Η Κριστίν Λαβρανσντάτερ ζει στη Νορβηγία του 1300 μ.Χ. με τον πατέρα της, Λάβρανς, αγρότη και πολύ αγαπητό στην περιοχή του, τη μητέρα της, Ράγκνφριντ, θρησκευόμενη, σοβαρή και μελαγχολική γυναίκα, και τις αδελφές της. Όταν φτάνει στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς της την προξενεύουν με τον Σίμον, γιο ιππότη, κάτι που εκείνη δέχεται με ευκολία, και τον αρραβωνιάζεται. Όμως κάποια στιγμή γνωρίζει τον ιππότη Έρλεντ και τον ερωτεύεται παράφορα, όπως και αυτός εκείνη. Ο Έρλεντ έχει όμως βεβαρυμμένο παρελθόν, καθότι έχει ζήσει και έχει κάνει παιδιά με παντρεμένη γυναίκα, και αυτό για τα ήθη της εποχής ήταν ανήκουστο, ειδικά για τους γονείς της Κριστίν, οι οποίοι δεν δίνουν τη συγκατάθεσή τους να γίνει αυτός ο γάμος. Οι δυο νέοι θέλουν πολύ να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί, και η Κριστίν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αγάπη της για τον Έρλεντ και την αγάπη της για τον Θεό και τους γονείς της, καθώς είναι και η ίδια βαθιά θρησκευόμενη.

Το μυθιστόρημα “Kristin Lavransdatter – Το Στεφάνι” μιλάει για τη ζωή και τα διλήμματα μιας γυναίκας, αλλά και των ανθρώπων που την περιβάλλουν, στον νορβηγικό Μεσαίωνα, με τη θρησκεία πανταχού παρούσα, ακόμα και σε καθημερινά και πρακτικά ζητήματα. Μια ρεαλιστική ηθογραφία της εποχής, και παράλληλα μια διαχρονική προσέγγιση της αγάπης, του έρωτα, της συζυγικής πίστης, του γάμου, της οικογένειας, της φιλίας, της προδοσίας και όλων εκείνων των συναισθημάτων που σε όλες τις εποχές, παρά την τεχνολογική και διανοητική πρόοδο, παραμένουν ίδια, αναλλοίωτα και αιώνια.

Σίγκριντ Ούντσετ:

Η Σίγκριντ Ούντσετ (Sigrid Undset, 20 Μαΐου 1882 – 10 Ιουνίου 1949) ήταν Νορβηγίδα μυθιστοριογράφος, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1928.

Η Ούντσεντ γεννήθηκε στο Καλουντμπόργκ της Δανίας, αλλά η οικογένειά της μετακόμισε στη Νορβηγία όταν εκείνη ήταν δύο ετών. Το 1924 ασπάστηκε τον καθολικισμό. Διέφυγε από τη Νορβηγία και κατέφυγε στις ΗΠΑ το 1940 εξαιτίας της αντίθεσής της στη Ναζιστική Γερμανία και τη γερμανική κατοχή, αλλά επέστρεψε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945.

Το γνωστότερο έργο της είναι το Kristin Lavransdatter (το όνομα της πρωταγωνίστριας), μια τριλογία για τη ζωή στη Νορβηγία τον Μεσαίωνα, γύρω στο 1300 μ.Χ., που απεικονίζεται μέσω των εμπειριών μιας γυναίκας από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό της. Οι τρεις τόμοι της εκδόθηκαν από το 1920 ως το 1922 και τιτλοφορούνται: Το στεφάνι (Kransen), Κυρά του σπιτιού (Husfrue) και Ο σταυρός (Korset).

Η Ούντσετ ξεκίνησε το συγγραφικό της έργο σε ηλικία 22 ετών, και παρά τις πρώτες απορρίψεις εκ μέρους εκδοτών, γνώρισε στη συνέχεια μεγάλη επιτυχία. Πειραματίστηκε με νεωτεριστικά σχήματα λόγου στα μυθιστορήματά της, όπως ο εσωτερικός μονόλογος. Στα έργα της πραγματεύεται με ρεαλισμό ζωές απλών ανθρώπων της Νορβηγίας, τόσο κατά τον Μεσαίωνα όσο και συγχρόνων της, με κύριο θέμα τον έρωτα, τον γυναικείο ρομαντισμό και τη γυναικεία απιστία, τον γάμο και τις σχέσεις. Συχνά θεωρήθηκε προκλητική για τα ήθη της εποχής, καθώς οι ηρωίδες της ήταν πολλές φορές άπιστες σύζυγοι. Τα μυθιστορήματά της είναι αφενός ιστορικά–κοινωνιολογικά (όταν πρόκειται για την εποχή του νορβηγικού Μεσαίωνα), αφετέρου υπαρξιακά και αισθηματικά.

Έγινε μέλος της Ένωσης Νορβηγών Συγγραφέων το 1907 και από το 1933 ως το 1935 ήταν επικεφαλής του Λογοτεχνικού Συμβουλίου της, υπηρετώντας τελικά ως πρόεδρος της ένωσης από το 1936 ως το 1940.

Η Ούντσετ πέθανε σε ηλικία 67 ετών στο Λιλλεχάμερ της Νορβηγίας, όπου είχε ζήσει από το 1919 ως το 1940. Στο ίδιο μέρος αναπαύονται η κόρη της και ο γιος της, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς όταν εισέβαλαν στη Νορβηγία.