Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να πλησιαστεί η Κωνσταντινούπολη σαν θέμα. Πολλοί ζωγράφοι νιώθουν βολικά, να αναζητήσουν φωτογραφικό υλικό από διάφορες πηγές και να δημιουργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, έργα.
Υπάρχουν επίσης αρκετοί άλλοι καλλιτέχνες οι οποίοι μ’ αφορμή το θέμα, προστρέχουν σε συμβολικές, φιλολογικές, φαντασιακές, ανεικονικές παραστάσεις, που πολλές φορές μόνο στους τίτλους των έργων, βρίσκεις, κάτι από την πόλη. Υπάρχουν και κάποιοι ζωγράφοι – λίγοι δυστυχώς – που ακόμα νιώθουν έντονα την ανάγκη της προσωπικής επαφής με τα πράγματα, αναζητώντας την αλήθεια μέσα σ’ αυτά. Σ’αυτή την κατηγορία ζωγράφων ανήκω κι εγώ.
Το 2006 συναντήθηκα για πρώτη φορά με την Πόλη. Η πρώτη εντύπωση που μου προκάλεσε ήταν μεγάλη. Ο πλούτος της ιστορίας της, η ομορφιά και η ζωντάνια της ήταν κάτι το εκπληκτικό! Ένιωθα σαν παιδί σε ζαχαροπλαστείο! Και αυτό μ’ έκανε να κινούμαι συνεχώς σε διάφορα μέρη της Πόλης, με τη λαχτάρα να μεταφέρω στη ζωγραφική επιφάνεια, τα αισθήματα που έβλεπα να ξεπηδούν από μέσα μου βλέποντας τα τζαμιά, τις αγορές, τον Βόσπορο, τα γυαλιά, τις εκκλησίες, τους ανθρώπους … μέσα από το φως που τα έλουζε.
Ένιωθα χαρά και ενθουσιασμό. Τέσσερα χρόνια μετά, βρισκόμενος πάλι εδώ, με αφορμή την έκθεση Ιχνηλατώντας στην Κωνσταντινούπολη, πλέον, δεν ήμουν ο ίδιος. Η ανάγκη μου με έσπρωχνε να αναζητήσω μια καινούργια σχέση με την Πόλη. Δεν ήταν εύκολο να συμβεί. Πέρασα ένα μακρύ διάστημα, χωρίς να βρίσκω την άκρη αυτού του νήματος. Μια σειρά από αλλεπάλληλα γεγονότα με οδήγησαν στο Φανάρι. Σ’ αυτή τη μικρή γειτονιά, που φέρει ένα έντονο ιστορικό παρελθόν και ένα ζωντανό πνευματικό παρόν που αναδύεται από την παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εδώ λοιπόν βρήκα τον χώρο εκείνο που μου επέτρεψε να αναπτύξω τη δημιουργική μου δραστηριότητα. Ο κόσμος μου, έγινε το Φανάρι, αδιαφορώντας για την υπόλοιπη Πόλη των 16 εκατομμυρίων ανθρώπων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Έτσι, μέσα από την καθημερινή τριβή, προσπάθησα να το γνωρίσω, να το ανακαλύψω τόσο σε πλάτος όσο και σε βάθος βιώνοντας τις πτυχές που το συνθέτουν, κάτι, που είναι αδύνατο για τον επισκέπτη της μιας ώρας ή της μιας μέρας. Η επαφή με τους ανθρώπους εδώ, είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ένας τόπος δεν είναι μόνο τα μνημεία και τα αρχιτεκτονήματα, αλλά και ο άνθρωπος που τον κατοικεί. Δεν μπορείς να καταλάβεις το ένα χωρίς το άλλο.
Η αγάπη με την οποία ακούμπησα την προσοχή μου πάνω σ’ αυτή τη γωνιά της Πόλης, μου ανταποδίδεται γενναιόδωρα τόσο απ’ την πρόσκληση της «Istabul Sanat Fuari» – που θέλησε να τιμήσει την εδώ εργασία μου – όσο και απ’ τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχω καθημερινά στο δρόμο. Ίσως, για πρώτη φορά, βλέπουν έναν άνθρωπο που καθημερινά κι επίμονα προσπαθεί να ζωγραφίσει με πειστικό τρόπο τον τόπο τους. Και όλοι προστρέχουν να προσφέρουν τσάι, νερό, καφέ, να βοηθήσουν σε διάφορα μικρά πρακτικά ζητήματα ή να με καλέσουν να ζωγραφίσω τα σπίτια τους, αλλά και αυτούς τους ίδιους ακόμη…
Και όλα αυτά με πολύ σεβασμό. Είναι άνθρωποι απλοί, εγκάρδιοι και πολύ εργατικοί. Διατηρούν ακόμα, «κάτι» από τον «πρώτο» άνθρωπο ο οποίος στη Δύση έχει σχεδόν χαθεί. Αυτό όμως το καταλαβαίνεις καλύτερα όταν δεις πώς μεγαλώνουν εδώ τα παιδιά. Είναι όλη μέρα στο δρόμο, παίζοντας και αυτοσχεδιάζοντας με το τίποτα, μ’ ένα χαρτόνι, με λίγο χώμα, μ’ ένα λάστιχο. Είχα τη μεγάλη τύχη να έχω μεγαλώσει έτσι και γι’ αυτό μου είναι τόσο οικείο και γνώριμο, τόσο που να μπορώ να καταλάβω τι στερούνται τα παιδιά που μεγαλώνουν στα μπαλκόνια. Όμως όταν δουλεύω μαζεύονται γύρω μου και δημιούργησε σαματά. Στην αρχή, δεν ήξερα πώς να τα αντιμετωπίσω, καθότι το έπαιρναν σαν παιχνίδι.
Όμως, ανακάλυψα πως ένα νεύμα απλό και με πεποίθηση λειτουργούσε κατευναστικά. Συμβαίνει όμως καμιά φορά να μην τα ησυχάζει τίποτα και τότε η ζωγραφική γίνεται μεγάλη δοκιμασία. Μπορώ να πω ότι βρήκα εδώ στο Φανάρι τον χώρο εκείνο, που η ύπαρξή μου νιώθει ιδιαίτερα καθότι συναντήθηκε με την ενέργεια των παιδικών της χρόνων.
Info: Ο Κώστας Κερεστετζής γεννήθηκε το 1969 στην Ανδριανή Δράμας. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής με τον Κώστα Μεϊμάρογλου και αργότερα με τον Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ Αθηνών κατά τα έτη 1989 – 1994 στο εργαστήριο του Χρόνη Μπότσογλου και χαρακτική με τον Θανάση Εξαρχόπουλο. Από το 1993 έως το 1998 έκανε Ελεύθερες σπουδές στην Ισπανία μελετώντας την Ισπανική σχολή στο μουσείο του Πράδο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έργα του ανήκουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές και μουσεία στην Ελλάδα και στην Ισπανία.