Στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, σε διοργάνωση του 12ου Aegina Fistiki Fest και της ΚΕΔΑ Αίγινας, συνδιοργάνωση της Περιφέρειας Αττικής και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, εγκαινιάζεται την Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021 στις 20.30, στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου Αίγινας, η ατομική έκθεση της Κυριακής Χριστακοπούλου «Nα λάμπει η φορεσιά της…». Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η ιστορικός τέχνης Ίρις Κρητικού.
Τα μεγάλης κλίμακας έργα που σε διάταξη χορική απεικονίζουν γυναικείες φιγούρες σε φυσική διάσταση 170 εκ., με επιλεγμένες για τους επιμέρους συμβολισμούς τους παραδοσιακές φορεσιές του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα, από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, σχεδιάζονται και ζωγραφίζονται επάνω σε ορθό ξύλο με εφήμερα εκφραστικά υλικά και προτείνονται από την εικαστικό ως ένα ενιαίο απεικονιστικό και αφηγηματικό σύνολο που διασώζει συναρπαστικές επιμέρους ενδυματολογικές λεπτομέρειες, κρυφά σύμβολα αποτροπής από το κακό και ευγονίας, ακατάγραφες οικογενειακές ιστορίες και δεξιοτεχνικές ψυχογραφικές προσεγγίσεις ενός περίκλειστου γυναικείου φύλου.
Στο πλαίσιο της έκθεσης, η Σοφία Τσουρινάκη, τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος, θα πραγματοποιήσει στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου, την Τρίτη 17 Αυγούστου και ώρα 20:00, ομιλία με θέμα «Ο αργαλειός: ένα ανώνυμο εργαλείο και τα Πολυώνυμα Έργα του», ενώ την Τετάρτη 18 Αυγούστου, θα πραγματοποιηθούν εργαστήρια μικροϋφαντικής για παιδιά (18:00-19:00) και για ενήλικες (19:00-20:30) με ελεύθερη είσοδο μετά από απαραίτητη προκράτηση.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, θα προβάλλεται video του Φίλιππου Κουτσαφτή, από τη διαδικασία δημιουργίας των έργων της έκθεσης.
Με αφορμή την έκθεση, εκδόθηκε και κυκλοφορεί δίγλωσσος αναλυτικός κατάλογος με κείμενα της Ίριδας Κρητικού, της Σοφίας Τσουρινάκη και της Κυριακής Χριστακοπούλου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο κείμενο καταλόγου της η εικαστικός Κυριακή Χριστακοπούλου σημειώνει:
«Η παλιά φθαρμένη φωτογραφία από την μια και η σημασία της γυναικείας ένδυσης από την άλλη, που στο παρελθόν με είχε ξανά απασχολήσει μ έναν άλλο τρόπο -επικριτικό- μ έκαναν να ξεκινήσω την νέα μου δουλειά.
Το παλιό, κρυμμένο και ξεχασμένο θέλω να το ανασύρω και να το φέρω στο φώς Να ενθυμίσω, να συγκινήσω την προσοχή εκείνη που θα επιτρέψει να εντοπίσουμε ενσυνείδητες πληροφορίες και θραύσματα μνήμης που έχουν στο πέρασμα του χρόνου λησμονηθεί .
Οι ποικίλες φορεσιές με εντυπωσίαζαν πάντα επειδή υπήρχε μια προσωπική διαδικασία, ύφανση, ύφασμα, χρωματισμός, ράψιμο, κέντημα, στολίδια, όλα γίνονταν σχεδόν από τις ίδιες που τα φορούσαν ανάλογα την κοινωνική τάξη που άνηκαν. Τότε λάμβανε μέρος η ιδιαίτερη έκφραση της κάθε μιας. Εκεί στέκομαι με μεγάλο θαυμασμό να αντιληφθώ το πώς εκφραζόταν αυτό το καμουφλάζ του σώματός τους τι κάλυπταν και τι άφηναν να φανερωθεί κοινωνικά.
Τα συμβολικά φυλαχτά τους και οι κρυμμένες ευγονικές επικλήσεις δίνονταν μέσα από ένα ανώτερο πνευματικό πεδίο και εσωτερικά φορτισμένο συναισθηματικά κόσμο . Νοηματοδοτούσαν και επικοινωνούσαν το ρούχο τους με μια υπερκόσμια ενέργεια που συνδεόταν με όλα τα πλάσματα της γης. Γινόταν δημιουργός και προστάτιδα της ζωής- θεότητα. Κοιτάζοντας στον φακό αμίλητες με τα μυστικά τους θαμμένα, ένοιωσα την ανάγκη να τις αποτυπώσω στους πίνακές μου ζητώντας τους μ αυτόν τον τρόπο συγχώρεση για την μακρόχρονη λήθη που τις έχει καλύψει.
Σαν γυναίκα από το ίδιο υφάδι, θα έλεγα πως αυτό που επιθυμώ με τούτα τα έργα είναι να καταδείξω την παράδοση σαν μια αέναη διαδικασία και ως την μόνη που μπορεί απ’ την φύση της και μόνο να κουβαλάει αλήθεια και είναι αυτή, που σφραγίζει την κουλτούρα και τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής λαϊκής ψυχής, στην γυναικεία της όψη».
Στο κείμενο καταλόγου της με τίτλο «Οι Παραδοσιακές Ενδυμασίες ως Αρχετυπικά Σύμβολα Προστασίας και Γονιμότητας , η τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος Σοφία Τσουρινάκη, σημειώνει:
«…Η θεματογραφία και η χρωματολογία του υφαντού και κεντημένου διακόσμου των ενδυμάτων διαμορφώνει δύο υποομάδες: η μία ομάδα περιλαμβάνει τα πολύχρωμα κεντήματα, που χαρακτηρίζονται από ανεξάντλητη χρωματική ευφορία και επαναλαμβανόμενα, πυκνά τοποθετημένα διακοσμητικά θέματα (ρόδακες, γαρύφαλλα, κουκουνάρια, κλαδιά, παγώνια, λαγούς, σκυλάκια, φίδια, αίγαγρους, πουλιά) σαν συμβολική επένδυση ευκαρπίας.
Στον οργιαστικό φυτικό τους διάκοσμο, το ιερό δέντρο κρυμμένο πίσω από την διακοσμητικότητα ενός δοχείου με άνθη σηματοδοτεί μία ευγονική υπόσχεση φερμένη μέσα από πανάρχαιες πεποιθήσεις και καταβολές της Ανατολής. Στη δεύτερη ομάδα των κεντημάτων επικρατούν αυστηρά γεωμετρικά σχήματα, ηλιακά σύμβολα ή η μονόχρωμη και περισσότερο συμβατική απόδοση των θεμάτων. Τα σχήματα απλουστεύουν, αποκτούν ακαμψία και σταδιακά δείχνουν να εκφυλίζονται από την επανάληψη, δηλαδή την φυσική φθορά, που φέρνει η πολυχρησία και η αποδυνάμωση περασμένων ιδεών.
Ωστόσο, η ενεργειακή αντιπαράθεση λαμπερών χρωμάτων, που «αστράφτουν» σαν κοσμήματα προσδίδει δυνατές, αλλά ευχάριστες αντιθέσεις. Οι λαμπροί χρωματισμοί, αναλλοίωτοι με την πάροδο του χρόνου, έχουν προκύψει από βαφές φυτικής και ζωικής προέλευσης
Στην πλειονότητα των ενδυμάτων, ο υφαντός ή κεντημένος διάκοσμος είχε διπλή λειτουργία: στην καθημερινότητα έκφραζε την επιθυμία για στολισμό, αναγνώριση και προβολή.
Σε ένα άυλο επίπεδο όμως, διατηρούσε την επίκληση κάποιας μαγικής δύναμης, που μέσω επανάληψης αρχετυπικών συμβόλων έδιωχνε το κακό μακριά από την φέρουσα. Παράλληλα, το κόκκινο χρώμα είναι ένα άλλο αποτροπαϊκό στοιχείο, που συχνά συνδέθηκε με την γυναικεία ευκαρπία.
Το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωτικότητας και της αντοχής, ανάλογο με το αίμα και τη ροή της ζωής. Οι οπτικές του ιδιότητες, όπως η ζεστασιά, η λάμψη και η αφθονία κοσμούσαν και ομόρφαιναν. Η κυρίαρχη όμως χρήση του στα διακοσμητικά θέματα των γαμηλίων ενδυμάτων παρατηρείται και ως δύναμη προστασίας από το κακό μάτι, την ζήλια, την κατάρα και τα κακά πνεύματα. Παρόμοια, η θέση του στα ενδύματα που βρίσκονταν επάνω σε ευάλωτα μέρη του γυναικείου σώματος όπως η ποδιά, ο κεφαλόδεσμος και το ζωνάρι, προστάτευαν τα βασικά μέρη του γυναικείου σώματος, που ήταν προορισμένα να φέρουν και να ενσαρκώσουν την νέα ζωή.
Μαγικοί συμβολισμοί, που σχετίζονταν με την αναπαραγωγικότητα των γυναικών και την συνέχεια της ζωής, περνούσαν από τη μια γενιά στην επόμενη. Αν και οι γυναίκες έπαψαν να αναγνωρίζουν την προέλευσή ή τα κίνητρα τους, έδιναν τα δικά τους ονόματα, δείχνοντας την ομοιότητά τους με ένα συγκεκριμένο καθημερινό αντικείμενο.
Τα αρχικά τους νοήματα ήταν πια θαμμένα σε μια μακρινή ιστορία, ωστόσο η επανάληψη της χρήσης τους έδινε πρόσβαση στην προστασία αγαθών κι ευοίωνων δυνάμεων. Ακόμα και μετά την σταδιακή εξαφάνιση της έννοιας ορισμένων συμβόλων, η πιστή προσήλωση σε αυτά διατηρούσε τη θέση τους και συνέχιζε, να εκφράζει με επικλήσεις την αναπαραγωγική δύναμη των γυναικών μέσα την κοινότητα, μέσω των περίτεχνων ενδυμάτων τους». (απόσπασμα)
Στο κείμενο καταλόγου της με τίτλο «Οι φύλακες του χρόνου στο υφάδι ενός άχρονου γυναικείου σύμπαντος», η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια της έκθεσης Ίρις Κρητικού, σημειώνει:
«…Βαδίζοντας με κεκτημένη γνώση από τον κόσμο των παιδιών, που αναζητώντας το βλέμμα του θεατή απασχόλησαν προηγούμενες ενότητες της δουλειάς της, επαναπροσδιορίζοντας την ουσιαστική σχέση της με το ύφασμα, τους κρυπτούς μικρούς κόσμους του, τις ποιότητες και τις διαφορετικές υφές του, η Κυριακή Χριστακοπούλου επιλέγει σε μια διαφορετική πλέον στιγμή της ζωής της να εστιάσει στη φέρουσα το ένδυμα αυθύπαρκτη και ευθύβολη γυναικεία υπόσταση, στην παλλόμενη εσωστρεφή της γαλήνη μα και στη δική της κεκτημένη γνώση της αθέατης πρώτης ύλης της ελληνικής ψυχής.
Φωτίζοντας μέσω της έρευνάς της παλιές και φθαρμένες φωτογραφίες ενδεδυμένων με τοπικές λαϊκές και αστικές χειροποίητες φορεσιές γυναικών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και από το σύνολο του ελλαδικού χώρου, πέρα από την εκ βαθέων συνομιλία της με την έμβια διάσταση και την ψυχική υπόσταση κάθε «αποκαλυπτόμενης» από το λιβάδι της λήθης φέρουσας, ανασκάπτει παράλληλα την πυκνή σημειολογία των υφασμένων και κεντημένων επάνω στα ενδύματα συμβόλων τους, διασώζοντας αθέατα θραυσματικά στοιχεία και ανασύροντας τα κρυπτά στο φως: πρόκειται για τα έμβια στοιχεία, τα μικρά ζώα, έντομα και καλότυχα ερπετά που μετατρεπόμενα εδώ σε μεγεθυμένες αρχετυπικές συμβολικές, προστατευτικές και συμπορευόμενες ζωγραφικές παρουσίες, φυλάσσουν ως αρχέγονες πότνιες θηρών τον περίκλειστο γυναικείο κόσμο που με γνώση και τρυφερότητα ακουμπά και ανασκάπτει η ζωγράφος.
Σύμβολα αφθονίας και ευγονίας, υγείας και αποτροπής των κακών, τα κρυμμένα αυτά φυλακτά ξόρκια που αναβλύζοντας από έναν πανάρχαιο χρόνο, ράβονταν στην ψυχή και τη σάρκα του ενδύματος ως σιωπηλές μα παντοδύναμες επικλήσεις, αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από λαογραφικά ανάλεκτα, σηματοδοτούν ως συνοδοί και συνοδοιπόροι ετούτων των γυναικών κάτι πολύ περισσότερο από την οργανική τους σύνδεση με τη Φύση.
Ορίζοντας εντέλει την ενστικτώδη σοφία, τη μεταφυσική σύνδεση και τη αναπόδραστη υποταγή εκείνης που τα ενδύεται με τον κύκλο του χρόνου, με το απάτητο έρεβος του θανάτου και το σπαρακτικό μυστήριο της ίδιας της ζωής.
Εισερχόμενοι στη συναρπαστική αυτή χορική εγκατάσταση της Κυριακής Χριστακοπούλου όπου οι ζωγραφισμένες γυναικείες φιγούρες τρέπονται σε μυσταγωγικές ιεροφάντριες, διασώζοντας το ακέραιο του κάλλους τους και ανασαίνοντας μια πανάρχαιη γυναικεία λαχτάρα, γινόμαστε κοινωνοί κρυμμένης σοφίας και ψιθυριστικών μυστικών.
Κάμπτοντας τις αθόρυβες αντιστάσεις τους στον φακό και ακουμπώντας το ήμερο βλέμμα τους με οδηγό την ενδελεχή αποκαλυπτική μυσταγωγική διαδικασία αναπαραστατικής και ενδοσκοπικής αποτύπωσης από τη ζωγράφο, θωπεύουμε ένα μικρό κομματάκι του εσώτερου κόσμου τους, εισερχόμαστε στα άδυτα ενός εξομολογητικού και διαφεύγοντος στους περισσότερους εσωτερικού πεδίου.
Οι πανωραίες ετούτες γυναίκες της Κυριακής Χριστακοπούλου, εξέρχονται από τη λήθη του παραμυθιακού και του πατριαρχικού χρόνου και από το περιθώριο της Ιστορίας ανακουφιστικά, μοιραζόμενες μυσταγωγικά με τον θεατή μια πρωτογενή ομορφιά, μια υπερκόσμια ενέργεια, μια ριπή ενδοφυλετικής τρυφερότητας που αγγίζει τα εγκόσμια πλάσματα της γης και μαζί, τα μεταφυσικά σπλάχνα της. Αποδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψαν να είναι οι αθέατοι πυλώνες ετούτου μα και ενός άλλου κόσμου…» (απόσπασμα).