Από την Παρασκευή Τεκτονίδου

Η αίθουσα Δ της Πειραιώς 260 δεν έχει γεμίσει και οι ταξιθέτες μας καλούν να κατέβουμε στις μπροστινές σειρές για να πλησιάσουμε τη σκηνή. Σε λίγο, τα φώτα σβήνουν και ένα ηχητικό περιβάλλον ξεκινά σηματοδοτώντας την έναρξη της παράστασης. Σε μία οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής ξεκινάμε να διαβάζουμε ένα κείμενο. Μικρές προτάσεις σε δεύτερο ενικό. Ένα «εσύ» που μετακινείται ανάμεσα σε ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο αφηγείται μιαν ιστορία και σε ένα εσύ/εγώ που είναι η καθεμία και ο καθένας που κάθεται στην πλατεία.

Σιγά σιγά, ενώ το κείμενο θα συνεχίσει να εξελίσσεται, μια ομάδα χορευτών, με συνηθισμένα ρούχα αλλά καλυμμένα πρόσωπα, θα δημιουργήσει διάφορες εικόνες στη σκηνή. Εικόνες δημόσιου χώρου: μιας πλατείας, μιας λεωφόρου, ενός δρόμου, ενός τουριστικού εκθέματος. Μουσουλμάνες με καλυμμένα κεφάλια, σακούλες σουπερμάρκετ και μωρά σε καρότσια, άστεγοι, ζητιάνοι και μεθυσμένοι, ένα γύρισμα μιας ταινίας, μία οδηγός που ξεναγεί τουρίστες.

©Els De Nil

Εικόνες οικείες, μιας καθημερινότητας σε κάποια Ευρωπαϊκή πόλη, όπου περπατάει κάποιος από εμάς. Ίσως να γίνονται για λίγο μοναχά παράξενες, από το κρυμμένο του δέρματος σε αυτά τα σώματα, από την απουσία των εκφράσεων στα σκεπασμένα πρόσωπα. Άνθρωποι που θυμίζουν κούκλες σε βιτρίνες. Που φανερώνουν το δέρμα και το πρόσωπό τους μόνο όταν κείτονται ακίνητοι και γυμνοί σε ένα φορείο. Όπως το μοναδικό γυμνό σώμα της γυναίκας που είδαμε στη σκηνή/πλατεία τους τοποθετημένο στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού γυρίσματος. Σαν επιστροφή στην ιδέα ότι ζούμε στην εποχή της εικόνας. Ωστόσο, είναι τόσο συνηθισμένοι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο γεμάτα από προσωπικές εικόνες τούτα τα tableau vivant που δεν μας αναστατώνουν. Και δεν είναι αυτός ο στόχος τους.

©Luisa Gutiérrez

Όπως δεν είναι αυτός ο στόχος του κείμενου που συνεχώς συνομιλεί προσωπικά μαζί μας μέσα από αυτό το επαναλαμβανόμενο εσύ. Ακόμη και αν τα γραμμένα λόγια αναφέρονται στην αρχή σε ένα δυστοπικό μέλλον, η ροή της αφήγησης το αναδημιουργεί μέσω της επιστροφής μας στο εδώ και το τώρα. Στη συνηθισμένη καθημερινότητα. Μιλάνε οι δύο δημιουργοί για αυτά που ξέρουν καλύτερα, κατασκευάζοντας έτσι με το κοινό που τα μοιράζονται τις γέφυρες μιας ιδιαίτερης επικοινωνίας. Ένα κείμενο που υπογράφει ο Pablo Gisbert αλλά θα μπορούσε να είναι γραμμένο από πολλούς διαφορετικούς καθημερινούς συγγραφείς. Που προσποιείται ότι είναι οι δικές μας σκέψεις και οι δικές μας συνήθειες και ίσως έτσι κάπου να τις συναντά. Χωρίς ποτέ ακριβώς να ταυτίζεται. Σαν να μη θέλει να κερδίσει αυτή την οικειότητα της ενσυναίσθησης. Εκτός ίσως από την παραδοχή μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας ανάμεσά μας. Άνθρωποι που ζούμε στην Ευρώπη και βλέπουμε τους πρόσφυγες, τους ζητιάνους και τους άστεγους σαν κάποιους από μας και έτσι τους προσπερνάμε για να επιστρέψουμε τη νύχτα στο μπαράκι της γειτονιάς και στα email μας.

Η παράσταση La plaza των el Conte del Torrefiel κάνει σκηνικές επιλογές που θέλουν, αν όχι να καταρρίψουν τις προσδοκίες μας σε σχέση με τη θέαση, σίγουρα να προκαλέσουν την περιέργειά μας. Αν καταφέρνουν κάτι, είναι να μας δείξουν ότι η τέχνη είναι κάτι που όλοι μπορούμε να κάνουμε. Αναρωτιέμαι παρόλα αυτά αν θα έπρεπε φεύγοντας από την παράσταση να αισθάνομαι ότι είχα την ευκαιρία μίας διαφορετικής θεατρικής εμπειρίας. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην σκεφτώ όλα εκείνα τα έργα τέχνης που έχουν ήδη προσπαθήσει για αυτό, ούτε μπορώ να αποφύγω να εξετάσω τις συνθήκες θέασης και δημιουργίας της. Πού είδα την παράσταση και ποιός οικονομικά την υποστηρίζει —είναι μία συμπαραγωγή καλλιτεχνικών θεσμών από την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Νορβηγία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία και το Βέλγιο. Αφήνοντας έτσι αναπάντητα εκείνα τα ερωτήματα για τη σχέση αυτού που θέλει να ονομάζεται πρωτοπορία και την μεγάλη καλλιτεχνική αγορά, καθώς και για τη δημιουργία μίας αισθητικής εμπειρίας που όμως δεν υπερβαίνει τις προθέσεις της.

©Luisa Gutiérrez

Τέλος, αναρωτιέμαι γα τους τρόπους με τους οποίους η La plaza επιθυμεί να επικοινωνήσει με το κοινό της. Κάνω λοιπόν στον εαυτό μου την ερώτηση αν θα έπρεπε να συνεχίσω να αισθάνομαι πρωταγωνίστρια μίας καθημερινότητας που κάποιος μου θύμισε να βρω τον χρόνο να την παρατηρήσω για να την κερδίσω ξανά. Και δεν μπορώ να συνδεθώ ούτε εκεί. Αναγνωρίζω την πρόθεση να συναντήσουμε τον εαυτό μέσα σε αυτή την χορτασμένη κοινωνία της Zara-Ισπανίας, της Bayer-Γερμανίας και της Alpha Bank-Ελλάδας, όπως μας υποδεικνύουν στην παράσταση, αλλά αναρωτιέμαι για την ανάγκη μας να τον διεκδικήσουμε αυτόν τον εαυτό ως μύθο.


Κεντρική φωτογραφία άρθρου: ©Els De Nil


Διαβάστε επίσης:

La plaza, από τους El Conde de Torrefiel στην Πειραιώς 260