Οι διάχυτες αμφισημίες που χαρακτηρίζουν τη «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς επεκτείνονται και έξω από το «σώμα» του κειμένου της. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σε μια εποχή έξαρσης του μακαρθισμού, και ένα έργο που θίγει ανοιχτά και με παρρησία ζητήματα σεξουαλικής ετερότητας αποσπά βραβείο Πούλιτζερ για το καλύτερο θεατρικό έργο (1955). Και όχι μόνο αυτό. Η τεράστια εμπορική επιτυχία του καθιστά τη σκηνή λυδία λίθο, από την οποία μπορούν να επανακαθοριστούν οι οπτικές μιας κοινωνίας, να διαρραγούν στεγανά, να σμιλευτούν συνειδήσεις, να αμβλυνθεί η ισχύς κυρίαρχων αφηγημάτων.
Κοινωνικό έργο στον πυρήνα του προδίδει καταγωγικά στοιχεία από μεγάλους σταθμούς: από τον Ίψεν αντλούνται τα ερωτικά τρίγωνα, η ανθρωπογεωγραφία αντιθέσεων και οι ενδελεχείς διάλογοι-φορείς της δράσης και, προχωρώντας εγκάρσια, η σφυρηλάτηση του τραγικού προσώπου, η ανάπτυξη των δραματικών εντάσεων, αλλά και η έλευση μιας κάθαρσης, τόσο ομιχλώδους όσο και η διαχρονικά επιχειρούμενη απόδοσή της, απηχεί μια στροφή του βλέμματος στην αρχαία τραγωδία.
Η «Λυσσασμένη Γάτα», ωστόσο, όπως και όλα τα πονήματα του Ουίλιαμς, παραμένει ένα έργο εντοπιότητας, όπου η κριτική δεν γίνεται έξωθεν και διδακτικά, αλλά αφομοιώνεται από το ίδιο το κλειστό πεδίο του προσωπικού, γίνεται ενσυναίσθημα, βίωμα, κραυγή αγωνίας και λυρισμός. Και, παρά το αίτημά του σε αυτή την περίπτωση για μεγαλύτερη δόση ρεαλισμού, ο συγγραφέας επιλέγει να μην υποχωρήσει ως προς τα μέσα του. Για μια ακόμη φορά, επιχειρεί να εξορύξει το πραγματικό από την ποίηση και από σύμβολα-μεταγραφές ονειρικών παραστάσεων, που, εντέλει, μετατρέπονται στην καθαυτή γλώσσα του δράματος: σε μια γλώσσα του υποσυνείδητου, ανακλαστική, αμεσότερη και, κατ’ακολουθία, με περισσότερη αλήθεια.
Η πρώτη πράξη μας εισάγει σε μια ιδιότυπη σχέση, όπου η λαλίστατη και περιγραφική Μάγκυ αγωνίζεται να εξάψει τα συναισθήματα του αλκοολικού και βυθισμένου στις σκέψεις του συζύγου της Μπρικ. Με τρόπο διακριτικό και βραδυφλεγή εισερχόμαστε στα άδυτα ενός τριγώνου, με αιχμές ομοφυλοφιλικού συνδέσμου, που πυροδοτεί ίντριγκες, πράξεις εκδίκησης, μια αυτοχειρία, αλλά και μια αινιγματική προσωπική και συζυγική κρίση. Στη δεύτερη πράξη δεσπόζει ένας αποκαλυπτικός διάλογος ανάμεσα στον Πατέρα (Big-Daddy) και τον γιο του Μπρικ. Ο πρώτος, αντιφατική μορφή, εκπροσωπεί τα σαθρά θεμέλια επάνω στα οποία οικοδομείται η επίπλαστη ευτυχία με όχημα τη δύναμη του χρήματος και της επιβολής, αλλά και μια θέρμη κατανόησης που φωλιάζει μέσα στις οικογενειακές σχέσεις και που περιβάλλει με στοργή τις ιδιαίτερες φύσεις. Ο δεύτερος, γριφώδης και ερμητικός, είναι η ενσάρκωση της άλλοτε θυελλώδους νιότης που παγιδεύεται στην ακινησία και στον αναχωρητισμό και, ενδεχομένως, ενός κοινωνικού θύματος-γεννήματος μιας φοβικής άρνησης του γνήσιου εαυτού. Η τρίτη πράξη, που υπήρξε και αντικείμενο διαφωνιών του συγγραφέα με τον σκηνοθέτη Ελία Καζάν, συνιστά ένα ξεκαθάρισμα οικογενειακών λογαριασμών που, αναλόγως των δύο γνωστών εκδοχών της (της πρωτότυπης και της Broadway version), εκβάλλει σε δύο διαφορετικές λύσεις: σε εκείνη του Ουίλιαμς που προέκρινε την απροθυμία του Μπρικ να ενσωματωθεί σε μια κοινώς αποδεκτή συνθήκη ζωής και στης τελικής βερσιόν που παρουσιάζει την συγκατάνευσή του στις ερωτικές σειρήνες της συζύγου του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εντούτοις, και στις δύο εκδοχές, είναι αναγνωρίσιμη μια αίσθηση μετεωρισμού, γεγονός που φαίνεται να πιστώνεται στη βάση της προβληματικής του συγγραφέα.
Έντιμη και καθαρογραμμένη η «σκηνική γραφή» της «Λυσσασμένης Γάτας» από τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, στο Θέατρο Αθηνά, αναπνέει μέσα από αφαιρέσεις, συμπυκνώσεις και χρονοτοπικές παραπομπές, επιτρέποντας να αποκαλυφθεί ο εσωτερικός φλοιός του δράματος. Η σκηνοθετική γραμμή, παρότι ενίοτε αγγίζει τη σχηματικότητα, υπερθεματίζει δημιουργικά και με παρατήρηση ως προς τα πρόσωπα και τις μεταξύ τους σχέσεις, εμφανίζοντάς τα ως φωτογραφικά αρνητικά μέσα στην περιγραφόμενη πραγματικότητα. Οι φωτιστικές δημιουργίες του Σάκη Μπιρμπίλη οριοθετούν τις ατμόσφαιρες και τα ψυχολογικά τοπία, ενώ ο εικαστικός χώρος που διαμόρφωσε ο σκηνοθέτης, με τη συμβολή των κοστουμιών του Δημήτρη Ντάσιου, παγιώνουν μια εικόνα σκοτεινού κοσμοπολιτισμού.
Ο Γιάννης Βούρος, στο ρόλο του Πατέρα, προσέρχεται με μια αξιοπρόσεκτη ευαρμοστία να υπηρετήσει μια οδηγία βασισμένη στη λιτότητα που περισσότερο σημαίνει και υπαινίσσεται παρά δείχνει, διατηρώντας, παρόλα αυτά, το προνόμιο να διατρανώνει τα κατοχυρωμένα από μια μακρά εμπειρία πλούσια ερμηνευτικά εργαλεία του. Ο Πέτρος Λαγούτης, στο ρόλο του Μπρικ, με απέριττο τρόπο, αλλά και με μια μέριμνα στην ψυχολογική φόρτιση της παρουσίας και στην προβολή της εσωτερικής σύγκρουσης, δίνει ένα ολοκληρωμένο, ώριμο δείγμα γραφής. Η Μαρία Κατσανδρή, ως Μητέρα, σκιαγραφεί τον κόσμο των ψευδαισθήσεων και των προσωπικών μύθων με μια παρουσία σκηνικά κινητική όσο και μεταμορφωτική. Σθεναρή η παρουσία του Κώστα Ανταλόπουλου, στο ρόλο του μεγάλου γιου, Γκούπερ, μεταδίδει περιεκτικά μια φιγούρα από τον κόσμο της συναλλαγής, του υπολογισμού και της υποκρισίας, ενώ η Μένη Κωνσταντινίδου, ερμηνεύοντας την υστερική και ανερμάτιστη Μέη, συγκεντρώνει επάνω της την αταξία και τις σπασμωδικότητες που γεννά η αδηφαγία, ο καιροσκοπισμός και ο κυνισμός. Τέλος, η Μάρθα Λαμπίρη Φεντόρουφ, οικοδομεί μια Μάγκυ στέρεη, δυναμική και αποφασισμένη, επιτρέποντας μέσα σε ένα συγκρουσιακό κλίμα να ακουστούν και ορισμένες ευαίσθητες χορδές.
Διαβάστε επίσης:
Λυσσασμένη Γάτα, του Τενεσί Ουίλιαμς από τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο στο θέατρο Αθηνά