Ο όρος «μεταθέατρο» δεν απεικονίζει πάντοτε με ακρίβεια την ειδολογική ταυτότητα μιας δημιουργίας που θεματοποιεί τους μηχανισμούς με τους οποίους παράγεται το θέατρο. Χρειάζεται να εγκύψουμε σε πιο δομικές διεργασίες της δραματουργίας, προκειμένου να καταφύγουμε με περισσότερη ασφάλεια στη χρήση αυτού του όρου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το θέατρο ως μετα-λόγος, υποκείμενος σε πολλαπλές επικοινωνίες, αλλά πολύ περισσότερο ως αποτύπωση του κόσμου μέσω μιας συμβολικής τελετουργίας, εμπεριέχει, σε έναν ικανό βαθμό, το συστατικό της μεταθεατρικότητας. 

Η παράσταση «Merde!» από την ομάδα Κουτλή-Μαγουλιώτη-Νιάρρου-Παπαδόπουλου, που έρχεται να μιλήσει ανοιχτά και σε ποικίλους τόνους για διαχρονικές  παρασκηνιακές καταστάσεις του θεάτρου, συνιστά περισσότερο έκφραση ρήξης με το παρελθόν και, ίσως ακόμα ένα χαλαρό και αβασάνιστο μανιφέστο, παρά ένα εμβριθές μεταθεατρικό σχόλιο.

Υπάρχει, ασφαλώς, μια νεανική ορμή, ένας καλοδεχούμενος οίστρος, ακατάβλητη ενέργεια και εκδηλώσεις ταλέντου επί σκηνής στη διάρκειας δυόμισι ωρών παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Είναι, όμως, εξίσου εμφανές ότι απουσιάζει ένας ώριμος προβληματισμός και μια αξιόπιστη τοποθέτηση επάνω στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα το ελληνικό θέατρο

Παραπειστικό και αποπροσανατολιστικό το όλο εγχείρημα λοξοδρομεί σε γνώριμα γραφικά σχήματα και παθογένειες που χαρακτήριζαν επί μακρόν τη θεατρική εντοπιότητα, αφήνοντας στη σκιά ζέοντα ζητήματα που θα μπορούσαν να κινήσουν τα νήματα ενός γόνιμου αναστοχασμού. Είναι προφανές ότι για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα στοιχήματα με τα οποία αναμετράται το θέατρο δεν είναι τόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ εμπορικού-«ποιοτικού», οι πάσης φύσεως μεσάζοντες, οι οικογενειοκρατίες, η έλλειψη πόρων προκειμένου να  στηριχθεί η εγχώρια αβαντγκάρντ, ο διακαής πόθος του «ασχημόπαπου» κωμικού ηθοποιού να γίνει «κύκνος» της υψηλής τέχνης ή και το ύφος με το οποίο, κατά καιρούς, αρθρώνεται ο κριτικός λόγος. 

Οι πολλαπλές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα της θεατρικής ζωής με αμφίσημες αιχμές, που σκοπό έχουν να αντιπαρέλθουν άμεσες στοχοποιήσεις, δημιουργούν ένα μωσαϊκό μεταμφιεσμένων παραδειγμάτων, που, ενώ στη συνείδηση του κοινού φαντάζουν κυρίαρχα, στην πραγματικότητα δεν είναι.

Απεναντίας, η ομάδα αποσιώπησε εκκωφαντικά το γεγονός ότι το θέατρο έχει καταστεί ένα παραπλήρωμα της εικονικής πραγματικότητας,  ότι, ως πράξη κατεξοχήν πολιτική, έχει πάψει προ πολλού να διατρανώνει ιδέες μεγάλου βεληνεκούς και αναλώνεται σε μια αέναη αναπαραγωγή συνθημάτων και κραυγών διαμαρτυρίας, άμεσα συναρτώμενων με το μεταμοντέρνο παραλήρημα που επιφέρει τον συμφυρμό και το θόλωμα της κρίσης. Αποσιώπησε τον παραγκωνισμό του θεάτρου του λόγου και των μεγάλων κειμένων προς χάριν της αποσπασματικότητας, της σύντμησης, της λαγνείας της επιτελεστικής εικόνας, της ηδονοβλεψίας, του κέρδους. Η κατά τ’άλλα ευφάνταστη, όσο και δημιουργική, ομάδα του «Merde!» δεν αναφέρθηκε στον ανταγωνισμό για την πρόσβαση στις μεγάλες κινστέρνες καλλιτεχνικής παραγωγής, για τις εξαρτήσεις από κέντρα και παράκεντρα εξουσίας, για τον τρόπο που μοιράζονται οι επιχορηγήσεις, για την άκρατη κερδοσκοπία κάθε λογής παρατρεχάμενων.

Αυτά και άλλα πολλά απουσιάζουν από το «Merde!» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, που ούτε ακόμα και αυτά τα χαρακτηριστικά του μιούζικαλ διαθέτει, καθώς η συμβολή της μουσικής εξαντλείται σε απλές υποκρούσεις και σε δύο αδιάφορης έμπνευσης χορευτικές κορυφώσεις συνόλου.

Από το δημιουργικό μέρος της παράστασης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φωτιστικές επιλογές του Αλέκου Αναστασίου που ταλαντεύονται ανάμεσα στο πραγματικό, το μεταφυσικό και το ψευδαισθησιογόνο της σκηνής, ενώ σε επίπεδο ερμηνείας  κατισχύουν οι παρουσίες του Νίκου Καραθάνου, για την αυθεντική απεικόνιση της μορφής του παραδοσιακού θεατρώνη, του Γιάννη Νιάρρου, στον ρόλο του εικονοκλάστη σκηνοθέτη και του Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου, στον ρόλο του νεόκοπου παραγωγού.

Photo Credit: Χρήστος Συμεωνίδης

Διαβάστε επίσης:

Merde!, του Suyako σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή & Βασίλη Μαγουλιώτη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά