Το 1880 ο Γάλλος γλύπτης Auguste Rodin αναλαμβάνει από την Πολιτεία τη φιλοτέχνηση μιας διακοσμητικής εισόδου με θέμα τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, την οποία ονόμασε «Η Πύλη της Κόλασης». Το έργο προοριζόταν για την πρόσοψη ενός μουσείου εικαστικών τεχνών που θα οικοδομούνταν στο χώρο όπου άλλοτε δέσποζε το Palais d’Orsay, έδρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είχε πυρποληθεί το 1871 κατά τη διάρκεια των ημερών της Κομμούνας. Ωστόσο, το σχέδιο έμελλε να μην τελεσφορήσει, καθώς στα ερείπια του παλαιού μεγάρου θα τοποθετούνταν ο σιδηροδρομικός σταθμός του Orsay. To 1978, το κτήριο του σταθμού θα ανακηρυσσόταν εθνικό μνημείο και οκτώ χρόνια μετά θα εγκαινιαζόταν η στέγαση σε αυτό του διάσημου Μusée d’Orsay.

Η  «Πύλη της Κόλασης», στην πρωτότυπη μορφή της, είναι ένα μπρούτζινο γλυπτικό σύμπλεγμα που συνδυάζει διαφορετικά θέματα: τις «Τρεις Σκιές», τον «Σκεπτόμενο», το «Φιλί», τη «Δαναΐδα», τον «Ουγκολίνο με τους γιους του» και τη «Μάσκα μιας κλαίουσας γυναίκας». O Rodin, που άντλησε έμπνευση, εκτός από τον Δάντη, από πίνακες του Μichelangelo και του Delacroix και από δημιουργίες του Balzac και του Baudelaire, παρουσίασε το συγκεκριμένο έργο του στο κοινό μόνο μία φορά, σε μια γύψινη εκδοχή, κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1900.

Ο Γιάννης Καλαβριανός, ερχόμενος σε επαφή με αυτό το εικαστικό αριστούργημα, επιχειρεί να μεταγράψει  επεισόδιά του στη σκηνή, ζωντανεύοντας μέσα από το συνδυασμό αφήγησης και διαλογικών μερών, ιστορίες, πρόσωπα και μορφές. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης δημιουργεί ένα άλλου είδους σύμπλεγμα, αυτή τη φορά δραματουργικό, όπου διασταυρώνονται με δεξιοτεχνικό τρόπο τα ντοκουμέντα της ζωής του διάσημου γλύπτη και της θυελλώδους σχέσης του με την ομότεχνή του Camille Claudel με την μεσαιωνική ιστορία που κρύβεται πίσω από το γλυπτό με τίτλο «Το Φιλί» για τον τραγικό έρωτα ανάμεσα στον Paolo Malatesta και την Francesca da Rimini. Τοποθετώντας στο επίκεντρο του έργου την έννοια του χρόνου αποπειράται μια ανατομία της, διαχωρίζοντας τον αντικειμενικά μετρήσιμο χρόνο της δημιουργίας από τις ανεπαίσθητες εκείνες εκλάμψεις των στιγμών, κατά τη διάρκεια των οποίων συλλαμβάνονται οι μεγάλες αλήθειες της ζωής και οι εμπνεύσεις εκείνες που αφηγούνται εις το διηνεκές, και πέρα από χωροχρονικές συντεταγμένες, την αέναη περιπέτεια του ανθρώπου.

Το πόνημα που παραδίδεται διαθέτει μεστότητα νοημάτων, ευελιξία στο πλάσιμο  της φόρμας, ποιότητες ως προς την απόδοση του περιεχομένου και της υφολογίας του λόγου, βαθιά γνώση των υπόγειων διαδρομών της θεατρικής γραφής, καθώς και την αίσθηση ότι ο συγγραφέας ενωτίζεται τη φωνή και τις  δονήσεις των ψυχισμών των προσώπων του. Ποίηση, φιλοσοφικοί στοχασμοί, ιστορικά δεδομένα, όλα συνυφαίνονται με λεπτοϋφή και διακριτικό τρόπο, παγιώνοντας μια σύνθεση αρμονική, δομημένη και ισόρροπη.

Ακριβής και αισθητικά άρτια η σύλληψη της σκηνοθετικής γραμμής, θέλει τα πρόσωπα να παίρνουν πνοή μέσα από τη συνθήκη της ίδιας της τέχνης του Rodin και να καθίστανται σάρκινα γλυπτά που ενώνουν με νοητές γραμμές την τέχνη με τη ζωή, αλλά και οτιδήποτε επισυμβαίνει μέσα στις μικρές και μεγάλες διαστάσεις και κλίμακες του χρόνου: τις κοπιώδεις διαδρομές, τα αναπάντεχα momenti που πυροδοτούν τη φαντασία, τις στιγμές του επανακαθορισμού και του αναστοχασμού, όταν πλέον η δημιουργία μετατρέπεται σε εμπειρία για τις μεταγενέστερες γενιές.

Τόσο τα σκηνικά της Μαρίας Καραθάνου, όσο και τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα, μεταδίδουν κάτι από το φυσικό χώρο της έμπνευσης του εμβληματικού Γάλλου γλύπτη, ενώ η κίνηση της Μαριάννας Καβαλλιεράτου προσδίδει στα σώματα μια αύρα σχεδόν μεταφυσική. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου μπολιάζει τις μορφές με αρμονικό βάθος, ενώ οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου τούς προσδίδουν εσωτερική κίνηση και παλμό, ανακαλώντας τοπία του Appia.

H εμφάνιση της Λυδίας Φωτοπούλου από οθόνης έρχεται ως μια μετάσταση των μεγάλων μύθων στη σφαίρα της μνήμης, με όλη την αποκαλυπτική δύναμη που φέρει το πέρασμα στην αιωνιότητα και η συμφιλίωση με το χρόνο. Ο Γιώργος Γλάστρας κομίζει μια ερμηνεία που μαρτυρά σκηνικό κύρος, εμβρίθεια, ποιητική ουσία, αρμονία και μέτρο. Με μια αξιοπρόσεκτη γλυπτική εσωτερικότητα η Χριστίνα Μαξούρη και με μια στέρεη, εκφραστική  και παλλόμενη διαθεσιμότητα η Λυγερή Μητροπούλου. Τέλος, αξιόλογη και πολλά υποσχόμενη η συμβολή του Κωνσταντίνου Ζωγράφου που εκπέμπει ουσιαστική απλότητα και αμεσότητα.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης:

Η Πύλη της Κόλασης, του Γιάννη Καλαβριανού στο Θέατρο του Νέου Κόσμου