“Οι Κυκλάδες περιστρέφονται αργά γύρω από τη Δήλο πάνω στην εκθαμβωτική θάλασσα με μια κίνηση που θυμίζει κάτι σαν ασάλευτο χορό”, περιγράφει ο Καμύ στο Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι. Σε αυτό το ταξίδι στο χρόνο θα μπορούσε να μην είναι μόνος. Αν την ίδια στιγμή μεταπηδούσαν κι άλλοι ομότεχνοί του, πόσα ακόμα πράγματα θα συνέβαιναν! Ο Θερβάντες θα έβρισκε το κατάλληλο σκηνικό, για να εντάξει την περίφημη σκηνή όπου ο Δον Κιχώτης τα βάζει με τους ανεμόμυλους. Ο Μπαλζάκ, ευτυχής προγάστωρ, θα σεργιάνιζε στα Μυκονιάτικα σοκάκια φορώντας μια διαφημιστική μπλούζα της Coca-Cola και θα έκανε την Ευγενία Γκραντέ όχι μια στερημένη γεροντοκόρη, αλλά μια αεράτη καλλονή που θα λικνιζόταν με χάρη στις Κυκλαδίτικες παραλίες. Οι ήρωες του Προυστ θα δραπέτευαν από το αγοραφοβικό Αναζητώντας το χαμένο χρόνο και θα απολάμβαναν ελεύθερα την ερωτική τους ανορθοδοξία, ενώ ο δημιουργός τους θα περιέφερε την αμηχανία του μ’ ένα ανοιχτόχρωμο λινό κουστούμι κι ένα λευκό μαντίλι για να σκουπίζει κάθε τόσο τον ιδρώτα στο πρόσωπό του. Ο Σαρτρ κάτω από αυτή την παράσταση φωτός θα μπορούσε επιτέλους να κατανοήσει τον Επαναστατημένο Άνθρωπο του Καμύ. Ίσως μάλιστα στη Ναυτία του δεν περιέγραφε τίποτε περισσότερο από το κοινό σύμπτωμα του επιβάτη που βασανίζεται μεσοπέλαγα από τα μελτέμια του καλοκαιριού. Ο Κάφκα στη Μεταμόρφωση δεν θα τολμούσε να μεταμορφώσει τον Γκρέγκορ Σάμσα σε τεράστιο σκαθάρι αλλά σε ροκ σκαθάρι προοικονομώντας τον θρύλο των Beatles. O Μεγάλος Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ θα οργάνωνε τα περιώνυμα πάρτι του σε πολυτελέστατη βίλα της Μυκόνου κι η Λαίδη Τσάτερλι του Λόρενς θα ζούσε με τον εραστή της στον παράδεισο των αισθήσεων. Ο Ναμπόκοφ θα ξανάγραφε την Λολίτα του κι ο Όργουελ θα πετούσε απελπισμένος το 1984 στο καλάθι των αχρήστων συλλαβίζοντας το δικό του καλοκαίρι: “Καλοκαίρι είναι τα λευκόσαρκα σώματα των Βορειοευρωπαίων που τηγανίζονται χωρίς έλεος από τον ήλιο του μεσημεριού”.
Κυκλάδες για πάντα
"Οι Κυκλάδες περιστρέφονται αργά γύρω από τη Δήλο πάνω στην εκθαμβωτική θάλασσα με μια κίνηση που θυμίζει κάτι σαν ασάλευτο χορό", περιγράφει ο Καμύ στο Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι.