Στη νέα της ατομική έκθεση στην Αθήνα, Αναδύσεις, η καλλιτέχνης Λένα Καζιάνη παρουσιάζει έργα που κινούνται στο πλαίσιο μιας abstrait αναπαράστασης. Σε συνέχεια των προηγούμενων ενοτήτων δουλειάς της προχωρά σε μία απλοποίηση της γραφής – αναπαράστασης, με φιγούρες που άλλοτε κατά μόνας και άλλοτε σε ζεύγη, αναδύονται μυσταγωγικά από χώρους υπαρκτούς – φανταστικούς – υπαινικτικούς, ενώ ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει – αποκρυπτογραφήσει τις μυσταγωγικές συνθέσεις – ιστορίες τους.
Η ιστορικός τέχνης κ. Αθηνά Σχινά αναφέρει γι αυτή τη σειρά έργων της καλλιτέχνιδας: Υπαινικτικοί προβληματισμοί συνδυάζονται με την αισθαντικότητα που μεταφέρει το χρώμα και διαφαίνονται πίσω από την επιφάνεια καθενός από τα έργα αυτά της Λένας Καζιάνη. Η στοχαστικότητα δεν αναστέλλει, ούτε μειώνει την εκφραστική ελευθερία και τη φαντασία της δημιουργού. Ο αυθορμητισμός και η άνεση της εξπρεσσιονίζουσας πινελιάς της, συνιστούν τόσο την υφολογία της, όσο και τη γεμάτη εντάσεις γραφή της.
Το χρώμα εμφανίζεται ως ύλη και παράλληλα ως μετασχηματιστικός αγωγός του φωτός, του βλέμματος όπως και της αποτυπωνόμενης χειρονομίας. Το χρώμα διαμεσολαβείται και μετουσιώνεται, αποκτώντας στα έργα αυτά οργανικότητα και φωταύγεια, (ακόμα και στις πιο σκοτεινές του τονικότητες), καθώς μεταφέρει και οπτικοποιεί ζωτικούς παλμούς και δονήσεις, ταλαντώσεις και ρυθμούς, πυκνώσεις κι αραιώσεις, ορίζοντας χώρο, χρόνο και τρόπο, προκειμένου να αντικρίσει, μα περισσότερο να διαισθανθεί κανείς, νομοτέλειες και διεργασίες ή λειτουργίες που επιτελούνται στη γέφυρα που συνδέει τη συνείδηση με το ασυνείδητο και τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο. Η διακρινόμενη φιγούρα (ή σπανιότερα φιγούρες), είναι ελλειπτικές και άλλοτε πάλι φευγαλέες, μπροστά συνήθως σε ένα τετράπλευρο φόντο, που περιλαμβάνει ή συνομιλεί με ένα δεύτερο παρόμοιο και αναλογικά μικρότερο σχήμα. Η έμφυτη τάση του θεατή να δημιουργήσει αφήγηση, δηλαδή ένα είδος «πλοκής» που εμπεριέχεται στην εικονοπλασία, τον κάνει να βλέπει τη φιγούρα να στέκεται, άλλοτε να διαφεύγει και πότε πάλι να αντιστέκεται ή να διστάζει να περάσει στην μορφοποίηση ή να αποδρά από αυτή, «σωματοποιώντας» τη «γραμμή του κλάσματος». Αυτή η νοητή «γραμμή του κλάσματος» που μπορεί να ενώνει και ταυτοχρόνως να διαχωρίζει τις εκδοχές ή τις θέσεις και τις στάσεις των παριστανομένων, αφορά το ίδιο το διακύβευμα ή το αίνιγμα που κατά κάποιον τρόπο «εικονοποιείται» ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία της φιγούρας, ανάμεσα στο τυχαίο και στο πιθανό, στη φανέρωση και στο αθέατο, στο παρελθόν και στο παρόν της, στη μνήμη και στην εντύπωση που προκαλεί, στη χρονικότητα εντέλει του στιγμιαίου και στη διαχρονικότητα της ενδεχόμενης παρουσίας της.
Η φιγούρα εμφανίζεται με άλλα λόγια, ως πιθανότητα και μεταίσθηση, ως υπόθεση εργασίας και ανθρώπινο μέτρο αντιστάθμισης στο αφανέρωτο, ως προσδοκία επιπλέον παρουσίας κι αναχώρηση ή απουσία, φέρνοντας στο προσκήνιο το δίλημμα ανάμεσα στην παραστατικότητα και στην αφαίρεση ή στην οριακή συνύπαρξή τους, σε έναν κόσμο συνεχώς μεταλλασσόμενο, αλλά και ετεροκαθοριζόμενο ή αλληλοπεριχωρούμενο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Λένα Καζιάνη, μέσα από τα έργα της κάνει υπαινικτικές αναφορές στους δύο στυλοβάτες αυτού του συναφούς κατά κάποιον τρόπο προβληματισμού, δηλαδή στον Mark Rothko (1903-1970) και στον Kazimir Malevich (1879-1935), ιδίως στο κλασικό «Μαύρο Τετράγωνο» του τελευταίου. Υπενθυμίζοντας την παροιμιώδη φράση του Rothko πως «η σιωπή είναι ακριβής», ότι το έργο τέχνης ερμηνευτικά διαθέτει αυτοαναφορικότητα με εσωτερικευμένες σημασίες, ενός από τους πρώτους ζωγράφους του Δυτικού ημισφαιρίου, που μέσα από την εξπρεσσιονιστική και υποβλητική του αφαίρεση, άντλησε έμπνευση από την ψυχανάλυση, τους αρχαίους μύθους και συμβολισμούς, την εσωτερική θεολογία και το συλλογικό ασυνείδητο. Η συνύπαρξη –με νέους όρους και προϋποθέσεις- της εικαστικής παραστατικότητας με την αφαίρεση, ακολουθείται ήδη και σε διεθνές επίπεδο, από τους Karrel Appel, Audustin Cardenez, Antoni Clave, Carlos Cruz-Diez, Markus Luperts, Vivian Springford, ομάδα στην οποία άνετα θα εντασσόταν και η ζωγραφική της Λένας Καζιάνη, αφ ής στιγμής ο κάθε καλλιτέχνης διατυπώνει, με διαφορετικό εικαστικό τρόπο, τη διάσταση και την ιδιαιτερότητα των παρεμφερών προβληματισμών του.
Η Λένα Καζιάνη, με βάση τα αφαιρετικά φωτοχρωματικά της πεδία, «εικονοποιεί» παλίμψηστες επιφάνειες, που η πινελιά και ο χειρισμός του υλικού τους υποδηλώνουν ένα ρυθμοτεχνικό κάθε φορά χωροδικτύωμα, μέσα από όπου αναφύεται μια «σιωπηλή» -όπως θα έλεγε και ο Rothko- στρωματογραφία. Το βλέμμα διαπερνά τις χωροχρονικές «περιπέτειες» της ύπαρξης και παράλληλα διακεντά τις διάφορες κι εναλλασσόμενες γραφές της ανήσυχης πινελιάς, που γεννά, περιθάλπει ή εξαφανίζει τη μορφή, ως αποκύημα της πραγματικότητας και της μνήμης, της φθοράς όπως και της εκάστοτε πιθανής της αναγέννησης ενάντια στον αφανισμό και στο χάος.