Είναι γεγονός ότι οι μεγάλες θεατρικές «αγορές», όπως το Broadway και το Off-Broadway, με τα εμπορικά τους κριτήρια και τις, στενά συνδεδεμένες με ένα παγιωμένο μεγάλο κοινό, αισθητικές παραδόσεις τους υπαγορεύουν, εν πολλοίς, το ύφος και τις επιλογές των δραματουργών. Πέραν όμως αυτού, υπάρχει μια αδήριτη συνθήκη που έχει επηρεάσει καίρια τις θεματολογίες και τις μεθόδους γραφής των νέων συγγραφέων. Και δεν είναι άλλη από την υπερέκθεση του σύγχρονου ανθρώπου (και ως εκ τούτου, του εν δυνάμει θεατή) στην εικονική πραγματικότητα: πολεμικές συρράξεις σε απευθείας μετάδοση, φόνοι, ατυχήματα, θάνατοι σε βιντεοληπτικό υλικό που συνοδεύουν τις εκάστοτε αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και έξαρση της βίας σε όλες τις δυνατές μορφές της και εξάντληση κάθε ίχνους ακραίας φαντασίας στις «δημιουργίες» του κινηματογράφου, των σήριαλ και των προϊόντων πλατφόρμας έχουν ευρύνει τόσο τις αντοχές, τις ανοχές και τα αντανακλαστικά του κοινού όσο και την ανάγκη του για ακόμα μεγαλύτερες συγκινήσεις.
Απέναντι σε ένα τέτοιο τοπίο, τα θηριώδη θεατρικά κέντρα υποχρεούνται να αντιπαραβάλουν κάτι εξίσου δυνατό ως εμπειρία και αυτό δεν είναι άλλο από την κεφαλαιοποίηση της επί σκηνής «ζωντανότητας» (liveness), ως μέσου παρουσίασης προσωπικών κρίσεων, πασχόντων σωμάτων, αποδομημένων ψυχισμών, αποσταθεροποιημένων συνειδήσεων: μια συνταγή, γύρω από την οποία συντηρείται η ανάδειξη υποκριτικών μεγεθών, η αλίευση διθυραμβικών κριτικών, η οικοδόμηση καριερών, καθώς και η διάνοιξη προοπτικών για πρόσβαση σε πλατύτερα κοινά.
Στο «Ακρωτήρι» του Sharr White παρακολουθούμε το καθοδικό σπιράλ μιας γυναίκας που σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής της βρίσκεται αντιμέτωπη με τον εκφυλισμό της μνήμης της. Επί δύο ώρες το κοινό γίνεται μάρτυρας μιας κλινικής περιγραφής της νόσου, κατά την οποία η ηρωίδα μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, στην αλήθεια και το ψέμα, προκαλώντας οίκτο, συμπάθεια, αν όχι ακόμα, και ένα αυθόρμητο δάκρυ. Έρχεται όμως, σε μια δεδομένη στιγμή, αβίαστο το ερώτημα. Μήπως δραματουργικές πρακτικές σαν αυτές παραμορφώνουν την πραγματική λειτουργία και δραστικότητα του δραματικού προσώπου; Ας αναλογιστούμε τους τρόπους με τους οποίους μέγιστοι συγγραφείς διαχειρίστηκαν ήρωες (ή και αντιήρωες) με κλινικές ή αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ας θυμηθούμε τους ιψενικούς Όσβαλντ και Δρ Ρανκ, την Μαίρη Τάυρον του Ο΄Νηλ ή και την Μπλανς του Ουίλιαμς, της οποίας η τρέλα αποκρυσταλλώνεται ως απόσταγμα μιας ζύμωσης μετά από μια περιπέτεια έντεκα σκηνών. Η διαφορά είναι ηχηρή: οι μεγάλοι δραματουργοί δεν στερούν την ελευθερία από τους χαρακτήρες τους να υπάρξουν ως φορείς μιας αλήθειας, προτού βυθιστούν ολοκληρωτικά στην τραγικότητά τους. Θα ήταν εξόχως ενδιαφέρον εάν το έργο του Sharr White έβλεπε το δράμα της ηρωίδας υπό το πρίσμα του περίγυρου που καθίσταται δέκτης των συνεπειών της νόσου. Κι εδώ, όμως, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, καθώς η διαγραφή του ανθρώπινου περιβάλλοντος και των εκδηλώσεών του γίνεται με τρόπο σπασμωδικό και αποσπασματικό και χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για βαθύτερες προσεγγίσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ψυχολογικό θρίλερ, με ασύμμετρες, συχνά εντυπωσιοθηρικές κορυφώσεις και εκτονώσεις της έντασης και, ενίοτε, με γλυκόπικρες μελό ενσταλάξεις, παρά μια στιβαρή παρατήρηση επάνω στο κοινωνικό ζήτημα των επιπτώσεων που γεννά η αδόκητη πρόσκρουση με την ανίατη ασθένεια, το «Ακρωτήρι» του Sharr White μετατρέπεται περισσότερο σε ένα προσωπικό στοίχημα της πρωταγωνίστριας Μαρίας Ναυπλιώτου να διαρρήξει πολλά από τα ερμηνευτικά στεγανά της και να διεκδικήσει νέες εκφραστικές περιοχές. Ο Δημήτρης Αλεξανδρής, στον ρόλο του συζύγου-ιατρού, δίνει με καθαρότητα και εύστοχες αποχρώσεις το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τον επιστήμονα από τον έκθετο άνθρωπο, η Στεφανία Ζώρα οικοδομεί μια ακολουθία ρόλων, διατηρώντας τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία ως προς τα χαρακτηριστικά τους, ενώ ο Αυγουστίνος Κούμουλος υπογραμμίζει λιτά και διακριτικά με μια παρουσία που, παρόλα αυτά, φαντάζει ελλειμματική.
Τα σκηνικά της Ηλένιας Δουλαδίρη υπαινίσσονται τα κενά της συνείδησης της κεντρικής ηρωίδας, μέσα από τα οποία αναδύονται, με ακανόνιστο τρόπο, πρόσωπα και εικονικές παραστάσεις, ενώ οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη αποτυπώνουν τις εκλάμψεις μνήμης, τις σκοτεινές περιοχές του νου και τους εναπομείναντες συναισθηματικούς τόνους. Τέλος, η βίντεο δημιουργία του Βασίλη Μαντζώρου επιφυλάσσει ένα είδος καθαρτικής αύρας στην κατακλείδα ενός έργου, το οποίο αποκτά υπόσταση περισσότερο από τη σκηνοθετική δεινότητα (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) παρά από τις ίδιες τις αρετές του.
Διαβάστε επίσης:
Το Ακρωτήρι, του Sharr White σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Θέατρο Ιλίσια
Στεφανία Ζώρα: «Το Ακρωτήρι» είναι ένα έργο που πορεύεται σε ξεχασμένα μονοπάτια του μυαλού