Ο Λαρς Νόρεν συνιστά, αναμφίβολα, μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση του σουηδικού θεάτρου της τελευταίας πεντηκονταετίας. Η δραματουργία του, την ίδια στιγμή που κομίζει μια ακτινοσκοπική καταγραφή της υπαρξιακής κρίσης που σοβεί στην ερμητικά κλειστή βόρεια ψυχή, κατορθώνει να απευθυνθεί και σε ένα εκτός των τειχών ευρύ φάσμα κοινού, του οποίου η εμπειρία προέρχεται από τα αδιέξοδα των αδηφάγων σύγχρονων μητροπόλεων και των κοινωνικών, και ως επί το πλείστον οικογενειακών, σχέσεων που ενδημούν σε αυτές.
Συχνά ο Λαρς Νόρεν θεωρείται το «τρομερό παιδί» της σουηδικής σκηνής μετά τον Αύγουστο Στρίντμπεργκ και τον Γιάλμαρ Μπέργκμαν, εκτίμηση όχι τόσο ακριβής, καθώς στα έργα του διακρίνουμε εντονότερες επιρροές από τον Πίντερ, τον Ο’Νηλ και τον Άλμπι. Παρόλα αυτά, είναι εμφανής μια προσήλωσή του στην προαιώνια αντιπαλότητα των φύλων, το διάσημο λαϊτμοτίφ του μεγάλου Σουηδού Βάρδου, την οποία προσαρμόζει μέσα στις σημερινές συντεταγμένες. Σεξουαλικές παρεκτροπές, οικογενειακή δυνάστευση, εικόνες παραφοράς, επιθυμία για διαφυγή από τον κλοιό των εξαρτητικών δεσμών συγκροτούν τους κύριους ιστούς της θεματολογίας του. Πίσω από βραδυφλεγείς συνθήκες, εκρηκτικούς διαλόγους και βίαιες εκδηλώσεις δεν παραλείπει να αφήσει ισχυρά ίχνη πολιτικών θέσεων και να ανατμήσει κοινωνικές παθογένειες, επιδιδόμενος σε μια, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «καλλιέργεια συναισθημάτων». Επιπλέον, επιχειρεί να καταγράψει το συλλογικό μέσα στους θύλακες του απολύτως προσωπικού, χωρίς να φείδεται να εισχωρήσει και στις πλέον σκοτεινές πτυχώσεις της αποχαλινωμένης συνείδησης του σύγχρονου ανθρώπου.
Στο έργο του «Demons» (1984), με στοιχεία in-yer-face θεάτρου, φέρνει αντιμέτωπα δύο, κατά τα φαινόμενα, ζευγάρια της διπλανής πόρτας στην αρένα ενός μοντέρνου, πολυτελούς λοφτ. Αγάπη, μίσος, έρωτας, πάθη, θάνατος, ενοχές και μνήμη συνθέτουν ένα πλέγμα, μέσα από τις υφές του οποίου οι χαρακτήρες προσπαθούν, σε μια ύστατη προσπάθεια, να κατακτήσουν την αυτογνωσία τους και να κατοχυρώσουν ψήγματα συναισθηματικής ασφάλειας και ισορροπίας.
Ο Χρήστος Σουγάρης, στην παράσταση του Θεάτρου Τζένη Καρέζη, αφουγκράζεται τις τονικότητες και συλλαμβάνει τη ρυθμικότητα του κειμένου του Νόρεν, καθοδηγώντας το μέσα από μια σκηνική πραγματικότητα άλλοτε γήινη και σάρκινη και άλλοτε διάφανη και ανάρια, άλλοτε πυκνά λεκτική και άλλοτε δηλωτικά σιωπηρή. Ωστόσο, είναι εμφανής και μια ελαφρά επιτήδευση στη διαχείριση της mise en place, και, ίσως περισσότερο, στον τρόπο διαγραφής των χαρακτήρων που μοιάζει να επηρεάζει την πρόσληψη και κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα αποδεσμεύει τη μουσικότητα και τους υπαινιγμούς του κειμένου, αλλάζοντας «σαρκία» γλώσσας σε κάθε διαφορετική ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται. Η σκηνογραφική δημιουργία της Ελένης Μανωλοπούλου δημιουργεί μια αισθητική όπου το μίνιμαλ συνορεύει με τη συναισθηματική ανεπάρκεια και η πολυτέλεια με την ανάγκη πλήρωσης των εσώτερων κενών. Οι βίντεο δημιουργίες, σε σύλληψη του σκηνοθέτη και υλοποίηση του Πάνου Νικολακόπουλου, δημιουργούν σε πραγματικό χρόνο μια άλλη χωρική διάσταση, καταφύγιο της αποξένωσης των προσώπων και των απωθημένων επιθυμιών τους.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ενδύουν την ατμόσφαιρα με ριπές ανάγλυφων ψυχολογικών τοπίων, ενώ η μουσική του Rns ανασύρει με ήχους μια ύπουλη εικόνα κοσμοπολίτικης αμεριμνησίας.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης, παραδίδει έναν Φρανκ ηχηρών αντιφάσεων, εκλύοντας μια ακατάβλητη ψυχική και σωματική υπερδιέγερση. Ανθρώπινος και ευάλωτος, κυνικός και ζωώδης, θύμα και μαζί θύτης, ο αντιήρωάς του συμπυκνώνει τις ετερόκλητες όψεις του δυτικού αρσενικού που κατατρύχεται από παγιδευτικά στερεότυπα. Η Καταρίνα της Ιωάννας Παππά, οχυρωμένη πίσω από τον μανδύα μιας ψευδεπίγραφης, αν και σε στιγμές υπερβάλλουσας, απάθειας, δίνει έξοχα δείγματα γραφής στις λεπτές αποχρώσεις και μεταπτώσεις των διαθέσεων, επιτρέποντας, εντέλει, να διαφανεί η αφοπλιστική παρουσία μιας κρυφής ευθραυστότητας. Ο Γιάννης Κουκουράκης, στον ρόλο του Τόμας, αποδομεί με κλιμακούμενη δυναμική τις μυθολογίες του αστισμού, πίσω από τον οποίο ελλοχεύουν η ματαίωση και η υπαρξιακή μοναξιά, καταλήγοντας σε ένα αποκαλυπτικό κρεσέντο τραγικής έκθεσης. Τέλος, η παρουσία της Μαρίζας Τσάρη, στον ρόλο της Γκένα, δίνει με σθένος τη γυναικεία φύση που συνθηκολογεί άνευ όρων με τους ψυχαναγκασμούς των κοινωνικών ρόλων και επιταγών και με την κατάπνιξη του φυσικού κόσμου των ενστίκτων.
Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή
Διαβάστε επίσης:
Demons, του Λαρς Νόρεν σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Θέατρο Τζένη Καρέζη