Η σκηνή εκτυλίσσεται στο Ουρμπίνο, στο δουκικό ανάκτορο, στα τέλη Ιουνίου του 1502. Τρεις είναι οι βασικοί χαρακτήρες που συναντιούνται και ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο. Ο πρώτος είναι είκοσι επτά χρονών και έχει μόλις εγκατασταθεί στο παλάτι, με τέτοια τόλμη και τόσο θράσος που ο πάταγος της φήμης του αντηχεί ήδη σε όλη την Ιταλία.
Ο Καίσαρας Βοργίας είναι ο ισχυρός άνδρας, ο νέος ηγεμόνας στην Κεντρική Ιταλία – ορισμένοι μάλιστα τον αποκαλούν ηγεμόνα της νέας εποχής. Ο δεύτερος πρωταγωνιστής της σκηνής βρίσκεται εδώ ως παρατηρητής, απεσταλμένος της Σινιορίας (Signoria) της Φλωρεντίας, για να εκτιμήσει από κοντά τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που συνδέονται με τις «απαιτήσεις» της νέας εποχής, εμπνευστής της οποίας είναι ο Βοργίας. Αυτός ο άνδρας είναι τριάντα δύο χρονών και παθιασμένος με τη λογοτεχνία, πάνω απ’ όλα όμως ανυπομονεί να μπει στο πολιτικό παιχνίδι. Το όνομά του είναι Νικολό Μακιαβέλι. Τρίτος πρωταγωνιστής της σκηνής, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, που είναι πενήντα χρονών και έχει ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη.
Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται. Μολονότι όμως η διπλωματική αλληλογραφία του Μακιαβέλι δονείται από τον αντίλαλο των πολυάριθμων ακροάσεων που του παραχωρεί ο ηγεμόνας, τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υποδηλώνει ότι συναντήθηκε με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Η συνάντηση έγινε και δεν θα μάθουμε τίποτα γι’ αυτήν. Οι τρεις άνδρες αναμφίβολα συνομιλούν και ανταλλάσσουν τα εν μέρει κοινά τους οράματα – το υποψιαζόμαστε επειδή γνωρίζουμε τα μεταγενέστερα κείμενα και τις πράξεις τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε απολύτως τίποτα, αν τουλάχιστον θέλουμε να επιδείξουμε την αυστηρή σχολαστικότητα του ιστορικού που προχωρά μόνο όταν είναι βέβαιος πως δεν θα βρέξει τα πόδια του, που διασχίζει προσεκτικά το νερό πατώντας σε κείμενα, έτσι όπως ο διαβάτης πατάει στις πέτρες. Μήπως όμως θα έπρεπε να βουτήξουμε στο νερό, στο αναζωογονητικό λουτρό της μυθοπλασίας; Μήπως θα έπρεπε να δώσουμε τον λόγο στον μυθιστοριογράφο ή στον δραματουργό, που ξέρει να αποκαθιστά με ζωηρούς και γλαφυρούς διαλόγους την αληθοφάνεια στα λόγια που ανταλλάχθηκαν;
Patrick Boucheron
Ο Πατρίκ Μπουσ(ε)ρόν γεννήθηκε στο Παρίσι το 1965. Απόφοιτος της École normale supérieure, agrégé και διδάκτωρ της ιστορίας, καθηγητής της μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris I (Pantheon-Sorbonne), εξελέγη το 2015 καθηγητής στο College de France. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορία της μεσαιωνικής Ιταλίας, αλλά και με την ιστοριογραφία. Υπό την εποπτεία του εξεδόθη ο συλλογικός τόμος Histoire mondiale de la France, που σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, και με τον οποίο αμφισβητείται έντονα η εθνοκεντρική γαλλική ιστοριογραφία.
Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία:
– Le pouvoir de bâtir: urbanisme et politique édilitaire à Milan (XIVe-XVe siècles)
– Les villes d’Italie (vers 1150-vers 1340)
– Faire profession d’historien
– Conjurer la peur: Sienne, 1338: essai sur la force politique des images
– De l’éloquence architecturale. Milan, Mantoue, Urbino (1450-1520)
– Comment se révolter
-La Trace et l’aura: Vies posthumes d’Ambroise de Milan (IVe-XVIe siècle)
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Πατρίκ Μπουσερόν Τι μπορεί να κάνει η ιστορία: Εναρκτήριο μάθημα στο Collège de France.