Το κορυφαίο αυτοβιογραφικό, ηθογραφικό διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου» ανεβαίνει σε θεατρική προσαρμογή και σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Το πρόσωπο του μεγάλου μας πεζογράφου ερμηνεύει ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος έχοντας αποσπάσει μέχρι τώρα την αποδοχή κοινού και κριτικών. Λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα της παράστασης, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος απάντησε στις ερωτήσεις μας για τη μαγεία του ρόλου του, τη δύναμη της γλώσσας του συγγραφέα αλλά και τη συμβολή της σκηνοθεσίας του Δήμου Αβδελιώδη στην επιτυχία συνόλου της δουλειάς.
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη
Culturenow.gr: Αφορμή της συνέντευξής μας είναι η συμμετοχή σας στην παράσταση «Το αμάρτημα της μητρός μου» σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη η οποία θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης από τις 15 Οκτωβρίου έως τις 26 Νοεμβρίου 2013. Πείτε μας λίγα λόγια για το ρόλο σας, τη δική σας οπτική στο έργο του Βιζυηνού αλλά και τη συνεργασία σας με τον Δήμο Αβδελιώδη.
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος: Στην παράσταση υποδύομαι τον Γ. Βιζυηνό. Τον αφηγητή και συγγραφέα του διηγήματος. Και πραγματικά χαίρομαι πολύ που κάνω αυτόν το ρόλο. Τον έχω αγαπήσει πολύ. Είναι σπάνιο πράγμα να μιλάς τόσο ωραία γλώσσα στο θέατρο. Η προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου και η τεράστια μόρφωση του αντικατοπτρίζονται πλήρως μέσα στα διηγήματά του. Τα οποία θεωρούνται – και όχι άδικα -αριστουργήματα. Κατά τη γνώμη μου δημιουργούν ένα φωτεινό μονοπάτι για κάθε καλλιτέχνη. Για κάθε άνθρωπο θα’ λεγα. Αν το διαβείς μόνο πλουσιότερος μπορείς να γίνεις!
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σ’ αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε και η συνεργασία μου με τον Δήμο Αβδελιώδη. Έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη. Έναν άνθρωπο με υψηλό καλλιτεχνικό ένστικτο. Νομίζω δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις… για το Δήμο. Η συνεργασία μας υπήρξε άψογη! Κατάλαβα αμέσως σχεδόν τον τρόπο που προσεγγίζει τον λόγο του Βιζυηνού. Σαν παρτιτούρα όπως λέει ο ίδιος.
Και παρόλο που συνεργαζόμασταν για πρώτη φορά, ήταν πολλές οι στιγμές που φανταζόμουν από πριν, αυτό που θα μου ζητούσε μετά από λίγο…
Δουλέψαμε μεθοδικά, ήρεμα και σε βάθος.
Cul.N.: Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να ενσαρκώσει έναν ήρωα ενός λογοτεχνικού και όχι θεατρικού κειμένου;
Κ.Γ.: Είναι αρκετά δύσκολο θα έλεγα αλλά εμένα μου αρέσει. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον μου αρέσουν τα δύσκολα. Τι να πω – τον περασμένο Χειμώνα στο θέατρο του Νέου Κόσμου είχα κάνει μαζί με το καλό μου φίλο Γιάννη Τσορτέκη (στη σκηνοθεσία) την «Άλλη» της Ι. Καρυστιάνη. Ήταν μονόλογος και ήταν κι αυτό ένα λογοτεχνικό κείμενο που μετουσιώθηκε σε θεατρικό.
Είχα να αντιμετωπίσω όπως και στο Βιζυηνό το βασικότερο εμπόδιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις που δεν είναι άλλο απ την αναφορικότητα που κινδυνεύει να έχει ο λόγος επειδή ακριβώς γράφτηκε για να αναγνωστεί κι όχι να παιχτεί στη σκηνή.
Όμως ένας ηθοποιός βασικά πιστεύω ότι πρέπει να ξέρει να αφηγείται ιστορίες. Και για να γίνουν αυτές οι ιστορίες ενδιαφέρουσες πρέπει να γνωρίζει καλά την τέχνη του λόγου. Τον αντιληπτικό κώδικα που συνδέει αυτόν που αφηγείται με αυτόν που ακούει. Και πόση σημασία έχει, αυτή η παράξενη «συνομιλία» να είναι αρμονική! Αν αυτό επιτευχθεί τότε ο θεατής φεύγει απ’ το θέατρο πιο ανάλαφρος απ’ ότι μπήκε. Κι αυτό είναι πολύτιμο. Και για τις δύο πλευρές.
Αυτήν την εποχή που διανύουμε ίσως είναι ακόμη πολυτιμότερο.
Cul.N.: Η ύπαρξη αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα στο έργο, αποτέλεσε δέλεαρ για την απόδοση του ρόλου σας;
Κ.Γ.: Το ότι γνώριζα ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό διήγημα – άλλωστε και τα υπόλοιπα διηγήματά του έτσι είναι – δεν αποτέλεσε για μένα δέλεαρ ακριβώς αλλά πηγή θαυμασμού. Πώς ένας άνθρωπος τολμά να κάνει δημόσιο λόγο αυτό που στις περισσότερες περιπτώσεις θα έμενε κρυφό ακόμη και απ’ το στενότερο συγγενικό περιβάλλον.
Υπάρχει μεγαλείο ψυχής απ’ τον Βιζυηνό. Γιατί μέσω της αγάπης και της συγχώρεσης δεν έχει να φοβηθεί πραγματικά τίποτα. Είναι τόσο εκθαμβωτικά φωτεινός .Είναι πέρα απ’ την εποχή του και τις προκαταλήψεις της. Είναι πέρα απ όλες τις εποχές – γιατί εμβαθύνει στις ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Cul.N.: Ποια στοιχεία του έργου, κατά τη γνώμη σας, αναδεικνύουν τη θεατρικότητα του λόγου του έτσι ώστε να μπορεί ο ηθοποιός να “περάσει” στο κοινό τα συναισθήματα και τα μηνύματα του κειμένου με αμεσότητα;
Κ.Γ.: Οι ζωντανοί διάλογοι όπου αυτοί υπάρχουν. Η αριστοτεχνική ακρίβεια της περιγραφής των εικόνων. Οι τεχνικές στη δομή του διηγήματος που δημιουργούν αγωνία για το ποιό θα μπορούσε να είναι το αμάρτημα της μητέρας, τα άλματα στο χρόνο από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα που δημιουργούν σιγά σιγά το παζλ της ιστορίας, η τρομερή συγγραφική ικανότητα με την οποία ψυχογραφούνται τα πρόσωπα του διηγήματος, και τέλος η καθαρότητα των συναισθημάτων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα στο χρόνο που διαπερνά το διήγημα.
Cul.N.: Ποια είναι κατά τη δική σας άποψη η συμβολή της προσαρμογής του Δήμου Αβδελιώδη σε αυτό το σκοπό;
Κ.Γ.: Η συμβολή του είναι καθοριστική. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί στην προσέγγιση του κειμένου και η διδασκαλία της σωστής εκφοράς του, έχει επί της ουσίας ένα συγκεκριμένο στόχο. Να κατανοήσουν σε βάθος οι θεατές τις λεπτές αποχρώσεις του διηγήματος, και μέσω της συγκίνησης να περάσουν σ’ αυτό που στις τραγωδίες συνηθίζουμε να λέμε λύτρωση.
Cul.N.: Ας περάσουμε λίγο από τη συγκεκριμένη παράσταση στη γενικότερη ενασχόλησή σας με την τέχνη του θεάτρου. Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το θέατρο; Πείτε μας για την πορεία σας μέχρι τώρα;
Κ.Γ.: Γεννήθηκε μετά από δυο ερασιτεχνικές παραστάσεις που έλαβα μέρος. Εργαζόμουν τότε στο λογιστήριο μιας εταιρείας. Οι αριθμοί ήταν τότε η καθημερινότητα μου. Βέβαια τώρα που το θυμάμαι, και ως λογιστής με καλλιτεχνικό τρόπο έφτιαχνα τα κλασέρ με τα τιμολόγια. Όμως ούτε λόγος για επιθυμία να γίνω ηθοποιός. Κάποιοι άνθρωποι του χώρου που παρακολούθησαν αυτές τις παραστάσεις με παρακίνησαν να δώσω εξετάσεις στη Δραματική σχολή.
Χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος για να πειστώ τελικά να δώσω …
Πέρασα σε τρεις σχολές απ τις οποίες επέλεξα τη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών γιατί δεν είχα εγκαταλείψει ακόμη την πρωινή μου δουλειά στο λογιστήριο και με βόλευε το ωράριο του Ωδείου.
Από τότε που αποφοίτησα μέχρι σήμερα έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια! Ούτε κατάλαβα πως. Ήμουν τυχερός και δούλεψα αμέσως μετά τη σχολή και μάλιστα έχοντας ανέλπιστα και μεγάλο ρόλο. Είχε πολύ πλάκα γιατί δεν πήγαινα πουθενά αλλού εκτός απ’ τη διαδρομή θέατρο – σπίτι.
Από εκεί και πέρα ακολούθησαν συνεργασίες με πολλούς αξιόλογους σκηνοθέτες και συναδέλφους σε διάφορα έργα. Από το Εθνικό θέατρο, το Αμφιθέατρο ως τη Νέα Σκηνή του Λ. Βογιατζή που δυστυχώς μας άφησε πολύ νωρίς. Το σημαντικό είναι για μένα να δοκιμάζομαι σε όλα τα είδη θεάτρου να ανακαλύπτω συνέχεια καινούργια πράγματα και να αποφεύγω κάθε λογής τυποποίηση. Ίσως γι’ αυτό θεωρώ πως όλοι είχαν κάτι να μου πουν – κάτι να μου μάθουν. Και τους ευχαριστώ γι αυτό!
Η αγάπη μου για το μουσικό θέατρο είναι μάλλον δεδομένη και είναι και ο βασικός λόγος που με παρακίνησε και στις πρώτες μου σκηνοθετικές απόπειρες.
Με γοητεύουν οι αρχαίες τραγωδίες και χωρίς υπερβολή λατρεύω το cabaret.
Cul.N.: Επόμενοι στόχοι υπάρχουν; Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια τόσο για το άμεσο όσο και για το πιο μακρινό μέλλον;
Κ.Γ.: Επειδή όπως είπα δεν μπορώ χωρίς μουσική, «ενέδωσα» για άλλη μια φορά και… ήδη κάθε Πέμπτη βρίσκομαι στη σκηνή του Faust με τη μουσική παράσταση 14G.
Θα θελα πολύ να κάνω μια καινούργια παράσταση cabaret όπως πριν από καιρό με το «Μαύρο σκύλο» αλλά με εντελώς διαφορετικές ιδέες αυτή τη φορά. Όμως δεν βλέπω να προλαβαίνω με τίποτα φέτος..
Σε λίγο θα ξεκινήσω πρόβες για μια παράσταση που θ’ ανέβει στο Επι Κολωνώ από αρχές Φλεβάρη. Δεν μου επιτρέπεται όμως προς το παρόν να αποκαλύψω περισσότερα .Ενώ υπάρχει και μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για το Φεστιβάλ Αθηνών. Ίδωμεν!
Φωτογραφία: Βασίλης Μακρής