Ηθοποιός, σκηνοθέτης του θεάτρου και καθηγητής υποκριτικής, που ξεκίνησε τις θεατρικές του σπουδές στην Αθήνα και συνέχισε την εκπαίδευσή του με ηθοποιούς-δασκάλους τον Πήτερ Μπρουκ, την Αριάν Μνουσκίν και την Théâtre de Complicité. Ένας άνθρωπος του θεάτρου που υποστηρίζει την ομαδική δουλειά και χαρακτηρίζεται για την ευγένειά του και την εξαιρετική σχέση που έχει με τους συνεργάτες του..
Ο λόγος για τον Κώστα Φιλίππογλου, που την φετινή θεατρική σαιζόν υπογράφει τη σκηνοθεσία σε τρεις άκρως επιτυχημένες και πολυσυζητημένες παραστάσεις: «Τίρζα» στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκη, «Λευτεριά στη Μήδεια» στο θέατρο Olvio και «Μένγκελε» στο Faust.
Το υπαρξιακό θρίλερ Μένγκελε του Θανάση Τριαρίδη, που έκανε πρεμιέρα στις 13 Ιανουαρίου 2014, αποτέλεσε και την αφορμή της παρούσας συνέντευξης. Το έργο, που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία στην ιστορία της Δύσης: το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, πρόκειται για μία ακραία ηθική παραβολή, ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και μια ερωτική τραγωδία που συμπλέκονται πέρα από τα όρια της ηθικής, στο αόρατο μεταίχμιο όπου η πιο έξαλλη αγάπη συναντιέται με το απόλυτο κακό.
Ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης, μίλησε στο culturenow.gr για τα έργα με τα οποία συνδιαλέγεται και μας έδωσε πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις για θέματα που σχετίζονται με την αγάπη, την ελευθερία, το καλό και το κακό, την ανθρώπινη ύπαρξη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου
Culturenow.gr: Ιλίσια – Olvio – Faust …ένα σκηνοθετικό “ταξίδι” με συνταξιδευτές τρία διαφορετικά κείμενα! Ποια είναι η κοινή συνισταμένη μεταξύ τους;
Κώστας Φιλίππογλου: Φέτος ήθελα πολύ να δουλέψω και να πω ιστορίες. Βρέθηκα λοιπόν να σκηνοθετώ τρία διαφορετικά κείμενα σε μικρό χρονικό διάστημα. Θα έλεγα ότι η κοινή τους συνισταμένη είναι ο εγκλωβισμός και οι δυνατότητες διεξόδου. Είναι έντονο το στοιχείο αυτό και στα δραματικά έργα «Τίρζα», «Μέγκελε» και στη κωμωδία, «Λευτεριά στη Μήδεια»
Cul. N.: Τίρζα: Από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως “η παράσταση της χρονιάς”-και όχι άδικα!- Τι συναισθήματα σας δημιουργεί αυτό;
Κ. Φ.: Χαρά! Ειλικρινά πολύ μεγάλη χαρά, ευγνωμοσύνη για τους ηθοποιούς, τους συντελεστές της παράστασης, τους ανθρώπους που με βοήθησαν και το κοινό που αγκάλιασε την παράσταση, αλλά και ευθύνη για την συνέχεια.
Cul. N.: Λευτεριά στη Μήδεια: Ελευθερία, καταπίεση και τάσεις φυγής από μία Ελλάδα, που σε όλους κάτι θυμίζει. Τι μηνύματα προσπαθεί να περάσει αυτή παράσταση;
Κ. Φ.: Είναι ένα έργο του Χάρη Μπόσινα που μιλάει για την ελευθερία από την κοινωνική νόρμα, από αυτό που σου έχει φορέσει η κοινωνία ως κουστούμι ρόλου και στην ουσία σε σκλαβώνει. Εδώ όμως όλο αυτό τίθεται από μέσα από την φόρμα μιας μαύρης κωμωδίας με ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις. Και ένα «μήνυμα» που περνάει, είναι ότι πατρίδα είναι εκεί που αγαπάς και σε αγαπάνε.
Cul. N.: Πολλοί επιλέγουν το δρόμο της φυγής από τη χώρα μας αναζητώντας καλύτερες βιοτικές και επαγγελματικές συνθήκες. Έχετε ζήσει και δουλέψει για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση εκεί, ειδικά στο χώρο του θεάτρου;
Κ. Φ.: Σε καλλιτεχνικό-δημιουργικό επίπεδο είμαστε πολύ ψηλά – πολύ ψηλότερα από αυτό που περιμένει κανείς από μια χώρα της περιφέρειας. Άνθρωποι με ταλέντο, με πάθος, με αφοσίωση, με δημιουργική τρέλα αφθονούν στο ελληνικό θέατρο. Εκεί που υστερούμε σε σχέση με την Γαλλία και την Αγγλία είναι το οικονομικό, η τεχνογνωσία και οι δομές που σχετίζονται με την παραγωγή μιας παράστασης. Έτσι συχνά η παραγωγή πιέζει αφόρητα τον σκηνοθέτη που βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση να γίνεται και διευθυντής παραγωγής και σύμβουλος και ψυχαναλυτής και χίλια δυο άλλα πράγματα. Ο δε ηθοποιός καλείται να δημιουργήσει τις περισσότερες φορές χωρίς να πληρώνεται ικανοποιητικά. Και δεν φταίει μόνο η κρίση για αυτό – φταίει και η παμπάλαια νεοελληνική ανοργανωσιά.
Cul. N.: Πως είναι η εμπειρία να συνεργάζεσαι με τόσο καταξιωμένους σκηνοθέτες και ομάδες όπως οι: Πήτερ Μπρουκ, Αριάν Μνουσκίν, Théâtre de Complicité;
Κ. Φ.: Είχα την τύχη να δουλέψω στο θέατρο του Μπρουκ που για τους ηθοποιούς θεωρείται ο ναός του θεάτρου και να εκπαιδευτώ με την ομάδα της Μνούσκιν, αλλά έχω δουλέψει κυρίως με την Complicite. Στις σκηνές της Αγγλίας αλλά και στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Είναι μεγάλη τιμή και ανεπανάληπτη εμπειρία. Και αυτό που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο μαγικά είναι ο τρόπος που διαισθάνονται την δημιουργική διαδικασία αυτοί οι άνθρωποι. Κοντά τους έμαθα, όσο μπόρεσα να την προσλάβω, την έννοια της συλλειτουργίας και του συνεχούς και αδιάκοπου πάθους για την θεατρική πράξη. Και νιώθω ευγνωμοσύνη για αυτό.
Cul. N.: Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για την τρίτη φετινή σας παράσταση, Μένγκελε, που έκανε πρεμιέρα τον προηγούμενο μήνα στη θεατρική σκηνή του Faust. Είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνεστε με ένα κείμενο του Θανάση Τριαρίδη. Τι θέματα πραγματεύεται το συγκεκριμένο έργο και τι είναι αυτό που σας γοήτευσε και αποφασίσατε να το αποδώσετε σκηνικά;
Κ. Φ.: Τα έργα του Τριαρίδη με γοητεύουν αφάνταστα διότι, όπως έχω πει πολλές φορές, ξεφεύγουν από τα ελληνικά πλαίσια και ανήκουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο δραματουργίας. Πέρσι, μαζί με την Πέμη Ζούνη, συν-σκηνοθετήσαμε τα Μυρμήγκια, ένα σκοτεινό δυαδικό θρίλερ για την ακρότατη αγάπη. Φέτος ήρθε στα χέρια μου ο Μένγκελε που, κατά την εκτίμησή μου, είναι το καλύτερο έργο του μέχρι τώρα. Πρόκειται και πάλι για ένα υπαρξιακό δυαδικό θρίλερ όπου η ακρότατη αγάπη εμπλέκεται με μια από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες της Ιστορίας: το Εργαστήριο Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς. Το έργο διαδραματίζεται στο σήμερα: σε ένα βαγόνι νυχτερινού τρένου, δυο άγνωστοι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα παίζουν, για να περάσει η ώρα τους, ένα παιδικό παιχνίδι ρόλων. Ώσπου κάποτε ταυτίζονται με τους ρόλους που ερμηνεύουν και περνάνε σε έναν ιστορικό μετα-τόπο ολέθρου. Μιλάει για το απόλυτο κακό που ίσως όλοι κρύβουμε μέσα μας και το κρατάμε εν υπνώσει, για τις κρυφές μας ταυτότητες, για την εναλλαγή στους ρόλους θύτη και θύματος. Όπως καταλαβαίνετε, δεν γινόταν να ξεκολλήσω από ένα τέτοιο κείμενο.
Cul. N.: Ένα παιδικό παιχνίδι ρόλων που βασίζεται σε μία από τις μεγαλύτερες κτηνωδίες της Ιστορίας του Δυτικού πολιτισμού. Ποια είναι η σκηνοθετική πορεία που ακολουθήσατε για να δώσετε ζωή, “φωνή” και κίνηση σ’ αυτό κείμενο, που προορίζεται κυρίως για να διαβαστεί;
Κ. Φ.: Ο κόσμος του Τριαρίδη είναι λογοκεντρικός και παίζει διαρκώς με τα όρια του νου. Αυτή είναι και η μεγάλη θεατρική δυσκολία των έργων του. Πρέπει η σκηνοθεσία να προσπεράσει την συνθήκη σωματικού εγκλωβισμού που δημιουργεί ο συγγραφέας και να αναζητήσει λύσεις έξω από τον ρεαλισμό. Έτσι δημιούργησα την συνθήκη ενός διαστελλόμενου «βαγονιού» όπου τα όρια της νοητής σκηνής ορίζονται από τους δύο πρωταγωνιστές μου και την κίνηση τους στον χώρο, ενώ τα βίντεο της Όλγας Μπρούμα οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και η μουσική του Δημήτρη Γιακουμάκη ουσιαστικά πρόβαλαν το υποσυνείδητο των ηρώων. Και ευτύχησα στους ηθοποιούς μου: ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος καταδύθηκε σε όλα τα επίπεδα του κειμένου και του χαρακτήρα ενός ανθρώπου που «γίνεται» ο χειρότερος δολοφόνος της ιστορίας. Και απέναντί του η Μυρτώ Αλικάκη, κυριολεκτικά ανθίζει και εκρήγνυται στον ρόλο της νέας κοπέλας που θα γίνει διαδοχικά θύμα και τιμωρός. Κάνοντας και οι δύο, όπως όλοι λένε, έναν από τους καλύτερους ρόλους της πολύ σπουδαίας θεατρικής τους διαδρομής. Είναι ευλογία να δουλεύει κανείς με τέτοιους ηθοποιούς που μπορούν να ελευθερώσουν αναμεταξύ τους τόση ενέργεια.
Cul. N.: Απόλυτο Κακό – Αληθινή Αγάπη: Γίνεται να συνυπάρξουν στη φύση του ανθρώπου; Μπορούμε να μιλάμε τελικά για “επανανθρωπισμό του Κακού”;
Κ. Φ.: Υπάρχει ένα δοκίμιο του Τριαρίδη στο Πρόγραμμα της παράστασης με αυτόν τον τίτλο («Ο επανανθρωπισμός του Κακού») που αναλύει διεξοδικά τις θέσεις του επί του θέματος. Πιστεύω πως το Κακό ενυπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση – οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ανήκει στη θεολογία ή στη μεταφυσική. Και πρέπει να το αναγνωρίζουμε το κακό μέσα μας για να μπορούμε να το πολεμάμε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η Χάννα Άρεντ στην Κοινοτυπία του Κακού θεμελίωσε την ίδια θέση παρακολουθώντας την δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: ο Άιχμαν, μας είπε, θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς μέσα σε ειδικές συνθήκες που μεταμορφώνουν έναν άνθρωπο σε δολοφόνο. Ο Τριαρίδης μας λέει το ίδιο πράγμα στον Μένγκελε: πως ο καθένας μας μπορεί να γίνει δολοφόνος, αν πιστέψει άκριτα και μανιασμένα σε κάτι και αποφασίσει να το επιτύχει με κάθε τρόπο. Ακόμη κι αν αυτό το κάτι είναι η απόλυτη αγάπη. Το έργο εκπέμπει ένα ακραίο σήμα κινδύνου.
Cul. N.: Τι αντιπροσωπεύει ο Μένγκελε για σας; Ποια είναι η ψυχολογική και ηθική δύναμη που ασκεί αυτή η παράσταση στον θεατή;
Κ. Φ.: Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Μένγκελε είναι ένας από τους χειρότερους δολοφόνους που κυοφόρησε ο ναζισμός. Και αλίμονο, στις μέρες μας ο ναζισμός εμφανίστηκε και πάλι στη χώρα μας – με ανησυχητικά ποσοστά. Οπότε φεύγοντας από την παράσταση ο θεατής μπορεί να σκεφτεί πόσο απέχει από το κτήνος του ναζισμού – και να πάρει τα μέτρα του. Ο ήρωας της παράστασης είναι σίγουρος πως θα παίξει ένα ασφαλές παιχνίδι: θα υποδυθεί σε ένα αθώο παιχνίδι τον Μένγκελε, το μεγαλύτερο κτήνος της Ιστορίας. Μα τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Το έργο είναι ένα αλλόκοτο θρίλερ. Ζητάμε από τον θεατή να τρομάξει, μα όχι κοιτώντας στη σκηνή, αλλά βυθομετρώντας τον ίδιο του τον εαυτό.
Cul. N.: Φτάνοντας στο τέλος, η φετινή θεατρική περίοδος διαγράφεται για σας, μέχρι στιγμής, αρκετά έντονη επαγγελματικά. Έχετε κάποια επόμενα σχέδια που μπορείτε να μας ανακοινώσετε;
Κ. Φ.: Σχέδια υπάρχουν πολλά και κάποια από αυτά έχουν αρχίσει να δουλεύονται. Μα όσο δεν υπάρχει μια κλεισμένη δομή παραγωγής (το αιώνιο πρόβλημα, για το οποίο σας μίλησα παραπάνω), αποφεύγω να τα ανακοινώνω διότι μπορεί να βρεθούμε εκτεθειμένοι στα μάτια των αναγνωστών σας.
Κλείνουμε αυτή τη συνέντευξη με ένα απόσπασμα από το σκηνοθετικό σημείωμα του κ. Φιλίππογλου στο πρόγραμμα της παράστασης «Μένγκελε»:
Είχα την τύχη να δουλέψω με δύο καταπληκτικούς ηθοποιούς, δυναμικούς και ερωτεύσιμους, σε ένα πολύ δυνατό κείμενο. Τώρα χαίρομαι που τους βλέπω να παίζουν, να γελούν και να σπαράζουν πάνω στη σκηνή. Βλέπω μέσα τους να συνυπάρχει το καλό και το κακό, βλέπω τις κρυμμένες τους ταυτότητες να βγαίνουν στην επιφάνεια, βλέπω την μεγαλομανία τους και το ναρκισσισμό τους, την ανάγκη τους για πίστη και αγάπη και συνειδητοποιώ γιατί με γοητεύει αυτό το έργο.
Αναγνωρίζω τον εαυτό μου, αναγνωρίζω την ανθρωπότητα.
Αν είστε η Μυρτώ και ο Λάζαρος, είμαι ο Κώστας. Αν είστε ο Μένγκελε και η Εσθήρ, είμαι ο παράφρων συνένοχός σας.