“Θα ήθελα να γράψω την ιστορία της δουλείας στη Βραζιλία”, είχε πει ο Lima Barreto (Λίμα Μπαρρέτου), ο μεγάλος μας άγνωστος της σχετικά άγνωστης σ’ εμάς βραζιλιάνικης λογοτεχνίας. Δεν βρήκε τον χρόνο, ζούσε μεροδούλι-μεροφάι.
Σε αυτόν τον μουλάτο, αλκοολικό, καταθλιπτικό, αναρχικό, αποσυνάγωγο και ευρηματικό συγγραφέα από το Ρίο ανήκουν τα τρία διηγήματα του βιβλίου. Κομψά, πρωτότυπα, προ-μοντερνιστικά, διασκεδαστικά, περιστρέφονται γύρω από τρία θέματα: τη θλιβερή ενίοτε ματαιότητα της βιβλιολατρίας το Καρναβάλι, αφορμή για χαρμολύπη, αλλά και για την προώθηση κρυφών και φανερών πόθων και στόχων· τους προβληματισμούς και τις προφάσεις ενός πότη και διστακτικού αυτόχειρα.
Αποτυπώνουν με γλυκόπικρο σαρκασμό τις αθλιότητες και τις γελοιότητες της βραζιλιάνικης κοινωνίας στις αρχές του εικοστού αιώνα. Όταν ξεφύτρωναν οι πρώτες φαβέλες των πρόσφατα απελευθερωμένων σκλάβων, ενώ μια πανσπερμία λαών αναζητούσε «εθνική ταυτότητα», καθώς αναφύονται τα ζαχαρωμένα κλισέ για τη Βραζιλία: ελκυστικές μουλάτες, καρναβάλι, ποδόσφαιρο. Μέσα από σπαρταριστές, ιλαροτραγικές, καθημερινές ιστορίες, ανατέμνονται σατιρικά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των Βραζιλιάνων.
Επίκαιρα διηγήματα ηλικίας εκατό χρόνων και βάλε. Ίσως όχι μόνο για τη χώρα του συγγραφέα, για την οποία έχει γράψει: “Η Βραζιλία δεν έχει λαό, έχει κοινό”