Οι ταινίες «Ανάμεσα στους τοίχους» του Λοράν Καντέ (2008) και «Η μέρα της φούστας» (2009) του Ζαν-Πωλ Λίλιενφελντ κινούνται, λίγο-πολύ, στις ίδιες θεματολογικές συντεταγμένες. Ενόσω έχουν ενταθεί οι μεταναστευτικές ροές προς τη Δύση από εμπόλεμες ζώνες και φτωχές γωνιές του πλανήτη ένας άλλος πόλεμος, κοινωνικός αυτή τη φορά, μαίνεται μέσα στις χώρες υποδοχής. Το ευαίσθητο, και εν πολλοίς προστατευμένο, περιβάλλον της εκπαίδευσης, που καλείται να καταστεί φορέας Παιδείας, φαίνεται να χάνει το συγκριτικό πλεονέκτημά του να αντιτάσσει τη γνώση, την καλλιέργεια, τον προβληματισμό και τις άλλοτε απυρόβλητες αξίες του δυτικού πολιτισμού απέναντι στη βία, στην τυφλή άρνηση, στην παθητικότητα, στον τυχοδιωκτισμό. Στην πραγματικότητα, και στις δύο περιπτώσεις έργων, είναι διάχυτος ένας βαθύς σκεπτικισμός για το κατά πόσο η Παιδεία της Ευρώπης είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο που μαστίζεται από συρράξεις, ανισότητες, φυλετικές διακρίσεις, και ανισοκατανομή αγαθών, απότοκα των οποίων είναι ο φανατισμός και το μίσος. Μήπως τελικά οι αξίες που ευαγγελίζεται έχουν εδραιώσει κραταιά πολιτισμικά στερεότυπα και πολιτικές συνειδήσεις που έχουν πάψει προ πολλού να ανταποκρίνονται στα κελεύσματα των καιρών;
Ειδικότερα στη «Μέρα της φούστας», που είδε τα φώτα της σκηνής στο Théâtre des Béliers το 2019, σε θεατρική προσαρμογή από τον ίδιο τον δημιουργό του, λαμβάνοντας μάλιστα και το Βραβείο του Ιδρύματος Barrière, υπάρχει και ένα επιπλέον δραματουργικό μοτίβο που περιπλέκει περαιτέρω τους συλλογισμούς γύρω από το ακανθώδες ζήτημα της βίας, θέτοντας ευθέως τα εξής ερωτήματα: Ποια είναι τα όρια που χωρίζουν τη βία από την εδραίωση του σεβασμού; Η έλλειψη σεβασμού μήπως υποκρύπτει και έναν αποκλεισμό από το δικαίωμα της επιλογής; Μπορεί η βία να καταστεί αντίδοτο στη βία; Πώς μπορούν οι αρχές ενός ολόκληρου Πολιτισμού να διασωθούν όταν, προκειμένου να μεταλαμπαδευτούν, ακυρώνονται εκκωφαντικά;
Η σκηνική σύνθεση της Ζωής Χατζηαντωνίου στο Θέατρο Δίπυλον, που συγκεράζει στοιχεία του πρωτοτύπου και μιας γερμανικής διασκευής, λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τόσο τη λεπτή υφή του θέματος που πραγματεύεται το έργο όσο και τις δραματουργικές διαστάσεις του: τη μετα-αποικιακή θεώρηση, στον βαθμό που τίθεται στο επίκεντρο η κυρίαρχη οπτική του δυτικού πολιτισμού, η χορικότητα, ως πολιτικός υπαινιγμός, και η κίνηση (πεδίο οικείο στη σκηνοθέτιδα), που μετατρέπεται σε ένα νέο είδος Gestus, δηλωτικό μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, άρρηκτα συνδεδεμένης με τον συμπεριφορικό κώδικα των οικονομικών μεταναστών και προσφύγων.
Ωστόσο, επέρχεται η στιγμή, κατά την οποία η κεντρική ιδέα, γύρω από την οποία περιστρέφεται η δράση (ένα μάθημα Ιστορίας Θεάτρου και Γερμανικής Λογοτεχνίας υπό την απειλή όπλου), παρουσιάζει σημεία κόπωσης, τα οποία η σκηνοθέτης φροντίζει να αμβλύνει με τονωτικές ενέσεις δραματικής έντασης που υποστηρίζονται από μια συμπαγή και συντονισμένη ομάδα, αποτελούμενη από δουλεμένες σωματικά, κινησιολογικά και φωνητικά μονάδες. Η Ελίνα Λούκου (σκηνογραφία) και η Ιωάννα Τσάμη (κοστούμια) δίνουν χωρίς αυστηρούς ρεαλιστικούς όρους την αισθητική του γκέτο, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου αποτυπώνουν με ακρίβεια τις μεταβάσεις από το προσωπικό δράμα στις συγκρούσεις εντός της κοινότητας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Θεοδώρα Τζήμου ενσαρκώνει την καθηγήτρια συστήνοντας έναν νέο ερμηνευτικό εαυτό, περισσότερο εύπλαστο, λιγότερο στερεοτυπικό και, ως εκ τούτου, αυθεντικό, έχοντας ως μέριμνα τον ρυθμό, τις δυναμικές των κορυφώσεων και των αποκλιμακώσεων, καθώς και την ισότιμη αναφορά προς όλους τους χαρακτήρες. Το σύνολο των νέων ηθοποιών, αποτελούμενο από τους/τις Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Βαγγέλη Παπαγιαννόπουλο, Θάνο Κόνιαρη, Στέργιο Μικρούτσικο, Τίτο Πινακά, Γιάννη Σανιδά και Πάνο Χατσατριάν, προσδίδουν με αξιοθαύμαστη αντοχή, σθένος και διαθεσιμότητα υπόσταση σε ανθρώπινες ψηφίδες της καθημερινής ζωής στις γειτονιές των μεταναστών, των οποίων τα δράματα και οι συναισθηματικές εκρήξεις παραμένουν αφανή πίσω από κλειστές πόρτες και σιωπηρούς τοίχους.
Ιδιαίτερης μνείας για την ερμηνευτική τους δεινότητα, μέσω της οποίας αποκρυσταλλώνονται με τρόπο ενδοσκοπικό, όσο και σφαιρικό, τα προφίλ των αντι-ηρώων τους, χρήζουν η Μαρία Αρζόγλου, ο Θάνος Κόνιαρης και ο Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος.
Photo Credit: Άλεξ Κατ
Διαβάστε επίσης:
Η Μέρα της Φούστας, σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου στο Θέατρο Δίπυλον