Ο David Mamet, που έγινε ευρύτατα γνωστός στην Ελλάδα με τον «Αμερικάνικο Βούβαλο», στο ιστορικό ανέβασμά του στο «Εμπρός» (1992) από τον Τάσο Μπαντή, συνιστά μια από τις πλέον αξιόλογες περιπτώσεις του αμερικάνικου θεάτρου. Έχοντας κατοχυρώσει μια σημαντική θέση στη χορεία των μεγάλων Αμερικανών συγγραφέων (O’Neill,  Williams,  Miller,  Αlbee, Shepard) επιδόθηκε, και εκείνος, με συνεπή προσήλωση στην απομυθοποίηση του «αμερικάνικου ονείρου». Εμφανώς εγγύτερα προς την τεχνική του Albee σε σχέση με το ύφος των διαλόγων, καταφέρνει, παρόλα αυτά, να διαμορφώσει ένα δικό του στίγμα. Τα δράματά του, σε αντίθεση με εκείνα των άλλων ομότεχνών του, δεν περιγράφουν τόσο τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του «ονείρου» όπως αυτές αποτυπώνονται στον περίκλειστο, ασφυκτικό, χώρο της οικογένειας, αλλά κοιτάζουν ευρύτερα στην ανθρωπογεωγραφία όλου του φάσματος της κοινωνίας, βυθοσκοπούν την προσωπική, υπαρξιακή κρίση και φωτίζουν τη δυστοκία επίτευξης επικοινωνίας ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα. 

Ο Mamet συμπεριφέρεται ως ένας γνήσιος θεατράνθρωπος, του οποίου η πένα ζει και αναπνέει μέσα από τη μεγάλη περιπέτεια και τις κατακτήσεις της δραματουργίας. Εύκολα διακρίνουμε, για παράδειγμα, ότι  η έλλειψη επικοινωνίας, που επαναφέρει συχνά στα έργα του, απηχεί κάτι από το μπεκετικό σύμπαν ή ότι οι έμφυλοι διαξιφισμοί που περιγράφει μοιάζουν με μακρινή ηχώ της στριντμπεργκικής μάχης ψυχών και εγκεφάλων.

Ωστόσο, η μεγάλη τομή που εισάγει ο Mamet είναι ότι υπαινίσσεται ανοιχτά την ανάγκη επιστροφής ενός χαμένου κεκτημένου ανώτερης ζωής, μιας πνευματικότητας, που θα μπορούσε να καταστεί το αντίδοτο απέναντι στην εσωτερική απονέκρωση που επιβάλλει το κοινωνικό σύστημα. Και αν ο λόγος του γίνεται, ενίοτε, αιχμηρός, αυθάδης και βίαιος, είναι γιατί προσπαθεί να διεγείρει την αφημένη στη λήθη ανθρώπινη ύπαρξη, να αναρριπίσει ορμές, αντίδραση και αντίσταση μπροστά στη χαύνωση και την παθητικότητα. 

Το έργο του «Το Δάσος» τοποθετεί στη σκηνή ένα αταίριαστο ζευγάρι που βρίσκει καταφύγιο μέσα σε έναν δρυμό. Για μια ακόμα φορά, ο Mamet αναμετράται με την εκρηκτικότητα της σχέσης ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τα χάσματα που χωρίζουν αυτά τα δύο πλάσματα, αλλά και τις βαθιές ρίζες που τα ενώνουν και που τα έχουν καταδικάσει σε συνύπαρξη, διαμάχες, συμφιλιώσεις, εκδηλώσεις σκληρότητας και τρυφερότητας. Το δάσος εδώ μετατρέπεται σε ένα σύμβολο εξόδου από τα κοινωνικά στεγανά, ενός αποκαθαρμένου (μη) τόπου, στον οποίο ο άνθρωπος δέχεται να περιπλανηθεί, προκειμένου να  εξαγνιστεί και να επανακαθορίσει τον προορισμό του στη ζωή. Άλλοτε με λυρικούς τόνους και άλλοτε με μια αιφνιδιαστική σκαιότητα, σε μια μεταξύ τους αντιμετάθεση που θυμίζει μουσικά κοντραπούντα, ο Mamet ανιχνεύει τις αθέατες πτυχές του τραυματισμένου σύγχρονου «πολιτισμού», καθώς και τις λυτρωτικές εκείνες αλήθειες που θα οδηγήσουν στην αναγκαία εσωτερική μεταμόρφωση, προτού επισυμβούν άλλες μεταμορφώσεις, κοινωνικές και πολιτικές.

Η σκηνοθετική ανάγνωση του Θοδωρή Αμπαζή αποδεσμεύει την ποιητική και μυσταγωγική αύρα του έργου του Mamet. Έχοντας και την ιδιότητα του μουσικού, ο σκηνοθέτης ήταν σε θέση να αντιληφθεί πληρέστερα ένα ιδίωμα που θέλει τους διάλογους να ακολουθούν, όπως ακριβώς και στον Pinter, μια ρυθμική αγωγή, τις σιωπές να εκπέμπουν κρυφές αντηχήσεις και τον λόγο να διανθίζεται από επαναλήψεις, κρεσέντα και ντεκρεσέντα. Η Ρουθ της Δήμητρας Χατούπη, πραγματικό δείγμα καλοσμιλεμένης τέχνης, αφουγκράζεται τα βάθη της γραφής του Mamet, δονείται από τις ορμές της γυναικείας ψυχής, πλημμυρίζει από έκσταση και οίστρο, γίνεται, με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό, μαινάδα, ιέρεια και νύμφη, ένα αέρινο και ασύλληπτο πλάσμα (στο οποίο η υλικότητα του σώματος διαχωρίζεται από το πνεύμα και την ψυχή), ένα μυθικό έμβλημα μέσα στον αχανή κύκλο της ανθρώπινης περιδίνησης. Στον αντίποδα, ο Νικ του Δημήτρη Γκοτσόπουλου ανασύρει όλες τις αντιφατικές πτυχές της αρρενωπότητας, τη ρώμη και τους μύχιους δαίμονες, την τρυφερότητα του παιδιού που επιζητά μητρική προστασία και την τραχύτητα του ερωτικού κτήνους, επιφυλάσσοντας στην κατακλείδα σκηνή μια πηγαία φανέρωση απωθημένης  ευθραυστότητας.

Τα τραγούδια του Θοδωρή Αμπαζή, έξοχα ερμηνευμένα από την κρυστάλλινη φωνή της Βάσιας Παππά, οι διάφανες αντανακλάσεις της σκηνογραφίας της Νίκης Ψυχογιού και η υποβλητική φωτιστική δημιουργία του Γιώργου Αγιαννίτη καθιστούν τη σκηνή ένα απόκοσμο περιβάλλον, εντός του οποίου τα δύο πρόσωπα υπερβαίνουν τα όρια του χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας  μεγέθη αρχετυπικών μορφών.

Photo Credit: Ζαφείρω Βλάχου

Διαβάστε επίσης:

Το Δάσος, του Ντέιβιντ Μάμετ σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή στο Θέατρο ΕΛΕΡ
Δήμητρα Χατούπη: «Το Δάσος» είναι για τη συνάντηση δύο ερωτευμένων που έχει ριζωθεί μέσα τους ο συντηρητισμός