Ο διακεκριμένος σολίστ Λάμπης Βασιλειάδης θα δώσει ένα μοναδικό ρεσιτάλ πιάνου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Τετάρτη, 7 Δεκεμβρίου στις 20.30. με έργα Μπετόβεν, Σιμανόφσκι και Τσαϊκόφσκι.
Η εμφάνισή του στο Μέγαρο εντάσσεται στη Σειρά «Μουσικές βραδιές στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος».
Πολλά επαινετικά σχόλια έχουν γραφεί κατά καιρούς για τον πιανίστα Λάμπη Βασιλειάδη από διακεκριμένες προσωπικότητες της διεθνούς καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και από έγκριτους μουσικοκριτικούς. «Εντυπωσιακή τεχνική, τεράστια γνώση των ποικίλων μουσικών στιλ, πραγματικά απέραντη παλέτα ηχοχρωμάτων. Πρόκειται για αληθινή έκρηξη της πιανιστικής τέχνης, στα βήματα της παράδοσης του νεαρού Χόροβιτς», σημειώνει ο Αμερικανός συνθέτης και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι Άλλεν Σαπ για τον Βασιλειάδη. «Ένας σπουδαίος βιρτουόζος που συνδυάζει όλα όσα θα περίμενε κανείς από έναν μουσικό: άνεση, ευαισθησία, δεξιοτεχνία, χιούμορ, υψηλή αισθητική και ευγένεια», σχολιάζει ο συγγραφέας και κριτικός Πάτρικ Μίνορ σε άρθρο του στο μουσικό περιοδικό The Listener.
Από τον Ρομαντισμό στον 20ό αιώνα
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το πρώτο μέρος του ρεσιτάλ του Λάμπη Βασιλειάδη είναι αφιερωμένο σε συνθέσεις των Μπετόβεν και Συμανόφσκι που παραλλάσσουν οικεία μουσικά θέματα.
Η πρώτη σύνθεση φέρει την υπογραφή του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827). Ονομάζεται Παραλλαγές και Φούγκα για πιάνο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 35 και είναι ευρύτερα γνωστή με την ονομασία «Ηρωικές παραλλαγές» επειδή βασίζεται στο μουσικό θέμα του φινάλε της περιώνυμης Ηρωικής Συμφωνίας (αρ. 3), θέμα που ήταν ιδιαίτερα προσφιλές στον Μπετόβεν. Οι παραλλαγές αυτές γράφτηκαν το 1802, ενώ η συγκεκριμένη κύρια μελωδία είχε ξαναχρησιμοποιηθεί από τον κορυφαίο Γερμανό μουσουργό και σε δύο προγενέστερες δημιουργίες του, τις οποίες είχε επεξεργαστεί περί στα 1800: στα «Πλάσματα του Προμηθέα» και στο έργο «12 Contredanses».
Η δεύτερη σύνθεση, με την οποία ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα του ρεσιτάλ, είναι του Πολωνού Κάρολ Συμανόφσκι (1882-1937) και τιτλοφορείται Παραλλαγές σε ένα λαϊκό πολωνικό τραγούδι σε σι ελάσσονα, έργο 10. Γεννημένος σε καλλιτεχνικό περιβάλλον όπου η ποίηση, η ζωγραφική και η μουσική βρίσκονταν στο προσκήνιο της καθημερινής ζωής των νεαρών μελών της οικογένειας Συμανόφσκι, ο νεαρός Κάρολ διδάχθηκε πιάνο σε πολύ μικρή ηλικία και έλαβε μόρφωση βασισμένη στα αυστρογερμανικά πρότυπα. Για την εποχή του, ήταν ένας πρωτοπόρος συνθέτης και κοσμογυρισμένος πιανίστας που ευτύχησε να γνωρίσει μεγάλες μουσικές μορφές εκείνης της εποχής όπως ο Μωρίς Ραβέλ, ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν και πολλοί άλλοι.
Οι επιρροές των περιηγήσεών του σε διάφορες χώρες, κυρίως της Ανατολής και της Μεσογείου, είναι προφανείς σε πολλές δημιουργίες του. Όταν ο Συμανόφσκι εγκατέλειψε τον κοσμοπολίτικο βίο του και επέστρεψε στην Πολωνία για πατριωτικούς λόγους, αφοσιώθηκε εκ νέου στη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής του τόπου του. Το πολωνικό φολκλόρ, πάντως, τον είχε απασχολήσει και στα νεανικά του χρόνια: ήταν μόλις 18 ετών, όταν άρχισε να συνθέτει τις Παραλλαγές σε ένα λαϊκό πολωνικό τραγούδι. Η σύνθεσή τους διήρκεσε τέσσερα χρόνια (1900-1904), περίοδο κατά την οποία ο Συμανόφσκι μελετούσε σύνθεση με τον Νοσκόφσκι στην Βαρσοβία –σ’ αυτόν είναι άλλωστε αφιερωμένο το έργο– και εντρυφούσε στη μουσική του Σοπέν και του Σκριάμπιν. Οι υφολογικά ανομοιογενείς παραλλαγές του έργου είναι δέκα και παρουσιάστηκαν σε πρώτη εκτέλεση το 1906. Πολλοί μουσικολόγοι υποστηρίζουν ότι στο φινάλε των Παραλλαγών ο Συμανόφσκι παρωδεί, τρόπον τινά, το μουσικό ύφος του ώριμου Μπετόβεν.
Η δεύτερη ενότητα της βραδιάς περιλαμβάνει την Μεγάλη σονάτα σε σολ ελάσσονα, έργο 37 του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893), η οποία αποτελείται από τέσσερα μέρη: i. Moderato e risoluto, ii. Andante non troppo quasi moderato, iii. Scherzo – Allegro giocoso και iv. Finale – Allegro vivace. Θεωρείται ένα από τα πιανιστικά αριστουργήματα του φημισμένου Ρώσου συνθέτη, αν και ο ίδιος ο Τσαϊκόφσκι, σε επιστολή του προς τον αδελφό του, είχε εξομολογηθεί ότι, προϊόντος του χρόνου, είχε χάσει πια τον αρχικό ενθουσιασμό και την έμπνευσή του. Ο συνθέτης χρειάστηκε δύο μήνες (Μάρτιος-Απρίλιος 1878) για να ολοκληρώσει την υψηλών τεχνικών αξιώσεων Μεγάλη σονάτα, την οποία επεξεργαζόταν παράλληλα με το διάσημο κοντσέρτο του για βιολί. Η σονάτα φέρει αφιέρωση του Τσαϊκόφσκι στον Καρλ Κλίντβορτ. Παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση στην Ρωσική Μουσική Εταιρεία από τον λαμπρό πιανίστα Νικολάι Ρουμπινστάιν, η τέλεια και αρτιότατη ερμηνεία του οποίου καταγοήτευσε τον Τσαϊκόφσκι και εντυπωσίασε τους μουσικοκριτικούς.
Ένας πολυπράγμων καλλιτέχνης με μουσικές και ακαδημαϊκές αναζητήσεις…
Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, ο Λάμπης Βασιλειάδης συνέχισε τις πιανιστικές του σπουδές στην Ανώτατη Κρατική Σχολή Μουσικής και Θεάτρου του Αννόβερου στην Γερμανία. Μετά την εξασφάλιση υποτροφίας από το Βρετανικό Συμβούλιο, μετέβη στο Λονδίνο όπου θήτευσε επί δύο χρόνια δίπλα στην εξαίρετη σολίστ και παιδαγωγό Γιαλτά Μενουχίν, αδελφή του θρυλικού βιολονίστα Γιεχούντι Μενουχίν.
Στη συνέχεια, έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών από την Ανωτάτη Κρατική Σχολή Μουσικής του Τρόσσινγκεν (Γερμανία) και από το Πανεπιστήμιο του Σινσιννάτι (Η.Π.Α.). Έχει διαπρέψει σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου αποσπώντας σημαντικά βραβεία (Ιταλία, Η.Π.Α., Γερμανία, Ελβετία, Βρετανία, κ.ά.), ενώ έχει συμμετάσχει και σε αρκετούς άλλους στην Ευρώπη και την Νότιο Αφρική. Στην Ελλάδα, του έχουν απονεμηθεί τα βραβεία της Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, «Γιάννης Βακαρέλης», «Τζίνα Μπαχάουερ» και άλλα.
Ως σολίστ, ο Λάμπης Βασιλειάδης έχει δώσει ατομικά ρεσιτάλ στην Ελλάδα, την Γερμανία, την Νότιο Αφρική, την Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Πολωνία, την Ιταλία, την Ελβετία, την Βρετανία, τον Λίβανο, την Λιθουανία και την Ταϊλάνδη. Ως κοντσερτίστας, έχει πραγματοποιήσει πολλές εμφανίσεις στο εξωτερικό, συνοδευόμενος από αξιόλογα σύνολα (Φιλαρμονική της Πράγας και της Ταϊλάνδης, Συμφωνική Νέων του Αμβούργου, Μεγάλη Φιλαρμονική της Πολωνίας, κ.ά.) υπό τη διεύθυνση αναγνωρισμένων μαέστρων (Έμιλσον, Κόντα, Τσίλμπερκαντ και άλλους). Έχει εμφανιστεί σε συναυλιακούς χώρους και φεστιβάλ στην Ελλάδα πλαισιωμένος από γνωστές ορχήστρες, όπως η Κ.Ο.Α., η Κ.Ο.Θ. και η Δημοτική Θεσσαλονίκης. Επίσης, ασχολείται συστηματικά με τη μουσική δωματίου. Είναι μέλος του Ιονίου Κουαρτέτου Πιάνου και έχει δώσει συναυλίες με γνωστούς σολίστ όπως οι Γκορόκοφ, Χάρντι, κ.λπ.
Η δισκογραφική του δραστηριότητα είναι έντονη και το ρεπερτόριό του ευρύ. Αρκετοί από τους δίσκους ακτίνας που έχει ηχογραφήσει είτε ζωντανά είτε σε στούντιο, έχουν αποσπάσει εγκωμιαστικά σχόλια από τον ξένο μουσικό Τύπο. Από τις 15 παραγωγές στις οποίες έχει συμμετάσχει, ξεχωρίζει η ερμηνεία του σε έργα Μπραμς και Σούμαν που χαρακτηρίζεται ως μία από τις καλύτερες του 20ού αιώνα (περιοδικό Grammophone).
Επιπρόσθετα, έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές για την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση έργων του σύγχρονου Αμερικανού συνθέτη Άλλεν Σαπ, καθώς και για το cd που εξέδωσε το 2001 με συνθέσεις των Μπάρτοκ, Πουλένκ, Σκριάμπιν και Συμανόφσκι. Στον κατάλογο των δισκογραφημάτων του συμπεριλαμβάνονται ακόμη ένας δίσκος ακτίνας με έργα Δραγατάκη, η ζωντανή ηχητική καταγραφή του περίφημου 2ου Κοντσέρτου του Τσαϊκόφσκι και η ηχογράφηση έργων Μπετόβεν και Μπραμς με το Ιόνιο Κουαρτέτο Πιάνου. Επιπλέον, ο Λάμπης Βασιλειάδης έχει εμφανιστεί επανειλημμένως σε ελληνικά, γερμανικά και αμερικανικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα.
Η ακαδημαϊκή του καριέρα τον οδήγησε αρχικώς στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Bowling Green και του Σινσιννάτι (βοηθός καθηγητή), όπου δίδαξε ερμηνεία πιάνου σε φοιτητές μεταπτυχιακού και διδακτορικού κύκλου σπουδών. Στην Ελλάδα, ο Λάμπης Βασιλειάδης, εργάστηκε ως καθηγητής πιάνου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Σήμερα κατέχει τη θέση του αναπληρωτή καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο το πιάνο και την πιανιστική συνοδεία. Έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής του Ωδείου Ανατολικής Μακεδονίας και του Συγχρόνου Ωδείου Θεσσαλονίκης. Τέλος, προσκαλείται συχνά από εγνωσμένου κύρους πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς φορείς της αλλοδαπής να μετάσχει σε κριτικές επιτροπές διαγωνισμών πιάνου (Ηνωμένες Πολιτείες, Ουκρανία, Ταϊλάνδη κ.ά.).