Ένα κριτήριο με το οποίο ζυγίζεται η ποιότητα ενός θεατρικού συγγραφέα είναι το κατά πόσο έχει εντρυφήσει στις λεπτές αποχρώσεις των πονημάτων μεγάλων δραματουργών, μια διεργασία που δεν σχετίζεται τόσο με ζητήματα τεχνικής, φόρμας ή ακόμα και θεματολογίας, όσο με κομβικής σημασίας καταγωγικά στοιχεία του θέατρου, όπως, για παράδειγμα, με την κατασκευή της δραματικής σύγκρουσης, την αρχιτεκτονική της τραγικότητας και την οικοδόμηση του τραγικού προσώπου ή την οργάνωση της εξωτερικής και εσωτερικής δράσης. Υπάρχουν, ωστόσο, και καταγωγικά στοιχεία που έχουν να κάνουν με την προβληματική της δραματουργίας, με τις μεγάλες διερωτήσεις που επανέρχονται με τρόπο σχεδόν τελετουργικό στη σκηνή και που συνιστούν κάτι πολύ βαθύτερο από αυτό που νοούμε ως θεματολογία (π.χ. θέματα υπαρξιακά και οντολογικά, η διασύνδεση ζωής και τέχνης κ.λπ.), ενώ άλλα πάλι αφορούν αισθητικές εκφάνσεις με μεγάλη σκηνική δραστικότητα που χρήζουν συνεχούς αξιοποίησης (π.χ. η ποίηση της σκηνής, η μουσικότητα του λόγου, η προσδιορισμός και η οριοθέτηση των τόπων κ.λπ.).
Η αίσθηση, λοιπόν, ότι ακολουθείται σιωπηρά το νήμα μιας συνέχειας και ότι η συνολική εμπειρία του θεάτρου μετουσιώνεται σε νέες μορφές καθίσταται για τους δημιουργούς μια μεγάλη πρόκληση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε μια γραφή ακραιφνώς θεατρική και σε μια άλλη (π.χ. ένα τηλεοπτικό σενάριο).
Ο Αμερικανός συγγραφέας Stephen Belber μέσα από το έργο του «Η συνάντηση» αποδεικνύει εν τοις πράγμασι ότι έχει διατρέξει τη μεγάλη απόσταση των εμβληματικών σταθμών της παγκόσμιας δραματουργίας με μελέτη και προσήλωση. Χωρίς να υποκύπτει σε τυφλές αναπαραγωγές προτύπων, αξιοποιεί αρχετυπικά θεατρικά παραδείγματα, συνθέτοντας ψήγματά τους και δίνοντάς τους τη δική του πνοή.
Το έργο «Η συνάντηση» αναφέρεται σε μια ιδιότυπη συνέντευξη που παίρνει με πρόσχημα τις ανάγκες μιας διδακτορικής διατριβής ένα νεαρό ζευγάρι από έναν παλαίμαχο καλλιτέχνη του χορού, η οποία, στην πορεία, καταλήγει σε ανάκριση και σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η αξία του έργου αυτού δε οφείλεται μόνο στην καλοφτιαγμένη στόφα του, στη συμπαγή δομή του, στην έντεχνη διαχείριση της ίντριγκας, στη βραδυφλεγή κορύφωση, στις διακριτικές αμφισημίες του, στο παλλόμενο χιούμορ του και στις αέρινες μεταβάσεις του από την εύχαρι διάθεση στους κομψούς δραματικούς τόνους, αλλά και στο γεγονός ότι μας επιτρέπει μέσα από τη διάφανη υφή του να αναγνωρίσουμε ίχνη από τη μακρά διαδρομή του θεάτρου: το εναγώνιο οιδιπόδειο κυνήγι της αλήθειας, την τσεχωφική σύμπλευση του καλλιτεχνικού οράματος με την πεζότητα της ζωής, την ιψενική διεκδίκηση της εσωτερικής ελευθερίας, την πιντερική επαπειλούμενη έξωθεν εισβολή, τους επισκέπτες-αποσταθεροποιητές του Άλμπι…
Δείγμα πρωτοκλασάτης τέχνης, η οποία αποπνέει εμβρίθεια, κάματο, στοχασμό, περίσκεψη, οργανική ταύτιση με την υλική και αισθητηριακή υπόσταση της σκηνής, η «Συνάντηση» στο θέατρο Coronet μας επαναφέρει στις… εργοστασιακές ρυθμίσεις του θεάτρου, σε ένα θέατρο της πραγματικής βιρτουοζιτέ.
Ο Γιώργος Κιμούλης εκκινεί από τα χαρακτηριστικά του τύπου του ηλικιωμένου εκκεντρικού, ομοφυλόφιλου καλλιτέχνη, δημιουργώντας αρχικά ένα πρόπλασμα του προσώπου και, καθώς αριστοτεχνικά σμιλεύει το «υλικό» του φθάνει στον τελικό προορισμό του, τον χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα, τον οποίο αποδίδει όχι με εντυπωσιοθηρικά σχήματα αλλά, σωματοποιώντας τον έσω ψυχικό κόσμο. Με σύμμαχο το wit (πνευματώδες χιούμορ), που υπαγορεύεται από το κείμενο και ο ίδιος απογειώνει, δημιουργεί μια ήσυχη επιφάνεια της οποίας, σε ανύποπτο χρόνο, ταράζει τα νερά για να μας καταβυθίσει, στη συνέχεια, στις σκοτεινές και έκθετες πλευρές της συνθήκης του ήρωά του.
Με μια πηγαία αίσθηση μέτρου η Κατερίνα Θεοχάρη ερμηνεύει το ρόλο της συζύγου, φωτίζοντας όλες τις δυνατές πτυχές: την προσκόλληση στο καθήκον, τα αντικρουόμενα συναισθήματα, τα αδιέξοδα, τους φόβους, αλλά και την αποφασιστικότητα και την ευαισθησία. Όσο για τον Βασίλη Γιακουμάρο εκπέμπει με σθένος τους σπινθηρισμούς του έκρυθμου ψυχισμού που αναζητά αγωνιωδώς τα σημάδια μιας χαμένης ταυτότητας και δικαιοσύνη, μετατρέποντας, στο τέλος, τη δυναμική, όσο και αδέξια, παρουσία του χαρακτήρα του σε μια ματαιωμένη τραγική φιγούρα.
Η μετάφραση του Γιώργου Κιμούλη προδίδει εμπεδωμένη γνώση για τη «θερμοκρασία» της σκηνής και τον άμεσο τρόπο απεύθυνσης προς το κοινό, η δε σκηνική δημιουργία της Κατερίνας Σβορώνου, λειτουργική και απέριττη, «μεταφράζει» τον κατακερματισμό της ζωής του μοναχικού καλλιτέχνη όσο και το αίσθημα μελαγχολίας που σοβεί κάτω από τις ιλαρές εκδηλώσεις του.
Διαβάστε επίσης:
Η Συνάντηση, του Stephen Belber σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη στο Coronet