Δεν είναι σίγουρο ότι μια ακόμα σκηνική «συνάντηση» με ένα από τα μεγάλα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς θα δικαιολογούσε, εκ νέου, εκτεταμένες αναφορές στα γνώριμα λάϊτ μοτίφ του: στον ποιητικό ρεαλισμό του, στους λυρικών αποχρώσεων συμβολισμούς του, στη λεπτουργική διαγραφή των αποσταθεροποιημένων ψυχικά προσώπων του και στην άνιση μάχη τους με τον ταξικό μαρασμό, την κοινωνική «ηθική», τον χρόνο, τις χίμαιρες, την παραίτηση, την τρέλα…
Τα έργα του Ουίλιαμς έχουν καθιερωθεί πλέον ως πολιτισμικά μιμίδια που επανέρχονται ως υπενθυμίσεις του ανεπίλυτου γρίφου που ορίζει τη σχέση του ατόμου με τα κάθε λογής περιβάλλοντα, καθώς και του γεγονότος ότι η έννοια της ταυτότητας (έμφυλης, εθνικής, κοινωνικής ή άλλης) χαρακτηρίζεται από μια ρευστότητα που εκφεύγει οποιουδήποτε έξωθεν χειρισμού.
Η σχεδόν τελετουργική επιστροφή των δύο κορυφαίων έργων του Αμερικανού συγγραφέα, του «Γυάλινου Κόσμου» και του «Λεωφορείου ο Πόθος», έχει προ πολλού καταστήσει δευτερεύουσας σημασίας τα ζητήματα υφολογίας γραφής και δραματουργικής «ιδιοσυγκρασίας», ευνοώντας περισσότερο τις εγκάρσιες αναγνώσεις τους και εμπεδώνοντας μια μέριμνα για την ανάδειξη των δομικών πυλώνων της προβληματικής τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μέθοδοι όπως η δημιουργική αφαίρεση, η εξάπλωση στο χωροχρόνο και η «διασπορά» των νοημάτων συνιστούν τις απαραίτητες αναπλαστικές «ύλες» ούτως ώστε ένα έργο να προσλαμβάνεται πλέον όχι απλώς ως local συνθήκη, αλλά ως μια glocal.
Η σκηνοθεσία του «Λεωφορείου ο Πόθος» από τον Δημήτρη Καραντζά βαδίζει με στέρεο βήμα επάνω στα ίχνη του έργου του Ουίλιαμς, αλλά «διαβάζει» και κάτω από τις γραμμές, διεκδικεί περισσότερη ορατότητα, αντιπαρέρχεται παραστασιολογικές μυθολογίες. Με άλλα λόγια, τολμά, και μάλιστα με αφοπλιστική παρρησία, που προδίδει μια αίσθηση απόλυτου ελέγχου από τον σκηνοθέτη των κομβικών «νευρώνων» αυτού του αριστουργήματος. Η οπτική του Καραντζά δεν περιορίζεται στη δημιουργία ταμπλώ καταστάσεων με ζωηρά χρώματα που προκαλούν οριζόντια αισθητικές εντυπώσεις. Στοχεύει βαθύτερα, αναδεικνύοντας την κοινωνική και πολιτική διάσταση της τρέλας, τη στέρηση ζωτικών χώρων και την ανεπάρκεια του πολιτισμού εκείνου που ευαγγελίζεται τάξη και καθαρογραμμένες λύσεις, ενώ, στην πραγματικότητα, κυοφορεί υπαρξιακές κρίσεις, ψυχική ασφυξία, απροσπέλαστα αδιέξοδα. Ο ρεαλισμός που λαξεύει ο Δημήτρης Καραντζάς παρουσιάζει εικόνες σάρκινες, ανάγλυφες, διαυγείς, χειροπιαστές, παλλόμενες, επιτρέποντας στον ποιητικό οίστρο του Ουίλιαμς να υπάρχει και να αναπνέει, χωρίς, ωστόσο, να υποκύπτει σε μελοδραματικά σχήματα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Αλεξία Καλτσίκη ακολουθεί την εξαντλητική καταβύθιση της Μπλανς στον κόσμο της εντελούς παράκρουσής της μέσα από τα τρία στάδια των τριών λουτρών της (όπως τρία είναι και τα μέρη του μέτρου της «Βαρσοβιάνας» που εμμονικά ακούγεται μέσα στο μυαλό της) με όρους μετρικής, όπου η άρση ταυτίζεται με μια ηρωική αποχώρηση, αυτή τη φορά ως ονειρική, αν όχι μεταφυσική, φυγή. Σπαρακτική, δονούμενη, γοητευτική και κάποτε αποκρουστική, πάσχον σώμα και την ίδια στιγμή αερικό, η Αλεξία Καλτσίκη παραδίδει μια Μπλανς Ντυμπουά-έργο τέχνης.
Ο Άρης Μπαλής αντιπροσωπεύει με τρόπο αξιοθαύμαστο, τη μετάσταση του ρόλου του «πέτρινου», σκαιού, όσο και εσωτερικά ευάλωτου, Στάνλεϋ Κοβάλσκι από το πεδίο της σωματικής ρώμης σε εκείνο του πολιτικοϊδεολογικού παροξυσμού που συνυφαίνεται με ψυχολογικά και ταυτοτικά σύνδρομα.
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου σκιαγραφεί τον κόσμο της συνθηκολόγησης και της κεκτημένης ταχύτητας με όλες εκείνες τις σχεδόν χορευτικές κορυφώσεις και αποσυμπιέσεις της δυναμικής των συναισθημάτων που έρχονται και φεύγουν σφυγμομετρώντας αντοχές και όρια.
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, στο ρόλο του Μιτς (σημ.: σε διπλή διανομή εμφανίζεται ο Γιώργος Ζυγούρης), αποδίδει με μια αμφίσημη φλεγματικότητα τον περαστικό «άγγελο» που αδυνατεί να αποδειχθεί φύλακας, αρωγός και κομιστής μιας εναγωνίως επιζητούμενης από την Μπλανς μαγείας, καταλήγοντας, εντέλει, πεπτωκώς και χωρίς φτερά μέσα στο μίζερο, μικροαστικό βασίλειό του.
Η Ιωάννα Ραμπαούνη (Ευνίκη) και ο Γιάννης Κόραβος (Στιβ) εξέρχονται από τα στεγανά μιας γραφικής, κλειστής ανθρωπογεωγραφίας και ανοίγονται δυναμικά στη σφαίρα της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, υπογραμμίζοντας ακόμα περισσότερο, και με τον τρόπο τους, την ανήσυχη σκηνοθετική θεώρηση.
Το κλειστοφοβικό σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά υλικοποιεί το στοιχείο της ψυχικής παγίδευσης, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ενδύουν τους χαρακτήρες με σημαίνοντα κοινωνικά και συμπεριφορικά, οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη δημιουργούν εναλλασσόμενες ριπές ποιητικής αύρας και κλινικού τοπίου, ενώ η μουσική του Γιώργου Ραμαντάνη μεταγράφει σε απόκοσμους, παραμορφωμένους ήχους τις περιδινήσεις του ταραγμένου νου της κεντρικής (αντι;)-ηρωΐδας του Τενεσί Ουίλιαμς.
Διαβάστε επίσης:
Λεωφορείο ο Πόθος, του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Προσκήνιο