Κωνσταντίνος Ασπιώτης: Ο Κλωντέλ βάζει τις ράγες για να τρέξει πάνω τους το τρένο της φαντασίας

Το Ατλαζένιο Γοβάκι του Πωλ Κλωντέλ, γιγάντια δραματική κατασκευή, μοναδική μέσα στο έργο του γάλλου συγγραφέα –αλλά και στο θέατρο του 20ου αιώνα– ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου, στις 30 και 31 Ιουλίου 2014.

Ο ταλαντούχος ηθοποιός Κωνσταντίνος Ασπιώτης, που μας εξέπληξε ευχάριστα και από την καρέκλα του σκηνοθέτη στις δύο τελευταίες καλλιτεχνικές του απόπειρες, 2013/ Melina m. και Armadaleλίγο πριν βρεθεί επί σκηνής στην παράσταση του έργου του Κλωντέλ, μας μίλησε για το “καλλιτεχνικά δελεαστικό εγχείρημα” της Έφης Θεοδώρου, για την άψογη συνεργασία σκηνοθέτη και ομάδας, αλλά και για το ρόλο του θεάτρου στη ζωή του.

Διαβάστε τι μας είπε και σίγουρα θα σας εξάψει την περιέργεια διπλά: για τον ρόλο του στο Ατλαζένιο Γοβάκι αλλά και στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου που θα παρουσιαστεί από τον Οκτώβριο.


Culturenow.gr: Στις 30- 31 Ιουλίου θα βρεθείτε επί σκηνής στην τετράωρη θεατρική εκδοχή της Έφης Θεοδώρου, στο έργο του Πωλ Κλωντέλ Το Ατλαζένιο Γοβάκι. Πώς αισθάνεστε για την συμμετοχή σας στο Ελληνικό Φεστιβάλ και για τη συνεργασία σας με την Έφη Θεοδώρου -με την οποία είχατε “συναντηθεί” και στην Ηλέκτρα– αλλά και με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης;

Κωνσταντίνος Ασπιώτης: Είναι για μένα πολύ σημαντικό,  δεν είχα συμμετάσχει ποτέ μέχρι τώρα και το ήθελα. Έχω δει μερικές από τις ωραιότερες παραστάσεις στο Φ.Αθ. και θεωρώ πως ο κ. Λούκος και η ομάδα των συνεργατών του έχουν κάνει σπουδαία δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, με πολύ καλή αισθητική, άξιες προτάσεις και επιλογές, ρίσκα και σωστή οργάνωση. Θα έλεγα σημαντική δουλειά για τον σύγχρονο πολιτισμό της χώρας γενικότερα. Από τα λίγα φωτεινά σημεία αυτού του τομέα – τουλάχιστον σε επίπεδο κρατικών οργανισμών -. Γι αυτό και χαίρομαι διπλά που φέτος συμμετέχω. Φυσικά αυτή την ευκαιρία που μου δίνεται την “χρωστάω” στην Έφη Θεοδώρου και την ευχαριστώ πολύ που με φαντάστηκε μέσα σε αυτό το -σίγουρα- καλλιτεχνικά δελεαστικό εγχείρημα. Η Ηλέκτρα ήταν πριν 9 χρόνια πια, στον δέκατο. Έχει ωριμάσει μέσα στα χρόνια η σχέση μας, γνωρίζουμε αρκετά καλά ο ένας τον άλλο και αυτό ήταν ένα κερδοφόρο “συν” σ’ αυτή την συνεργασία. Η Έφη έχει γνώση, εμπνέεται απ’ το υλικό που έχει στα χέρια της (κείμενο, ηθοποιούς, χώρο κλπ), ακούει ουσιαστικά τους ανθρώπους που η ίδια έχει επιλέξει, πράγμα που είναι χρήσιμο πολλές φορές στις παραστάσεις γιατί όλοι μπαίνουν σε δημιουργική διαδικασία, δεν νιώθουν εκτελεστικά όργανα και μόνο. Πραγματικά έχει δημιουργηθεί μια πολύ καλή ομάδα για αυτήν την παράσταση και είμαι χαρούμενος που είμαι καθημερινά με αυτούς τους ανθρώπους.

Cul. N.: Ποια ήταν η πρώτη σας εικόνα μόλις ήρθατε σε επαφή με το Ατλαζένιο Γοβάκι; Τι είναι αυτό που σας γοήτευσε στον χαρακτήρα ή στους χαρακτήρες που θα ενσαρκώνατε;

Κ. Α.: Τρόμαξα αρχικά -σαν ηθοποιός- με τη δυσκολία της ποιητικής γλώσσας. Αλλά αυτό είναι και το μαγικό που σου συμβαίνει με αυτό το έργο. Διαβάζοντάς το, μπαίνεις ο ίδιος σε έναν κόσμο ολόκληρο, γίνεσαι ο ίδιος ποίηση. Ελπίζω στις 30 & 31 να καταλάβετε τί εννοώ. Νομίζω πως αυτή η παράσταση έχει μοναδικές στιγμές. Τουλάχιστον εγώ -μιλώντας σαν θεατής- έχω βιώσει απογειωτικά συναισθήματα.

Cul. N.: Ο Αλβέρτος Τιμπωντέ γράφει πως το Ατλαζένιο Γοβάκι είναι «ένα είδος κόσμου ολόκληρου».Ποια είναι η δική σας οπτική για το έργο- εγκώμιο του Κλωντέλ, πάνω στις απεριόριστες δυνατότητες του θεάτρου και της θεατρικής σκηνής;

Κ. Α.: Το μόνο σίγουρο είναι πως από τις σκηνοθετικές οδηγίες της αρχής και μόνο καταλαβαίνεις πόσο “μπροστά” από την εποχή του είναι ο Κλωντέλ. Μπαίνοντας στην ιστορία πια, αισθάνεσαι ότι υπάρχει ένα πεδίο ελεύθερο να δοκιμάσεις τα πάντα. Ο Κλωντέλ μ’ αυτό το έργο, βάζει τις ράγες, για να τρέξει πάνω τους το τρένο της φαντασίας. Των ηθοποιών και του θεατή.

Cul. N.: Τι είναι για σας προσωπικά το θέατρο και πόσο χώρο “καταλαμβάνει” στην καθημερινότητά σας;

Κ. Α.: Είναι όλη μου η μέρα. Ξυπνάω με αυτό, κοιμάμαι με αυτό, βλέπω όνειρα με αυτό. Ασχολούμαι. Δυστυχώς πολλές φορές ακόμα κι όταν θα έπρεπε να μήν ασχολούμαι. Αντιλαμβάνομαι το θέατρο, σαν τρόπο ζωής. Είναι μία δουλειά που μπορώ και θέλω και μου αρέσει να ασχολούμαι ώστε να γίνει τέχνη, αλλά δυστυχώς πολύ κακά αμειβόμενη για την δυσκολία της και για τις εργατοώρες που χρειάζονται για να γίνει σωστά. Πολλές φορές χρειάζεται να δουλεύει ένας ηθοποιός 12 και 14 και 16 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, στο θέατρο, στο δρόμο και στο σπίτι του, και παρ’ όλα αυτά να μην έχει να φάει, ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ.

Cul. N.: Τη θεατρική σαιζόν που πέρασε δώσατε σκηνική ζωή στο αριστούργημα του Ουίλκι Κόλινς, «Armadale», ένα κείμενο 1.214 σελίδων! Ύστερα από αυτή την εμπειρία σας, πως πιστεύετε ότι μπορεί να μεταφερθεί ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα στη σκηνή, διατηρώντας την μαγεία του αλλά, παράλληλα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών;

Κ. Α.: Με διάφορους, τρόπους. Ένας σκηνοθέτης μπορεί πραγματικά να δει το ίδιο μυθιστόρημα εντελώς διαφορετικά από έναν άλλο, και να είναι το ίδιο εξαιρετικό το αποτέλεσμα και στα δύο ανεβάσματα. Επίσης ένας σκηνοθέτης μπορεί να ανεβάσει με διαφορετικό τρόπο δύο διαφορετικά μυθιστορήματα, και ακόμα και το ίδιο μυθιστόρημα δύο φορές εντελώς διαφορετικά. Έχει πάντα σημασία η στιγμή, οι ηθοποιοί, οι συντελεστές, τίποτα ποτέ δεν είναι το ίδιο, ακόμα κι αν μοιάζει. Ταπεινή μου άποψη, δεν υπάρχει συνταγή. Και είναι ωραίο αυτό. Το Armadale, ήταν – κατά την άποψή μου πάντα – υπέροχο, γιατί ήμασταν σε αυτό οι άνθρωποι που ήμασταν.

Cul. N.: Η Ελλάδα, όπως όλοι γνωρίζουμε, βιώνει σήμερα μία κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κρίση. Πως αντιμετωπίζετε εσείς αυτή την κατάσταση, ως καλλιτέχνης και ως νέος άνθρωπος;

Κ. Α.: Η Ελλάδα δεν βιώνει σήμερα την πολιτιστική και κοινωνική κρίση, σήμερα βιώνει τα αποτελέσματά της. Δυστυχώς όμως εγώ βλέπω μικρό αντίκτυπο στην συμπεριφορά των Ελλήνων, και των πολιτικών. Ελάχιστη αλλαγή προς το καλύτερο, ελάχιστη διαμαρτυρία.  Αλλά αυτό είναι τόσο μεγάλη κουβέντα, που κακώς την ανοίγω τώρα. Ας πουμε πως προσωπικά, προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, και να κάνω το καλύτερο δυνατό σαν συνάνθρωπος και σαν πολίτης. Και σαν καλλιτέχνης βεβαίως…

Cul. N.: «Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η περιουσία της, η κληρονομιά της. Κι αν το χάσουμε κι αυτό δεν είμαστε κανείς», είχε πει η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, η ζωή και το πολιτιστικό έργο της οποίας υπήρξε η αφορμή για την παράστασή σας 2013 / Melina M. Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του θεάτρου, αλλά και του πολιτισμού γενικότερα;

Κ. Α.: Μιλώντας για το θέατρο και σαν θεατής, πιστεύω πως έχουμε σε ανθρώπινο δυναμικό την δυνατότητα να πρωταγωνιστήσουμε διεθνώς. Υπάρχει και ταλέντο και όρεξη. Από υποδομή υλικοτεχνική άστα να πάνε. Είναι αστείο το πράγμα. Ή θλιβερό μάλλον. Και φυσικά μεγάλη αδιαφορία της πολιτείας για το θέατρο. Τον χορό δεν το πιάνω καν. Εικάζω πως στο Υπουργείο δεν ξέρουν καν ότι ο χορός υπάρχει στην Ελλάδα σαν τέχνη και σαν επάγγελμα. Είναι ντροπή. Και πιστέψτε με, επειδή παρακολουθώ χρόνια χορό, έχω δει τεράστια ταλέντα, που όποια απ’ αυτά αναγκάζονται και μπορούν να φύγουν “έξω” διαπρέπουν και δουλεύουν με τους καλύτερους. Γενικότερα ο πολιτισμός είναι πολλά πράγματα. Είναι η τέχνη αλλά και η νοοτροπία. Είμαστε, στην πλειοψηφία της, μια χώρα απολίτιστη που την διαχειρίζονται άνθρωποι που αδιαφορούν για τον πολιτισμό.

Cul. N.: Φτάνοντας στο τέλος, έχετε κάποια άμεσα σχέδια για την νέα θεατρική περίοδο, που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας.

Κ. Α.: Μου πρότεινε ένας καλλιτέχνης που πολύ αγαπώ, ο Κωνσταντίνος Ρήγος, έναν ρόλο πολύ απαιτητικό και πανέμορφο που ήδη δουλεύω σκληρά γι αυτόν και χαίρομαι πολύ που θα αναμετρηθώ μαζί του. Είναι και ο συγκεκριμένος ρόλος και η παράσταση συνολικά, που ετοιμάζεται, από τα πιο ωραία πράγματα που μου έχουν τύχει και περιμένω πως και πως να αρχίσουμε. Υπομονή… έρχεται τον Οκτώβριο!!!

Το Ατλαζένιο Γοβάκι, του Πωλ Κλωντέλ, θα παρουσιαστεί στο Κτίριο Δ’ της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, μόνο για δύο παράστασεις: 30 και 31 Ιουλίου 2014.

*Φωτογραφίες: Τάκης Λυκοτραφίτης

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ