Πενιχρή ως προς το συγγραφικό και καλλιτεχνικό αποτύπωμά της η περίοδος της εαρινής σύναξης επιχορηγούμενων και μη θεατρικών ομάδων κάθε άλλο παρά μια αίσθηση δροσιάς εξέπεμψε μετά από μια, ως συνήθως, φορτωμένη σε πληροφορίες, τάσεις, πρόσωπα και πράγματα χειμερινή δραστηριότητα. Κοινός παρονομαστής η από σκηνής διατράνωση των καθόλα αποδεκτών μηνυμάτων της κινηματικής δράσης των τελευταίων ετών (πλην όμως με μια διάθεση που ταυτίζεται πλέον με την έλλειψη θεματικών και εναλλακτικών κατευθύνσεων), η κοινωνικοπολιτική κριτική, η ανάδειξη των ταυτοτήτων, η σχέση θεάτρου-πραγματικής ζωής. Μόνο που η διατράνωση όλων αυτών των μηνυμάτων στερούνταν μιας διαδικασίας σύνθετα καλλιτεχνικής, με τρόπο που να στοχεύει όχι μόνο στη διάνοια, αλλά και σε μια ευρύτερη αισθητηριακή συμμετοχικότητα του θεατή.
Επιλέγονται, ενδεικτικά, τέσσερις παραστάσεις αυτής της περιόδου: «Ένας εχθρός του λαού» (σκηνοθεσία Γεωργία Μαυραγάνη), «Ριχάρδος ΙΙΙ*» του Ανδρέα Φλουράκη (σκηνοθεσία Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη , «Κάτι διαφορετικό 2» από την ομάδα C for Circus και την Άρτεμη Γρύμπλα (σκηνοθεσία Παναγιώτης Γαβρέλας), «Αίμα στη σκηνή» του Τσάρλς Λάντλαμ (σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη).
«Ένας εχθρός του λαού»
Ορθή και προσεκτική, κατ’αρχάς, η επιλογή της Γεωργίας Μαυραγάνη να συστήσει το ιψενικό αριστούργημα με το αόριστο άρθρο του τίτλου, που εσκεμμένα ο Ίψεν χρησιμοποιεί για να καθολικεύσει το γεγονός που στηλιτεύει. Στον αισθητικά και λειτουργικά απαράδεκτο χώρο του «Ρεκτιφιέ» της οδού Κωνσταντινουπόλεως ο πειραματικός οίστρος μετατρέπεται σε modus operandi, ανασύροντας λογικές προπαγανδιστικού-αγωνιστικού θεάτρου, καθώς μετατρέπει το «Ένας εχθρός του λαού» σε ένα είδος λαϊκής συνέλευσης και μπρεχτικού διδακτικού έργου με αναγωγές στο ντοκουμέντο, στο κολεκτιβίστικο θέατρο της Sinaia Bluza και στην Χάλι Φλάναγκαν. Ως εκ τούτου, το σκάνδαλο των μολυσμένων πηγών, που περιγράφει ο συγγραφέας, συναρτάται με όλα τα κακώς κείμενα που σοβούν στο υπέδαφος των σύγχρονων κοινωνιών, στις οποίες ο ιδεαλισμός, ο ανθρωπισμός και το ελεύθερο πνεύμα δαιμονοποιούνται και καταπνίγονται. Η συνολική επιλογή να συρρικνωθούν όλες οι πράξεις και να καταστεί κέντρο βάρους η, χωρίς αμφιβολία, κομβική τέταρτη είναι δηλωτική του ενδιαφέροντος της σκηνοθέτριας για μια ιδεολογική διακίνηση του έργου, μπροστά στην οποία όλη η δραματουργική στρουκτούρα και κατασκευή φαντάζει ευχειραγώγητη. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν σχεδόν αδύνατον να συλλάβουν οι ηθοποιοί τη βραδύκαυστη ενέργεια που διαχέεται στο κείμενο, καθώς οι σχηματικότητες της mise en place, οι φτωχές ασκήσεις μεγερχολντικής βιομηχανικής και οι δημοσιογραφικής χροιάς ήχοι αποστέωσαν κάθε έννοια συνοχής, συνέχειας, χαρακτήρα και εποπτείας του κοινωνικού milieu που συνυφαίνεται αναπόδραστα και με σημερινές αντίστοιχες μορφές.
«Ριχάρδος ΙΙΙ*»
Ατυχές το εγχείρημα του Ανδρέα Φλουράκη και της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη να συγκεράσουν το σαιξπηρικό έργο με τις κακοποιητικές πρακτικές που καταγγέλλει το κίνημα #metoo στην παράσταση που παρουσιάστηκε στο Σύγχρονο Θέατρο. Η διαφορετική κλίμακα μεγέθους, ανάμεσα σε μια οικουμενικών διαστάσεων κατάδειξη των μηχανισμών της εξουσίας, που περιγράφει ο Σαίξπηρ, και τις καθεστωτικές συμπεριφορές στο χώρο του θεάματος, που τόλμησε να συζητήσει ανοιχτά το #metoo, δημιούργησαν μια mise en abyme εν πολλοίς αδικαιολόγητη και ασφαλώς ετεροβαρή, κατά την οποία τα επίπεδα αδυνατούσαν να επικοινωνήσουν οργανικά μεταξύ τους. Σε όλα τα στάδια, και ίσως λιγότερο στο τέλος, στη σκηνή του παραληρήματος του Ριχάρδου Γ’, (και αυτό ακόμα με πολλή προσπάθεια εσωτερικής επεξεργασίας εκ μέρους του θεατή), η έννοια της εγκιβώτισης έμοιαζε έκθετη, ασύνδετη, ανίσχυρη και αρκούντως προβληματική σε επίπεδο δραματουργικής διάταξης. Εντούτοις, το θετικό πρόσημο της παράστασης παρέμεινε η ερμηνεία του Ορέστη Τζιόβα, που, σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσε να κομίσει το όλον του ρόλου του Ριχάρδου Γ’ με μια, ομολογουμένως, ενδιαφέρουσα ερμηνεία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Κάτι διαφορετικό 2»
Συνδυασμός μουσικοθεατρικού μπουλουκιού, βαριετέ και με αναφορές στο πνεύμα του Ελεύθερου Θεάτρου και της υφολογίας της επιθεώρησης του Μποστ, η παράσταση των C for Circus «Κάτι διαφορετικό 2» στο θέατρο Τζένη Καρέζη κέρδισε τις εντυπώσεις σε ενέργεια και αυτοσχεδιαστική παρόρμηση, παρέμεινε, ωστόσο, προσδεδεμένη σε κλισέ αφηγήματα που συνεγείρουν περισσότερο ως συνθήματα και φωνές διαμαρτυρίας παρά ως ουσιαστικές παρεμβάσεις. Το ιδιότυπο σκηνικό «ταξίδιον της ζωής» που επιχείρησαν περιλάμβανε λίγο απ’όλα: πατριαρχία, υποκλοπές, μπαζώματα, Μενδώνη, θεατρικά βραβεία κ.ο.κ. με τη λογική μιας ομφαλοσκοπικής σκηνικής θεώρησης του κοινωνικοπολιτικού τοπίου και σε άμεση σχέση με ένα κοινό που αρέσκεται να χασκογελά (πολλές φορές αδικαιολόγητα ηχηρά), βγάζοντας, μεταφορικά, τη γλώσσα σε συστήματα, νόρμες, παραδόσεις, ήθη. Παιγνιώδες, σπονδυλωτό, ενίοτε αυθάδες -για το μέσο μέτρο- το «Κάτι διαφορετικό 2» δεν αποδείχθηκε τόσο διαφορετικό όσο ευαγγελιζόταν, καθώς υπέπεσε σε παγίδες που ενδεχομένως θα ήθελε να αποφύγει (π.χ. οι σατιρικές σκηνές των τοκετών θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αμιγώς σεξιστικές, εκτός και αν η ατζέντα της πολιτικής ορθότητας, που εκ των πραγμάτων θέτει όρια στο κωμικό πνεύμα, πρέπει να συμβαδίζει και με την υπονόμευσή της).
«Αίμα στη σκηνή»
Ίσως από τις λίγες έντιμες εαρινές παραστάσεις, η κωμωδία «Αίμα στη σκηνή» του Τσαρλς Λάντλαμ σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη που παρουσιάστηκε στο Σύγχρονο Θέατρο, συντονίστηκε και με την ανάγκη μιας σχετικής αποφόρτισης από το βάρος της χειμερινής σαιζόν. Παρά το γεγονός ότι η επικαλούμενη ανάδειξη των έμφυλων ταυτοτήτων δεν συνιστά, εντέλει, το ζητούμενο μιας μεταθεατρικού τύπου σάτιρας με πλήθος μεταμφιέσεων και αλλεπάλληλα γκανγκς, η σκηνοθεσία είχε να επιδείξει μια επιτυχή «συνομιλία» ανάμεσα στο κυρίως κείμενο και το θέατρο εν θεάτρω, τα στοιχεία της μαύρης κωμωδίας, τη σκιαγράφηση των διαφόρων τύπων, τους συνεπείς σκηνικούς ρυθμούς. Ατού της παράστασης, πέρα από τη σκηνοθετική γραμμή, η ερμηνεία του Θάνου Λέκκα που «κρεάρησε»* κυριολεκτικά στους ρόλους που επωμίστηκε.
*Κρεάρω = δημιουργώ (λέξη συχνά χρησιμοποιούμενη από παλαιότερους κριτικούς)
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Από την παράσταση ΑΙΜΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ © Κωνσταντίνος Λέπουρης