει και με τα δύο χέρια, γεγονός που καθιστά την πιανιστική γραφή εξαιρετικά πυκνή και δεξιοτεχνική. Το έργο είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο δραματικά του Ραβέλ, ενώ η σκοτεινή του ατμόσφαιρα έχει εκληφθεί από ορισμένους αναλυτές ως ένα έμμεσο σχόλιο του συνθέτη για την τραγικότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

ΚΟΥΡΤ ΒΑΪΛ (1900 – 1950)
Σουίτα από την όπερα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ»
1. Allegro giusto
2. Moderato assai
3. Lento
4. Molto vivace
5. Largo

Ο συνθέτης Κουρτ Βάιλ μαζί με το δραματουργό Μπέρτολντ Μπρεχτ δημιούργησαν το λεγόμενο «επικό μουσικό θέατρο» με σκοπό την κοινωνική κριτική. Τα δύο γνωστότερα δείγματα της γόνιμης συνεργασίας τους είναι η Όπερα της πεντάρας και Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ. Στις 9 Μαρτίου του 1930 δόθηκε η πρεμιέρα της όπερας Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ στο Νέα Θέατρο της Λειψίας, η οποία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και χώρισε τους θεατές σε δύο παρατάξεις. Το έργο απώθησε και γοήτευσε ταυτόχρονα, ενώ αποκάλυψε την ψυχική κατάσταση που η σημερινή ιατρική αποκαλεί «σχιζοφρένεια». Η πόλη Μαχαγκόννυ (μια πόλη για γλέντια και καλοπέραση), δεν είναι παρά μια συμβολική καρικατούρα της ελευθερίας: ένα μυθικό μέρος κάπου στη Β. Αμερική, όπου ο καθένας μπορεί να ζήσει όπως τον ευχαριστεί. Κατοικείται από τυχοδιώκτες, άθλια υποκείμενα, εγκληματίες, προαγωγούς και πόρνες. Πολλά τραγούδια της όπερας, πάνω στα θέματα των οποίων στηρίζεται η Σουίτα για ορχήστρα, είναι γραμμένα σε αγγλικά με πρωτόγονη διατύπωση, αυτή που χρησιμοποιούσαν οι Ευρωπαίοι μετανάστες στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στη «Γη της Επαγγελίας». Τα τραγούδια είναι απλές μελωδίες με συνοδεία συγχορδιών, ενώ η πολυφωνία εμφανίζεται στα ορχηστρικά ιντερλούδια και τις εισαγωγές των τραγουδιών. Διακρίνει κανείς έντονη επιρροή της μουσικής τζαζ, όχι μόνο στον ρυθμό αλλά και στη μελωδία, με στοιχεία από το φοξ-τροτ και τα μπλουζ της δεκαετίας του ’20. Ο Βάιλ με τη μουσική του ήρθε σε αντίθεση με τις τότε προτιμήσεις του κοινού της όπερας. Σήμερα η μουσική του μάλλον μας διασκεδάζει παρά μας προβληματίζει, όπως θα ήθελε ο συνθέτης.

Η Σουίτα από την όπερα Μαχαγκόννυ αποτελείται από μέρη του έργου, τα οποία συντμήθηκαν σε ορισμένα μόνο σημεία. Στην αρχή ακούγεται η εισαγωγή της όπερας, η οποία ακολουθείται από ένα συναισθηματικό μέρος βασισμένο στη γνωστή μελωδία του Alabama Song (O moon of Alabama). Μετά από ένα εμβατήριο ακολουθεί το λυρικό ντουέτο των δύο πρωταγωνιστών, όπου το βιολί παίζει το μέρος της Τζένυ, ενώ το βιολοντσέλο το μέρος του Τζίμυ Μαχόνυ. Στο επόμενο μέρος, ο τυφώνας που απειλεί να καταστρέψει την πόλη παριστάνεται από ένα γρήγορο θέμα που εισάγεται με τη μορφή κανόνα και καταλήγει σε ουνίσονο της ορχήστρας. Ακολουθεί το ντουέτο για την αγάπη· έχει ήρεμο χαρακτήρα και η εκφραστικότητά του αποδίδεται με τον θαυμάσιο συνδυασμό των ξύλινων πνευστών και των εγχόρδων. Η Σουίτα τελειώνει με το τελευταίο μέρος της όπερας, όπου ανακαλούνται θέματα του έργου πάνω σε ένα σταθερό επαναλαμβανόμενο ρυθμικό σχήμα των εγχόρδων.

Κείμενο: Αμαλία Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου (ανατύπωση από πρόγραμμα συναυλίας της Κ.Ο.Α. στις 19.12.1997)

ΜΩΡΙΣ ΡΑΒΕΛ (1875 – 1937)
Δάφνις και Χλόη
Σουίτα αρ.2
1. Ξημέρωμα
2. Παντομίμα
3. Γενικός χορός

Ο κατάλογος των συνθετών, που συνεργάστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα με τα θρυλικά «Ρωσικά Μπαλέτα» του ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, περιλαμβάνει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως αυτά των Ντεμπυσύ, Στραβίνσκυ, Προκόφιεφ, Σατί, Πουλένκ, ντε Φάγια, Στράους και φυσικά του Μωρίς Ραβέλ. Ο τελευταίος έλαβε το 1909 παραγγελία για την σύνθεση ενός μπαλέτου βασισμένου στο γνωστό βουκολικό ερωτικό μυθιστόρημα του αρχαίου συγγραφέα Λόγγου (3ος αιώνας μ. Χ.) «Δάφνις και Χλόη», που είχε άλλωστε αποτελέσει πηγή έμπνευσης για Γάλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες ήδη από τον 16ο αιώνα. Η μουσική για το μπαλέτο, που ο Ραβέλ ολοκλήρωσε το 1912, είναι χαρακτηριστική αφενός της εξαιρετικά γόνιμης περιόδου στη ζωή του συνθέτη και αφετέρου της πλούσιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας στο Παρίσι της εποχής. Η πρεμιέρα του μπαλέτου, στις 8 Ιουνίου 1912, στο Θέατρο του Σατλέ (σε χορογραφία του Μισέλ Φοκίν και μουσική διεύθυνση του Πιέρ Μοντέ), δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής αλλά για λόγους ανεξάρτητους της υψηλής ποιότητας της μουσικής αυτής καθ’ αυτήν, που για πολλούς (ακόμα και για τον ίδιο τον Στραβίνσκυ) είναι όχι μόνο η καλύτερη του Ραβέλ αλλά και μία από τις πιο όμορφες συνθέσεις της γαλλικής μουσικής στο σύνολό της. Έτσι, οι δύο ορχηστρικές σουίτες που ο συνθέτης μορφοποίησε, έχουν κατακτήσει δικαίως μία σημαντική θέση στο παγκόσμιο συμφωνικό ρεπερτόριο.

Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από δύο νέους, που έχοντας εγκαταλειφθεί από παιδιά μεγαλώνουν στην Λέσβο και βιώνουν τον μεταξύ τους έρωτα καλούμενοι να ξεπεράσουν διάφορες αντιξοότητες (έναν αντίζηλο, απαγωγή από πειρατές) με τη βοήθεια του θεού Πάνα και των Νυμφών. Ο Ραβέλ χαρακτήρισε τη μουσική του ως «μία χορογραφική συμφωνία σε τρία μέρη» και περιέγραψε ως εξής τις προθέσεις του: «Θέλησα να συνθέσω μία απέραντη μουσική νωπογραφία, λιγότερο επικεντρωμένη στο αρχαϊκό στοιχείο και περισσότερο πιστή στην Ελλάδα των ονείρων μου, που είναι πολύ κοντά σε αυτήν που φαντάστηκαν και ζωγράφισαν οι Γάλλοι καλλιτέχνες στο τέλος του 18ου αιώνα. Το έργο είναι δομημένο με συμφωνικό τρόπο πάνω σε ένα πολύ αυστηρό τονικό σχέδιο, βασισμένο σε έναν μικρό αριθμό μοτίβων, η πλήρης ανάπτυξη των οποίων εξασφαλίζει την συμφωνική ομοιογένεια». Καθεμία από τις σουίτες αποτελείται από τρία μέρη που ακούγονται χωρίς διακοπή· ο συνθέτης αξιοποιεί τις εκτεταμένες ορχηστρικές δυνάμεις με τον πιο σαγηνευτικό και ευφάνταστο τρόπο μεταφέροντάς μας σε μία μυθική ατμόσφαιρα, που συνδυάζει μυστήριο, αισθησιασμό αλλά και φρενήρη, «βακχική» ενέργεια.

Διαβάστε επίσης:

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα 2023-2024
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Το πρόγραμμα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2023
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Τα highlights της καλλιτεχνικής περιόδου 2023-2024